Μια ηλιαχτίδα μπαίνει δειλά-δειλά, από τη χαραμάδα της κουρτίνας. Διαπερνά το κρεβάτι και στέκεται επίμονα πάνω από τα βλέφαρά μου. Είναι πρωί. Πριν προλάβω ακόμη να ανοίξω τα μάτια μου, χτυπά το κινητό.
Σκουπίζοντας τις τσίμπλες, ψάχνω στα τυφλά να βρω τα γυαλιά μου. Νιώθω κάτι κρύο να μου αγγίζει το πόδι. Σκύβω, τα σηκώνω από το πάτωμα και τα φορώ. Μεμιάς, μου αποκαλύπτεται η πλάση. Το κινητό δεν λέει να σταματήσει. Εκεί στο κομοδίνο είναι. Πατώ το κουμπί του ηχείου και λουφάζω πάλι κάτω από τα σκεπάσματα.
Η φωνή της θεια-Κατίγκως, που δεν είναι στη πραγματικότητα θεία, αλλά παλιά γειτόνισσα και κοντοχωριανή της συγχωρεμένης της γιαγιάς μου, ταράζει το ακουστικό:
-Χα, ω Κώτσιο. Κοιμάσαι;
-Καλημέρα θειά. Τώρα έλεγα να ξυπνήσω.
-Για δεν πας στη δλειά ακόμα;
-Είναι έξι το πρωί θειά. Και πού να πάω; Μας έχουν κλείσει τα γραφεία. Μένουμε όλοι σπίτι, πλέον. Συμβαίνει τίποτε;
-Τη μάνα’ς χαλεύω. Είναι αυτού;
-Πώς να ‘ρθεί από εδώ θειά. Όλους μας έχουν κλείσει μέσα. Απαγορεύεται. Τι την θες;
-Για πες της ότι πέθανε η Λάμπροβα.
-Θεός Σχωρέστην, θειά.
-Θεός σχωρέστην, τα πιδιά τς δε θα τα σχωρές’που την είχαναν κλείς’ στο μπουτρούμ κι ψόφησε μαναχή τς, η μαύρη.
-Στο γηροκομείο; Σε ποιο; Από κορονοϊό έφυγε;
-Από κορονοϊό, από καρδιά, ποιος ξέρει η καψερή; Να μη βανς τς γονείς σε γηροκομείο, θα ‘χεις την κατάρα ‘μ, γιε’μ. Εγώ δε θα να ‘μαι, αλλά θα σ’μείν’ η κατάρα ‘μ αν δεν κανς όπως σ’ορμήνεψα. Άϊντε, σύρε στ’ δλειά ‘ς τώρα, μη κοπροσκυλιάζ’ς, έχεις πιδιά να ταΐσς. Και σήμερα κρένε τς μάνας’ να με παρ’ τηλέφωνο, όχι τον άλλο μήνα.
Μια παράξενη ιδιότητα έχει το κινητό της θεια-Κατίγκως. Όταν το κλείνει απότομα, ακούγεται ένα κουδούνισμα σαν εκείνο που αντηχούσε από τα παλιά τηλέφωνα όταν κατέβαζες το ακουστικό. Ξαπλώνω και πάλι.
Προσπαθώ να αφεθώ στο γλυκό χάδι της νύστας που με συνεπαίρνει αλλά εκείνη η πτυχή της ψυχοσύνθεσής μου, που έχει εκπαιδευτεί σαν το σκυλί του Παβλώφ να υπακούει αμέσως στις προσταγές των ηλικιωμένων «θείων», αντιστέκεται σθεναρά. Αναστενάζοντας, παίρνω και πάλι το κινητό στα χέρια μου και καλώ τη μητέρα μου.
-Καλά μάνα, πάνω στο τηλέφωνο κάθεσαι; Δεν πρόλαβε καν να χτυπήσει.
-Παρακολουθούσα με τον πατέρα σου τη Λειτουργία από το Facebook. Τι θες και παίρνεις τέτοια ώρα; Έλα εδώ να μου το πεις. -Πέντε λεπτά ποδαρόδρομο χωρίζει τα σπίτια μας. Το τηλεφώνημα τι το θες;
-Καλά, η κλεισούρα σου διαβρώνει τη μνήμη, ή μου φαίνεται; Απαγορεύεται. Απλά, πήρα να σου πω ότι πήρε πρωί-πρωί η θεια-Κατίγκω, να μου πει ότι πέθανε η Λάμπροβα.
-A πα πα. Η Λάμπροβα λες; Θεός σχωρέστην.
-Θεός σχωρέστην.
Ακούω τη μητέρα μου να σταυροκοπιέται μέσω των νεφελών του wifi.
-Πότε;
-Δε ρώτησα να μάθω.
