Αν κάποιος θελήσει να ξεφυλλίσει το πολυσέλιδο βιβλίο της Λαογραφίας της Κύπρου, θα πρέπει να οπλιστεί με υπομονή. Αν δε επιχειρήσει να γράψει, θα πρέπει να έχει άμετρο χρόνο στη διάθεσή του.

Σήμερα, με την ευκαιρία της 60ής επετείου της ίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, στέκομαι με σεβασμό σε τρεις μορφές του Λόγου και της Τέχνης, που έζησαν φτωχικά, δημιούργησαν αθόρυβα και άφησαν πίσω τους πλούσιο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό έργο.

Στίχοι των ποιημάτων τους έχουν μελοποιηθεί και αποστηθίζονται μέχρι τις μέρες μας και πίνακες, στολίζουν Δημόσιες Βιβλιοθήκες.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ

Αντάν αρτζέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζι εφυσούσαν, τζι αρτζίνησεν εις την Τουρζιάν να κρυφοσυννεφκιάζει, είσεν σγοιάν είχαν ούλοι τους τζ’ η Τζύπρου τον κρυφόν της…

Γεννήθηκε το 1849, τα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στο Λευκόνοικο, κωμόπολη της Μεσαρκάς όπου έμαθε τα πρώτα του γράμματα.

Στη Λευκωσία όπου παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής, γνώρισε τον Έλληνα λογοτέχνη Γεώργιο Βιζυηνό και τον μετέπειτα δάσκαλο μουσικής, Στυλιανό Χουρμούζιο.

Το 1870 πήγε στη Λάρνακα κοντά στο θείο του μητροπολίτη Κιτίου Κυπριανό. Ακολούθησαν σπουδές στην Ιταλία, που αφού αποδείχτηκαν οικονομικά ασύμφορες, μετέβη στην Ελλάδα, όπου πολέμησε για την λευτεριά της Ηπείρου και της Θεσσαλίας.

Όταν κατά το 1878 η Κύπρος έγινε αποικία της Βρετανίας, επέστρεψε στη Λεμεσό, όπου εργάστηκε νοσοκόμος στο Δημοτικό Νοσοκομείο της πόλης. Η φτώχεια ήταν το μεγαλύτερο εμπόδιο στην περαιτέρω μόρφωσή του.

Ωστόσο γράφει ποιήματα στην τοπολαλιά της Κύπρου μας, όπου εκφράζει τον πόθο και τους καημούς του Ελληνισμού για λευτεριά και επιβίωση, τα Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη και το μέλλον της πατρίδας.

Με απαράμιλλη μαεστρία δένει το επικολυρικό με το λυρικό, αφιερώνοντας την καρδιά και το νου του στη πατρίδα. «Η Κύπρος προς τους λέγοντας ότι δεν είναι Ελληνική» και τα επικά ποιήματα «Η Χιώτισσα» και «Η 9η Ιουλίου 1821», όπου περιγράφει με καθαρότητα την πραγματική κατάσταση της Τουρκοκρατούμενης Κύπρου και διηγείται τα βάσανα, την ωμή βία, αλλά και το φρόνημα, την ψυχική δύναμη και τα Ελληνοχριστιανικό πνεύμα του ταλαιπωρημένου λαού μας. Ποιήματα που τον καθιερώνουν ως τον εθνικό μας ποιητή.

Πέθανε στις 25 Νοεμβρίου 1917 πάμπτωχος στο Φτωχοκομείο της Λεμεσού. Πολύ αργότερα, η Πολιτεία, αφού αναγνώρισε την τεράστια προσφορά του στην Κυπριακή, Ελληνική και Διεθνή λογοτεχνία του απέδωσε τις ανάλογες τιμές.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΠΕΡΤΗΣ

‘Ελα κορού να δούμε τα μαύρα σου τα μάθκια, που φκάλλουν τζιν τες γλώσσες που κάμνουν το λαμπρό. Τζια αν κάμνουν την καρκιάν μου την άχαρη κομμάθκια…

Ο κορυφαίος διαλεκτικός μας ποιητής που γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1866, ακολουθεί τα βήματα του εθνικού μας ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη. Με τη διαφορά ότι ο Δημήτρης Λιπέρτης, είχε καταξιωθεί μιας ευρείας ακαδημαϊκής μόρφωσης.

Σπούδασε Αγγλικά και Γαλλικά στη Βηρυτό, Ιταλικά στην Ιταλία και Θεολογία στην Αθήνα. Με την επιστροφή του στην Κύπρο διορίστηκε καθηγητής Αγγλικών και Γαλλικών στην Αγγλική Σχολή Λευκωσίας.

Η ισχυρή θέληση και η εργατικότητα, τον βοήθησαν να ξεπεράσει τις δυσκολίες των ταραγμένων χρόνων της εποχής και να συνεχίσει με αξιοπρέπεια να διδάσκει τον βασανισμένο λαό μας. Τους απλούς, αλλά σοφούς ανθρώπους της υπαίθρου, που τον αγκάλιασαν με συμπάθεια και αγάπη, γιατί έβλεπαν στο πρόσωπό του τον μέγα δάσκαλο με ηθικές αρχές, αγάπη, αλληλεγγύη και πίστη στο Θεό.

