Το 2019-2020 ήταν η χρονική περίοδος κατά την οποία η Ελλάδα «ορφάνεψε» (περισσότερο από κάθε άλλη φορά) από μερικά απ’ τα πιο καταξιωμένα πνευματικά τέκνα της. Επειδή είχα την αγαθή τύχη να γνωριστώ και συνδεθώ προσωπικά –είτε άμεσα είτε έμμεσα– με ορισμένα εξ αυτών, οι παρακάτω ταπεινές καταθέσεις-μαρτυρίες ας θεωρηθούν ως το «ύστατο χαίρε» μου.
Κική Δημουλά (1931-2020): Η Κική Δημουλά πρέπει να υπήρξε η μεγαλύτερη απ’ τις σύγχρονες Ελληνίδες ποιήτριες. Η πιο πολυβραβευμένη, πολυμεταφρασμένη, καταξιωμένη και πολυδιαβασμένη. (Μπορεί η Κατερίνα Γώγου να είναι ίσως πιο πολυδιαβασμένη από τη Δημουλά· δεν είναι όμως συγκρίσιμα μεγέθη, καθώς ανήκουν σε εντελώς διαφορετικές κατηγορίες).
Δεν τη γνώρισα ποτέ προσωπικά. Ούτε και το ποιητικό της έργο γνωρίζω ιδιαίτερα καλά. Ο λόγος που μνημονεύεται εδώ είναι κάπως παράδοξος. Εννοώ ότι, ως ποιήτρια, τη γνώρισα εμμέσως – κυρίως μέσω του αείμνηστου στενού μου φίλου ποιητή Σ.Σ. Χαρκιανάκη (μακαριστού αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Στυλιανού).
Όποτε συναντιόμασταν για καφέ ή φαγητό, σχεδόν πάντα μου μιλούσε για τη Δημουλά, ρωτώντας με συνεχώς γι’ αυτήν και, κυρίως, για την… ηλικία της! Δεν ξέρω πού να αποδώσω αυτή την εμμονή του με την ηλικία της.
Προφανώς ήταν τόσο γοητευμένος με την ποίησή της που διψούσε να πληροφορηθεί και άλλες λεπτομέρειες για το άτομό της. Όσο για μένα, τη Δημουλά – εκτός απ’ το εξαίσιο ποιητικό της έργο – τη θαύμαζα για τρεις επιπρόσθετους λόγους: Πρώτον, επειδή, αν και δύσκολη ποιήτρια, απολάμβανε τεράστιας αναγνωσιμότητας.
Δεύτερον, επειδή κατάφερε κι άντεξε να εργαστεί σ’ έναν αντιποιητικό χώρο, όπως αυτόν της Τράπεζας της Ελλάδος, για 25 ολόκληρα χρόνια! (Χαρά στο κουράγιο της…). Εν αντιθέσει μ’ εμένα που άντεξα με το ζόρι μόλις 3 χρόνια (!) σε αυστραλιανή τράπεζα, μετά την αποφοίτησή μου απ’ το λύκειο. (Ευθύς αμέσως μετά την ανακοίνωση της… προαγωγής μου, παραιτήθηκα!).
Τρίτον, επειδή, αν και δεν κατάφερε ποτέ να πάρει το πολυπόθητο Νόμπελ Λογοτεχνίας, κατάφερε ίσως κάτι σημαντικότερο: να πλησιάσει αισίως τα (παρά εν) 90 έτη ζωής! Διόλου ευκαταφρόνητος άθλος, αν ληφθεί υπόψη ότι υπήρξε θεριακλού καπνίστρια, και μάλιστα με σοβαρά αναπνευστικά και καρδιολογικά προβλήματα! Εκτός των άλλων, θα τη θυμάμαι και για την εξής αποστροφή του βιογραφικού της σημειώματος (επ’ ευκαιρία της βράβευσής της με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2010): «Δεν νιώθω δημιουργός.