-Αμ, δε ρωτάς ποτέ εσύ. Από τι πήγε; Από κορονοϊό, ή από καρδιά;
-Δεν ξέρω.
-Καλά, θα την πάρω τηλέφωνο. Άκου η Λάμπροβα…
-Γιαγιά, ποια είναι η Λάμπροβα; ρωτά η εφτάχρονη μου κόρη, η οποία μόλις έχει ξυπνήσει και παρακολουθεί την όλη συζήτηση με ενδιαφέρον αλλά και διακριτικότητα.
-Εσύ είσαι γλύκα μου; Ξύπνησες καρδούλα μου χρυσή;
Η φωνή της γιαγιάς στάζει τόσο μέλι που ξεχειλίζει από το κινητό και κολλάει πάνω στη μαξιλαροθήκη.
-Η Λάμπροβα, λουλούδι μου γραμμένο, ήταν μια παλιά γειτόνισσα που έμεινε κοντά στη γιαγιά όταν πρωτοήρθαμε στην Αυστραλία. Δώσε μου τώρα λίγο τον πατέρα σου.
Ευθύς μετά, διαισθανόμενη ότι το κινητό έχει περιπέσει πάλι στην κηδεμονία μου, με ρωτά:
-Πήρες «Νέο Κόσμο» σήμερα;
-Όχι ακόμα, τώρα σηκώθηκα.
-Αν τον πάρεις, δες αν έχουν τη Λάμπροβα εκεί στους πεθαμένους, να δούμε πότε είναι η κηδεία.
-Και να την έχουν, πάλι σε κηδεία δεν μπορείς να πας, το ξέχασες…
– Κρίμα η καημένη. Έφυγε με παράπονο και θα πάει άκλαυτη. Θεός σχωρέστην.
– Θεός σχωρέστην.
Σταυροκοπιέμαι κι εγώ σε συμπαράσταση. Έπειτα, σηκώνομαι, φορώ τη μάσκα μου, πετάγομαι μέχρι το μιλκ μπαρ της γειτονιάς και προμηθεύομαι τον «Νέο Κόσμο». Ίσα ίσα προλαβαίνω να επιστρέψω, να ανοίξω τον υπολογιστή, να τακτοποιήσω τα τετράδια της κόρης που αρχίζει σε δυο λεπτά διαδικτυακό μάθημα, όταν χτυπά και πάλι το κινητό.
-Ω, Κώτσιο, η θειά η Κατίγκω είμαι. Δεν νιώθς που σε παίρνω τηλέφωνο κι αργείς να το σκώς;
-Συγγνώμη θειά, ετοίμαζα τη μικρή για το μάθημα.
-Στα γουγκλμήτια κι αυτή, σαν τον εγγονό ‘μ;
-Τι να κάνουμε θειά, έτσι όπως τα έφεραν τα πράγματα.
-Αμ το ‘πε ο Πατροκοσμάς, δεν το ‘πε; Μια μέρα θα μας κυβερνάν τα άλαλα και τα μπάλαλα. Προφτάκαμαν κι τα βρήκαμαν μπροστά μας. Δε μ’ λες, «Νέο Κόσμο» πήρες; Την έχουν αυτού τη Λάμπροβα;
-Κάτσε να τον ανοίξω. Όχι, δεν την έχουν.
-Ουι αυτή η τσιούπρα τς. Να τς γίνει ξύγκι η περιουσία που θα φάει. Ούτε για μια φωτογραφία τς καημένς που απέθνησκε δε ξοδεύεται, να ιδούμε την κατάντια τς. Άσε που όλοι άλλοι βάζουν φωτογραφίες που είναι από τον καιρό που βγήκε το ρύζι. -Εμένα χτύπα ξύλο, τους είπα να μου βάλουν σαν έρθ’ η ώρα, μια όπως καλή ώρα, είμαι τώρα, για να μ’ αναγνωρίζουν.
-Τι είναι αυτά που λες θειά; Δάγκωσε τη γλώσσα σου.
-Πες της μάνα’ς να με παρ’ τηλέφωνο. Και σταμάτα να χασομεράς. Ωχ η μαύρη η Λάμπροβα. Θεός σχωρέστην.
-Θεός σχωρέστην θειά.
Από το ακουστικό μπαίνει η μπόρα που δημιουργείται από την υπερβολική ταχύτητα με την οποία η θειά-Κατίγκω κάνει το σταυρό της, στριφογυρίζοντας το χέρι της με απλωτές κινήσεις σαν ανεμόμυλος.
