ΗΔΗ από την εποχή της Tanzimat (προσπάθειας εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 1839-1856) οι Γερμανοί της Πρωσίας συνέδεσαν τα γεωπολιτικά και οικονομικά τους συμφέροντα με την καταρρέουσα τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην οποία προσέφεραν «χείρα βοηθείας» επί ανταλλάγματι προκειμένου να μετριάσει την εξάρτησή της από τους επεμβατικούς Άγγλο-Γάλλους. Έκτοτε, Γερμανία και Τουρκία βαδίζουν χέρι-χέρι.

Σήμερα η Γερμανία φιλοξενεί ή έχει ενσωματώσει κάποια εκατομμύρια Τούρκων, έχει επενδύσει πολλά κεφάλαια στην Τουρκία και διατηρεί σημαντικού ύψους εμπορικές ανταλλαγές.

Είναι όμως μόνο τα ψυχρά συμφέροντα που ενώνουν τις δύο αυτές χώρες;

Όταν αναφερόμαστε στην προσέγγιση 2 κρατών πρέπει να έχουμε κατά νου ότι αυτή προσδιορίζεται κατά κύριο λόγο από τις Ελίτ που διοικούν την κάθε πλευρά.

Εν προκειμένω οι Ελίτ των δύο αυτών χωρών έχουν τα εξής κοινά χαρακτηριστικά:

*Και οι δύο διοικούν λαούς πολεμικούς και κατακτητικούς.

*Και οι δύο έχουν την τάση «μόνο να παίρνουν» και όχι να δίνουν.

*Αντιμετωπίζουν αλαζονικά τους περισσότερους άλλους λαούς.

*Και οι δύο κατηγορούνται για γενοκτονίες.

*Και των δύο οι κοινωνίες δεν έχουν μακρά δημοκρατική παράδοση.

Το όνειρο του Γερμανού ήταν να γίνει και αυτός αποικιακή αυτοκρατορία. Αυτό όμως δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί λόγω του κατακερματισμού του γερμανικού χώρου αλλά και των μετέπειτα αποτυχιών της ενοποιημένης Γερμανίας στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους. Τώρα η κατακτητικότητα της Γερμανίας πήρε τη μορφή της τεχνικής υπεροχής και της επιβολής επί των άλλων με οικονομικά όπλα. Διατηρεί δε ως απωθημένο στόχο το όνειρο της μη επιτευχθείσας αποικιακής κυριαρχίας.

Αντίθετα, η Τουρκική ελίτ, ως διάδοχος των Οθωμανών, επικαλείται την επί 500 χρόνια κυριαρχία της στη Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή, κάτι που ο Γερμανός πολύ θα ήθελε να είχε πετύχει αλλά δεν τα κατάφερε. Για το λόγο αυτό ο Γερμανός, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο και περιφρονεί γενικά τους άλλους εκτός από όσους τον έχουν νικήσει ή ξεπεράσει, δέχεται ως «πρώην επιτυχημένο» και τον αγέρωχο κατακτητή Τούρκο και τον αντιμετωπίζει με κάποιο σεβασμό όταν κάθονται στο ίδιο τραπέζι. Δεδομένου δε ότι οι Γερμανοί είναι και λαός συναισθηματικός, η επί 100 και πλέον χρόνια αδιάλειπτη συμπαράταξη Τουρκίας και Γερμανίας ενάντια στους Άγγλο-Γάλλους καθιστά τον Τούρκο «δικό τους άνθρωπο».

Ώστε οι αγαθές σχέσεις των δύο αυτών χωρών φαίνεται ότι έχουν και ψυχολογικό υπόβαθρο. Αυτό εξηγεί ίσως εν μέρει και τη ρήση του Bismarck ότι: «Με τους Τούρκους μας συνδέει ένας μακροχρόνιος έρωτας» (“Die Liebe der Türken und Deutschen zueinander ist so alt”)

Αντίθετα, και επηρεασμένοι από εντατική προπαγάνδα, εμάς τους Νεοέλληνες μας περιφρονούν, ιδιαίτερα δε μετά από την πρόσφατη οικονομική μας κατάρρευση και επαιτεία (στα οποία συνέβαλαν ενεργά και οι ίδιοι οι Γερμανοί για να σώσουν τις τράπεζές τους).

Ας μη περιμένουμε λοιπόν εθελοντική βοήθεια από τη Γερμανία στα Ελληνοτουρκικά. Άλλωστε, κατά κανόνα και σε βάθος ιστορικού χρόνου, όποτε ήρθαμε ως λαός σε επαφή με Γερμανικούς λαούς κάψαμε τα δάχτυλά μας. Αν και δεν είμαστε οι μόνοι…

*Ο Δημήτρης Αρ. Κάζης είναι Διπλ. ΕΜΠ και Imperial College και πρώην ερευνητής στο ΚΕΠΕ.