Στο μικρό χωριό Άγιος Ιωάννης της Ιθάκης, η Σπυριδούλα Ραφτοπούλου παντρεύτηκε τον Παναγιώτη Μωραΐτη του Αθανασίου, το 1933.

Μετά την ημέρα του γάμου της, η Σπυριδούλα μετακόμισε από το πατριαρχικό της σπίτι της στα Καλύβια στο απομακρυσμένο χωριό του Ιονίου.

Οι σχέσεις διαμορφώνονταν γρήγορα με τους γείτονες, καθώς βοηθούσε ο ένας τον άλλον, μοιράζονταν τρόφιμα και ρούχα, μοιράζοντας τις ζωές τους. Εδώ σχηματίστηκε η πραγματική αίσθηση της κοινότητας.

Η Σπυριδούλα, με πολύ λίγη εκπαίδευση, αλλά με άφθονη κοινή λογική, έφτιαξε το σπιτικό της, γέννησε τα παιδιά της και διατήρησε ένα άνετο και καθαρό σπίτι.

Όταν ο χρόνος το επέτρεπε, η Σπυριδούλα περπατούσε στο βραχώδες μονοπάτι, δίπλα στον Άγιο Διονύσιο, στην ηρεμία και τη γαλήνη της παραλίας της Καλύβας.

Το 1938, ο σύζυγός της αποφάσισε να μεταναστεύσει στη Μελβούρνη της Αυστραλίας για να δημιουργήσει μια καλύτερη ζωή για την οικογένειά του, όπως έκαναν πολλοί πριν και μετά από αυτόν.

Τον Παναγιώτη, δεν τον ξένιζε η Αυστραλία, είχε ταξιδέψει εκεί με τον πατέρα του Αθανάσιο το 1915.

Πολλές καλές αναμνήσεις από τη ζωή του τις είχε δημιουργήσει εκεί, ως ένας νεαρός 14 ετών, και η επιθυμία του να επιστρέψει ήταν ισχυρή.

Αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του, τη μητέρα του και τα δύο παιδιά του, ο Παναγιώτης έφυγε από την αγαπημένη του Ιθάκη για να χτίσει ένα καλύτερο μέλλον για τον ίδιο και την οικογένειά του.

Η Σπυριδούλα Ραφτοπούλου Μωραΐτη (δεξιά), με την αδερφή της, Μαρία Ραφτοπούλου (αριστερά) και την ξαδελφή τους, Αρετούσσα Λεκάτσα (μέση). Φώτο: Supplied.

Μια γυναίκα στα μέσα της δεκαετίας του ’20, η Σπυριδούλα βρέθηκε με δύο μικρά παιδιά στο σπίτι και το χωριό του συζύγου της.

Εκεί αντιμετώπισε την αβεβαιότητα της επιστροφής του συζύγου της, την επιβίωση και ανατροφή των παιδιών της, και την επιθυμία της να διατηρήσει την αμαυρωμένη φήμη τη,ς ως μητέρα χωρίς μια αντρική φιγούρα στο πλευρό της.

Ένα μήνα μετά την αποχώρηση του Παναγιώτη αντιμετώπισε μια άλλη πρόκληση: την ανακάλυψη ότι περίμενε το τρίτο της παιδί.

Αυτό πρέπει να φαινόταν ανυπέρβλητο εμπόδιο, αλλά με αποφασιστικότητα και θάρρος, η Σπυριδούλα συνέχισε την καθημερινότητά της να φροντίζει τον γιο της, Αθανάσιο, και την κόρη της Φωτούλα, ενώ μοιραζόταν το σπίτι με την πεθερά της και την κουνιάδα της, θεία Χρυσούλα.

Είχε τη φροντίδα των χωραφιών -και μάλιστα κάποιων απόκρημνων ελαιόδεντρων κατά μήκος της θάλασσας-, το πλύσιμο των ρούχων στη βρύση -μισή ώρα με τα πόδια κατά μήκος ενός δύσβατου μονοπατιού με βράχια-, μαγείρευε τα γεύματα, καθάριζε το σπίτι της και προσπαθούσε να κλέψει το χρόνο να επισκεφθεί τους γείτονές της.

Στη μέση του χειμώνα, η Σπυριδούλα γέννησε την κόρη της, Φρειδερίκη.

Την ημέρα αυτή, δε μύρισε χαλβάς με κανέλα στο σπίτι καθώς δεν υπήρχε η πιατέλα γεμάτη απ’ αυτό το παραδοσιακό έδεσμα -που φτιαχνόταν σε χαρές και ιδικά σε γεννητούρια-, τοποθετημένο στη σόμπα στην κουζίνα, διότι οι κόρες θεωρούνταν βάρος για την οικογένεια και άρα δεν υπήρχε λόγος να γιορταστεί ο ερχομός της Φρειδερίκης!

Μια απόφαση ελήφθη τρία χρόνια αργότερα: για οικονομικούς λόγους, η οικογένεια θα χωριζόταν.

Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά θα πήγαιναν με τη μητέρα τους στα Καλύβα υπό το άγρυπνο βλέμμα και την υποστήριξη του πατέρα της, Πάνου (Μπέλλα) Ραφτόπουλου.

Το μικρότερο παιδί, η Φρειδερίκη, θα έμενε στον Άγιο Ιωάννη με την πατρική γιαγιά της, Φώτω.

Η ζωή της Σπυριδούλας στην Καλύβια ήταν επίπονη και κουραστική.

Είχε τη φροντίδα των αγρών, παράκτιων ελαιόδεντρων, όπου συχνά οι συντοπίτες την έβλεπαν να σκαρφαλώνει ψηλά στα δυνατά κλωνάρια τους εξασφαλίζοντας τη συλλογή του κάθε καρπού πολύτιμης ελιάς.