Πασχίζω να βρω κάποιο φάκελο με έγγραφα για να στρωθώ στη δουλειά, αλλά μου είναι αδύνατον. Απέναντι, πίσω από τον υπολογιστή, κάθεται η κόρη μου και μαθαίνει κινέζικα. Δίπλα, η μικρότερη, η τετράχρονη κόρη έχει βρει το φάκελο που ζητούσα και με τις κηρομπογιές της, αργά και με αρκετή δεξιοτεχνία έχει βαλθεί να ζωγραφήσει έναν μινώταυρο.
Από την επίσημη σφραγίδα του Κράτους, ξετυλίγεται μια κλωστή, η οποία με πληροφορεί η μικρή χαμηλοφώνως για να μην ενοχλήσει την αδερφή της, είναι το νήμα της Αριάδνης. Θέλω κάπου να γράψω ένα σημείωμα για να υπενθυμίσω στον εαυτό μου να κρύψω το βιβλίο με τους ελληνικούς μύθους που της δώρισε η γιαγιά τα Χριστούγεννα, αλλά δεν βρίσκω χαρτί πουθενά. Εκείνη στιγμή, δονείται το κινητό.
-Καλά, έψαξες καλά πριν πεις της θεια-Κατίγκως ότι δεν έβαλαν τη Λάμπροβα στην εφημερίδα; ρωτά κοφτά η μητέρα μου. Γιατί τέτοιες απερισκεψίες τις κάνεις εσύ.
-Έψαξα. Δεν την έβαλαν.
-Δηλαδή, ποιο όνομα έψαξες;
-Τι θα πει ποιο όνομα; Λάμπροβα την έλεγαν, Λάμπροβα έψαξα. Δεν υπήρχε καμία Λάμπροβα…
-Ώχου. Δεν την λένε Λάμπροβα βρε συ. Εμείς την λέμε Λάμπροβα.
-Δεν κατάλαβα. Πώς τη λένε δηλαδή;
-Περσεφόνη.
-Τι; Και ποια σχέση έχει η Περσεφόνη με τη Λάμπροβα, μού λες;
-Λάμπρο λέγαν τον άντρα της, γι’ αυτό την φωνάζαμε Λάμπροβα. Για δες, υπάρχει καμιά Περσεφόνη Νάσιου εκεί;
-Εδώ είναι.
-Να πάρω τηλέφωνο την θεια-Κατίγκω γιατί θα έχει γεμίσει ολόκληρη τη Μελβούρνη με κατηγόρια για την κόρη της μακαρίτισσας. Κάπως έτσι δημιουργούνται οι παρεξηγήσεις.
-Πριν φύγεις, να σε ρωτήσω, μάνα. Γράφει εδώ για έναν Γιάννη Σπύρου, που ήταν λέει από τη Μπίστριτσα. Αυτό δεν είναι κοντά στο δικό σου χωριό;
-Αμάν! Πέθανε ο Νάκο-Σπύρου; Τι λες; Πότε;
-Τη Δευτέρα, γράφει εδώ.
-Θεός σχωρέστον, τον φουκαρά.
-Θεός σχωρέστον.
Σταυροκοπιέμαι με μικρές, οικονομικές κινήσεις, σαν να ρίχνω πενιές σε μπαγλαμά. Και ευθύς ρωτώ:
-Ποιος ήταν αυτός;
-Όταν πρωτοήρθαμε στην Αυστραλία, ο θείος σου εργαζόταν γι’ αυτόν. Είχε γκαράζια. Άνθρωπος καλός αλλά τύχη καλή δεν είχε. Τρεις φορές παντρεμένος και τρεις φορές χωρισμένος. Χάλια είχε καταντήσει στα τελευταία του αλλά όταν ήταν νέος ήταν όμορφος και γόης. Γκόμενος της παροικίας. Λέγανε μια δόση, γύρευε να τον τυλίξει η κυρα-Γιάννα, αλλά τα κατάφερε. Μετά πήρε τον Πάνο, τον καημένο και του έψησε το ψάρι στα χείλη. Δεν τον πρόλαβες εσύ. Έφυγε από συμφόρεση στα σαράντα-τρία του. Θεός σχωρέστον.
Σε αντίθεση με την θεια-Κατίγκω, η οποία δεν είναι θεία, αλλά έχει την απαίτηση να τη φωνάζουμε θειά, η κυρία Ιωάννα, έχει κάποια μακρινή συγγένεια με τη μητέρα μου, αλλά επειδή ό άντρας της είχε βγάλει το Γυμνάσιο στο Αμύνταιο το 1935, το θεωρούσε υποτιμητικό να τη φωνάζουμε θεία, και επέμενε να την αποκαλούμε κυρία Ιωάννα. Όλως παραδόξως, όταν τη φωνάζαμε κυρα-Γιάννα θύμωνε.