Γι’ αυτό, στα λυρικά του ποιήματα, καθρεφτίζονται η απλότητα, το ήθος της παλιάς αγροτικής ζωής και οι εθνικοί παλμοί του ταλαιπωρημένου λαού μας. Εξυμνεί την τιμιότητα, την αφοσίωση και τον σεβασμό στην οικογένεια και κατακρίνει και καυτηριάζει την κοινωνική αδικία και την απληστία.

Έγραψε και στην καθαρεύουσα. Ωστόσο γρήγορα κατάλαβε ότι ο πλούτος που έκρυβε στην καρδιά του με τον ειδυλλιακό λυρισμό, είχε μόνο απήχηση στις καρδιές του λαού μας, γραμμένος στην Κυπριακή τοπολαλιά.

«Η κούφη της ελιάς», «Η αππωμένη», «Αν είσαι Μαρικού μεσοτζαιρίτισσα», «Τα μαύρα αμμάδκια»και τόσα άλλα αγαπημένα. Ανάμεσα στα πατριωτικά το «Καρτερούμεν μέρα νύχταν», που εκφράζει τον πόθο του λαού μας για την ένωση με την Ελλάδα, και «Στους Κυπριώτες μάρτυρες του 1821», που αναφέρεται στη σφαγή των δεσποτάδων και του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, κληρικών και λαϊκών την 9η Ιουλίου του 1821.  Ο «Παπαδιαμάντης» της Κύπρου, ο Βασίλης Λιπέρτης, πέθανε το 1937 στη Λευκωσία.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΣΙΑΛΟΣ

Απλοϊκός και αεικίνητος, με έμφυτο το αίσθημα της καλλιτεχνίας. Η ενσάρκωση του παρελθόντος και η ζωντανή γραφική παρουσία του σήμερα.
Μεγάλη η τιμή να γράψω μερικές γραμμές για τον μεγάλο ζωγράφο της Κύπρου Μιχάλη Κάσιαλο και μεγαλύτερη, γιατί στα πολύ τρυφερά μου χρόνια, είχα την τύχη, μαζί με την μακαριστή μητέρα μου, να τον γνωρίσω στο χωριό του την Άσια.

Γεννημένος το 1885, ταυτισμένος με το χώμα και τη γη της Κύπρου, και, ντυμένος με την παραδοσιακή βράκα, τη μεγάλη ζώστρα στη μέση, το σκούρο πουκάμισο, το καλπάκι στο κεφάλι, ποδίνες και μπαστούνι, ήταν η ενσάρκωση του παρελθόντος και η ζωντανή γραφική παρουσία του σήμερα.

Άνθρωπος απλοϊκός και αεικίνητος, με έμφυτο το αίσθημα της καλλιτεχνίας και οπλισμένος με σιγουριά και αυτοπεποίθηση, ξεπρόβαλε ξαφνικά στη ζωή της Κύπρου με αξιώσεις στην τέχνη της ζωγραφικής.

Λάτρης της φύσης και ζυμωμένος με την ίδια τη ζωή, δοκίμασε στην γλυπτική και στην αγγειοπλαστική. Όμως η ζωγραφική, ξύπνησε μέσα του το ταλέντο και έγινε η ιδιότυπη και μοναδική του τέχνη.

Η πρώτη του Έκθεση έγινε το 1960 στη Λευκωσία, αλλά το διεθνές βάπτισμα το πήρε το 1963, με τη συμμετοχή του σε έκθεση στο Λονδίνο και το 1969 στην Τσεχοσλοβακία.

Παρά ταύτα, παρέμεινε απλός και λαϊκός, δεμένος με τη γη του και τη σύντροφό του, τη γλυκιά κυρά Ειρήνη, στο φιλόξενο μικρό τους σπίτι, που έφερε τη σφραγίδα του μεγάλου δημιουργού.

Με τα κέρδη από τους πίνακες, έκτισε δίπλα στο σπίτι του το εκκλησάκι του Αγ. Σπυρίδωνα και ζωγράφισε με μοναδική χάρη και Βυζαντινή τεχνοτροπία τις εικόνες.

Κατά τη δεύτερη εισβολή, όταν τα Τουρκικά στρατεύματα μπήκαν στην Άσια, αρνήθηκε να φύγει.

Οι Τούρκοι, μη σεβόμενοι τα άστρα του μαλλιά, αφού τον λήστεψαν, τον χτύπησαν και τον σακάτεψαν, μεταφέρθηκε στην ελεύθερη περιοχή όπου στις 30 Αυγούστου 1974, ξεψύχησε πρόσφυγας στην ίδια του πατρίδα.

Τα έργα του όμως, εξακολουθούν να παρουσιάζονται και να χαίρουν διεθνούς εκτίμησης.

Εν κατακλείδι, δίκαια ο λαός μας, θεωρεί τον Βασίλη Μιχαηλίδη και τον Δημήτρη Λιπέρτη «Τα αηδόνια της Κύπρου μας» και καθώς σκύβει στα ιερά χώματά μας, ακούει το ρυθμικό κτύπημα του μπαστουνιού του Κάσιαλου στο πλακόστρωτο, που γυροφέρνει στα σοκάκια της Άσιας.