Πιστεύω ότι είμαι ένας στενογράφος μιας πολύ βιαστικής πάντα ανησυχίας, που κατά καιρούς με καλεί και που υπαγορεύει κρυμμένη στο ημίφως ενός παραληρήματος, ψιθυριστά, ασύντακτα και συγκεκομμένα, τις ακολασίες της με έναν άγνωστο τρόπο ζωής».
Κατερίνα Αγγελάκη–Ρουκ (1939-2020): Ποιήτρια (απ’ τις σημαντικότερες και πιο πολυδιαβασμένες), αλλά και ακάματη μεταφράστρια με πλουσιότατο μεταφραστικό έργο. Τη γνώρισα συμπτωματικά, όταν ο φίλος μου Βασίλης Βασιλικός με είχε καλέσει στην παρουσίαση του «Ημερολογίου 2002» της ελιτίστικης Εταιρίας Συγγραφέων (της οποίας ήταν τότε Πρόεδρος) που είχε εκδώσει ο εκδοτικός οίκος “Μεταίχμιο” παραμονές Πρωτοχρονιάς 2002.
Είχα φτάσει στο Polis Café με μεγάλη καθυστέρηση (δεν θυμάμαι γιατί) όταν η εκδήλωση είχε τελειώσει και οι περισσότεροι είχαν αποχωρήσει. Μεταξύ των λίγων που είχαν ξεμείνει καθιστοί σ’ ένα τραπέζι ήταν και μια γηραιά κυρία, στην οποία με σύστησε ο Βασιλικός ως «Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ».
Παρά την έκδηλη δυσμορφία της, λόγω μιας άσχημης λοίμωξης από σταφυλόκοκο σε μικρή ηλικία που της άφησε εμφανή σωματικά κουσούρια, ήταν λίαν συμπαθέστατο και γοητευτικό άτομο. Σε κέρδιζε απ’ την πρώτη στιγμή με την απλότητα κι εγκαρδιότητά του. Μου είπε αμέσως πως ήταν αναδεξιμιά του μεγάλου Νίκου Καζαντζάκη κι ένιωθε πολύ περήφανη γι’ αυτό.

Επίσης, πως έγραφε από πολύ νωρίς, ενώ πρωτοδημοσίευσε στα δεκαεπτά της, μετά από παρότρυνση του νονού της, το ποίημα «Μοναξιά» στο περιοδικό «Καινούρια Εποχή» που έβγαζε ο συντοπίτης φίλος μου Γιάννης Γουδέλης (εκδότης του “Δίφρου”, πρώτου εκδότη και στενού φίλου του Καζαντζάκη), γράφοντας στον Γουδέλη: «Παρακαλώ, δημοσιεύσετε αυτό το ποίημα, το έχει γράψει μια κοπέλα που δεν έχει βγάλει ακόμα το γυμνάσιο.
Είναι το ωραιότερο ποίημα που διάβασα ποτέ!». Αυτό – μου είπε – της άνοιξε το δρόμο για να συνεχίσει την ενασχόλησή της με την ποίηση και τη μετάφραση. Το ποιητικό της έργο έχει μεταφραστεί σε πάνω από δέκα γλώσσες. Όταν τη ρώτησα τι γίνεται η καλή μου φίλη και λαμπρή πεζογράφος Καίη Τσιτσέλη (Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας), με κοίταξε ξαφνιασμένη και μου είπε περίλυπη: «Μα δεν το μάθατε; Τώωωρα…, πάει, πέθανε η καημένη…».