Όχι τόσο πολύ τώρα, γιατί είναι περίπου ενενήντα πέντε χρονών και βαριακούει, ιδιαίτερα όταν της γυρεύει κάτι η Αυστραλέζα νύφη της που τη φροντίζει γιατί όπως λέει ο γιος της έφυγε για την Ινδία πριν χρόνια για να βρει τον εαυτό του, άσχετα από το τι λένε οι κακές γλώσσες, που θέλουν να τον έχουν εντοπίσει στο Prahran με κάτι ύποπτους συγκάτοικους. Πάντως είναι η μόνη διανοούμενη στο σόι μας. Διαβάζει τεύχη του περιοδικού «Ρομάντζο» από την δεκαετία του ογδόντα που τα έχει ακόμα φυλαγμένα, και κάποια πικάντικα κομμάτια από το «Ελληνίς».
-Ο Θεός τον φύλαξε, λέω στη μάνα μου. Θεός σχωρέστον.
-Κάνω το σταυρό μου αργά και με σοβαρότητα. Ο άνθρωπος κατάφερε να ζήσει και να γλεντήσει τη ζωή του, ενώ ο Πάνος χαραμίστηκε.
-Θεός σχωρέστον. Άϊντε, κάνε καμιά δουλειά.
Παρατηρώ τα ξύσματα του μολυβιού της μεγάλης κόρης που κείτονται χάμω, όπου τα ποδοπατάει η μικρή. Καθώς τα τρίβει στο χαλί, μεταμορφώνονται σε χαίτη λιονταριού, τουτού μπαλαρίνας ή και κάπα ταυρομάχου. Ξαφνικά, χτυπά το κινητό…
-Ω Κώτσιο, τι μολογοάει η μάνα’ς; Πέθανε ο Νάκο-Σπύρου;
-Έτσι λέει η εφημερίδα.
-Και για δεν ήλεγες τίποτες πρωτύτερα; Δε σ’ κόβ’ γιε μ’;
-Δεν τον ήξερα θειά.
-Ωραίος άνδρας και ντόμπρος. Λεβέντς στα νειάτα ‘τ, όχι σαν το σιάψιαλο που ψών’σα εγώ.
-Από τι πέθανε, γραφ’ αυτού;
-Δεν αναφέρεται η αιτία θανάτου θειά.
-Από κορονοϊό μια φορά δεν πήγε. Γιατί ήπινε το τσίπουρο σαν να ήταν νερό. Για τήρα τώρα την εφημερίδα και διάβασε μ’ όλα τα ονόματα. Μην αφήκ’ς καένα απ’ όξου.
-Τι;
-Διάβασε μάνα μ’ τς πεθαμένς. Μη ξεχάσουμε κανέναν.
-Γιώργος Αργυρίου.
-Θεός σχωρέστον.
-Ελένη Αποστολίδου
-Πόντια πρεπ’ να ‘ναι αυτή, αλλά Θεός σχωρέστην.
-Αλκιβιάδης Παπαδόπουλος.
-Θεός σχωρέστον.
-Δήμητρα Μαρκάκη.
-Για τήρα, από τα Γρεβενά είναι τούτη;
-Όχι, από Αθήνα λέει.
-Ψέματα. Κανένας από μας δεν είναι από την Αθήνα. Θεός σχωρέστην κακόμοιρη.
-Θράσος Κυρίτσης.
-Άι κρίμα χαλασιά τ’. Θεός σχωρέστον.
-Δε μου λες θειά, ξέρεις κανέναν από αυτούς;
-Όχι μάνα μ’ αλλά κρίμα απ’ το Θεό είναι να φεύγει ο κοσμάκης κι εμείς να μην ξέρουμε ίτσιου. Για τήρα, πότε είναι η κηδεία του Νάκο-Σπύρου; Ποιος τον θάβ’;
-Δεν δημοσιεύονται πλέον αυτές οι πληροφορίες θειά.
-Ωχ παλληκάρι μ’ το ξέρω, μα τουλάχιστον να μου τη βαν’ η κόρη στο τηλέφωνο να τη βλέπω απ’τα στρήμια. Τι να κάνουμε. -Θεός σχωρέστον.
-Θεός σχωρέστον θεια.
Η παρατήρηση της θεια-Κατίγκως με βάζει σε σκέψεις και εκεί που αναζητώ το σύνδεσμο για την διαδικτυακή κηδεία, σβήνει απότομα το φως της οθόνης και προσπαθώ να εκτελέσω την επανεκκίνηση της συσκευής, πατώντας ανύπαρκτα κουμπιά, γιατί είμαι της παλιάς ηλεκτρονικής σχολής εγώ.
– Μπαμπά, νομίζω ότι το κινητό σου πέθανε, διαπιστώνει η εφτάχρονή μου κόρη.
-Θεός σχωρέστον, πετάγεται η τετράχρονη.
Σταυροκοπιόμαστε και οι τρεις.