Φρόντιζε τα δύο μεγαλύτερα παιδιά της και τον πατέρα της, μια αυστηρή, αυταρχική φιγούρα.

Κατά καιρούς, η Σπυριδούλα λάμβανε επιστολές και χρήματα από τον σύζυγό της, Παναγιώτη.

Εμπιστευόταν μία στενή φίλη της απ’ το χωριό, τη Φερονίκη, να διαβάζουν αυτά τα γράμματα μαζί, καθώς δεν μπορούσε να διαβάσει. Εκ τότε, μια φερέγγυα και πιστή φιλία αναπτύχθηκε μεταξύ των κοριτσιών.

Τα χρηματικά δώρα που έστελνε ο σύζυγός της ήταν ανεπαρκή για να απαλύνουν τις εντάσεις που είχαν προκύψει και εμπεδωθεί στο σπίτι.

Κάθε χρόνος περνούσε με διφορούμενη διαβεβαίωση για ένα ταξίδι στην Αυστραλία για τη Σπυριδούλα και την οικογένειά της.

Ο πατέρας της συχνά διακήρυττε με περιφρόνηση: «Ο Μωραΐτης (Δεσμούλης) με άφησε με την οικογένειά του στην πλάτη μου».

Η Σπυριδούλα, της οποίας της είχε απαγορευτεί να πηγαίνει πολύ μακριά από το πατρικό της σπίτι και επίσης να πηγαίνει στις λειτουργίες στην τοπική εκκλησία της στο Σταυρό, στερημένη από τη θεία κοινωνία για έντεκα χρόνια.

Το σπίτι της Σπυριδούλας στα Καλύβια ήταν ο τόπος γέννησης του πολιούχου αγίου της Ιθάκη, του Ιωακείμ Παπουλάκη.

Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις της ήταν αγαπητές και στενές, και παρά την απαγόρευση της παρουσίας της στην εκκλησία, της παρείχαν μεγάλη ανακούφιση.

Τα ταξίδια της στον Άγιο Ιωάννη γίνονταν με τα πόδια. Ώρες ολόκληρες βάδιζε σε μια βραχώδη διαδρομή, με τα χέρια φορτωμένα με γεμάτες τσάντες από τζίβα, ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο, το οποίο έδινε στη Σπυριδούλα την ευκαιρία να επισκεφθεί το μικρότερο παιδί της, τη Φρειδερίκη.

Η Σπυριδούλα αντιμετώπισε πολλές ανησυχητικές προκλήσεις καθώς τα παιδιά της υπέφεραν από μεταδοτικές ασθένειες.

Ο γιος της προσβλήθηκε από πολιομυελίτιδα, και η μικρότερη κόρη της από διφθερίτιδα.

Τέσσερις γενιές σε μία φωτογραφία. Από αριστερά: Η Τόνι Ράζος Τσαλίκη με την κόρη της Άννα, η Σπυριδούλα Μωραΐτη και η Φρειδερίκη Ράζος. Φώτο: Supplied.

Αυτές οι προκλήσεις αντιμετωπίστηκαν από την ίδια ολομόναχη. Δεν υπήρχε σύζυγος στο πλευρό της, παρά μόνο τα μάτια των χωρικών που θαύμαζαν πραγματικά την επιμονή και τη θέλησή της για επιβίωση.

Μετά από δεκατέσσερα μακρά χρόνια, ο σύζυγός της Παναγιώτης έφτασε τελικά στην Ιθάκη για να προετοιμάσει την οικογένειά του για το ταξίδι τους στην Αυστραλία.

Ένα ταξίδι 30 ημερών που πραγματοποιήθηκε από την Σπυριδούλα, τις δύο κόρες τους -Φωτούλα και Φρειδερίκη- και την γιαγιά -μητέρα του συζύγου- Φώτω (ηλικίας 80 ετών) ταξίδεψαν με το Fairsea που ελλιμενίστηκε στο λιμάνι της Μελβούρνης το 1954.

Μεταναστεύοντας σε μια νέα χώρα, την Αυστραλία, η Σπυριδούλα ένιωσε τον πόνο του να αφήσει πίσω της όλα όσα της ήταν γνωστά και αγαπητά: Ταξίδεψε με ένα σύζυγο που δεν είχε δει για δεκατέσσερα χρόνια, έπρεπε να μάθει μια νέα γλώσσα και να εγκατασταθεί σε ένα νέο και άγνωστο σπίτι.

Μια στωική, ψηλή γυναίκα, η Σπυριδούλα ξεπέρασε πολλά εμπόδια για να δημιουργήσει τη νέα της ζωή.

Έμαθε να φροντίζει και πάλι έναν σύζυγο που μόλις γνώριζε, αναζωπύρωσε τις φιλίες που γεννήθηκαν από την Ιθάκη και συνήθισε το νέο της περιβάλλον.

Ως μια εξαιρετικά σεβαστή γυναίκα, ήσυχη, στοχαστική, η Σπυριδούλα, που τους φρόντιζε όλους πέρασε τα χρόνια της στο East Malvern, αναλαμβάνοντας τα οικιακά της καθήκοντα, εργαζόμενη στο PMG, αλλά και τη φροντίδα των εγγονιών της.

Γνωστή για το τραγανό, χρυσό καφέ φύλλο της προσεκτικά προετοιμασμένο για ειδικές περιπτώσεις, αλλά το πιο σημαντικό για την πραγματική συμπόνια και την αφοσίωσή της.

Η ανθεκτικότητα της Σπυριδούλας, η προθυμία της να αποδεχτεί τη μοίρα της και να οδηγήσει τη ζωή σε μια θετική κατεύθυνση είναι η κληρονομιά της στην οικογένεια και τους φίλους της.