Τη χαρισματική αυτή ποιήτρια θα τη θυμάμαι γι’ αυτή τη σύντομη, αλλά τόσο ευφρόσυνη γνωριμία μας, καθώς και για το τελευταίο εμβληματικό της ποίημα με τίτλο: «Ανορεξία της Ύπαρξης»:
«Καθρέφτη μου, σ’ εσένα μιλάω, εσένα / έχω μπροστά μου, άλλο κανένα. Οι / άνθρωποι, φίλοι, χάθηκαν. Χάθηκαν απ’ / τη ζωή ή χάθηκε το νόημα που έβρισκαν / σε μένα; Με κοιτάς, σε κοιτώ, ένα / πρόσωπο νεανικό προσπαθώ να / θυμηθώ, ωραίο ποτέ, όμως πάντα / εκφραστικό της στιγμής και μόνο. Σ’ / αγνοούσα τότε κι έτρεχα, λαχάνιαζε το / σώμα που μου είχε απομείνει – ανάπηρο / απ’ την αρχή -– , ήθελα να το / εκμεταλλευτώ, να το χαρώ, ν’ αφεθώ / στον αέρα, στη θάλασσα, στον / αμερόληπτο έρωτα.
Τις φιλενάδες μου / με τα τέλεια κορμιά που έλαμπαν στον / ήλιο, δεν ζήλεψα ποτέ, δεν αισθάνθηκα / ποτέ ότι οι άνθρωποι μου είχαν στερήσει / κάτι που μου ανήκε. Και τώρα ήρθε της / εξομολόγησης η ώρα. Μικρέ μου / καθρέφτη, που τελευταία σ’ έχω / συνέχεια μπροστά μου για να σε / συνηθίσω: Σε μισώ. Θα με συγχωρέσεις; / Μίσος τι θα πει δεν ήξερα.
Αλλώ τώρα, / να, βλέπω το πρόσωπό μου κι / εξαγριώνομαι ενάντια στη φύση. Μέσα / μου βαθιά, βέβαια, ξέρω ότι ο εχθρός / μου δεν είσαι εσύ, αλλά ο χρόνος. Ο / χρόνος όμως παραμένει πάντα / ασύλληπτος αφού τα αμαρτύματά του / όλο αναβάλλονται κι αυτός διαφεντεύει / ακόμη τη ζωή μου. Καθρέφτη μου, θύμα / είσαι κι εσύ του ανθρώπινου / παραλογισμού. Σ’ ευχαριστώ που μου / παραστέκεσαι και μ’ αφήνεις να σε μισώ».
Λευτέρης Ξανθόπουλος (1945-2020): Απ’ τους πιο ταλαντούχους και αξιόλογους σκηνοθέτες μας (κινηματογράφου – τηλεόρασης), αλλά και διακεκριμένος ποιητής.
Άνθρωπος του πολιτισμού γενικότερα, με σοβαρό, πλούσιο και αναγνωρισμένο έργο. Άφησε έντονα το προσωπικό του στίγμα και στα δύο αντικείμενα ενασχόλησής του. Πρωτογνωριστήκαμε στην Αθήνα στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Δυστυχώς δεν θυμάμαι την ακριβή χρονολογία, πού ακριβώς, και σε ποια εκδήλωση – δική μου, δική του, ή άλλου.
Έδειξε έντονο ενδιαφέρον για το έργο μου. Του είχα χαρίσει την πρώτη έκδοση του γνωστότερου μυθιστορήματός μου. Το έργο του αντανακλά το μεγάλο ενδιαφέρον του για τους απόδημους.
Υπήρξε εγκάρδια φιλία και αλληλογραφία μεταξύ μας. Δυστυχώς τη μακρινή εκείνη εποχή δεν φρόντιζα να κρατώ πάντα αντίγραφα της δικής μου αλληλογραφίας – μόνο των άλλων. Γι’ αυτό και δεν θυμάμαι τι του είχα γράψει. Ευτυχώς που υπάρχουν τα δικά του πολύτιμα τεκμήρια: Μια κάρτα του όπου μου γράφει ιδιοχείρως:

«Αθήνα, 04 Μαρτίου 1996. Αγαπητέ κύριε Βασιλακάκο, Σας ευχαριστώ πολύ για την κάρτα των Χριστουγέννων με τις ευχές σας και για τα καλά σας λόγια. Αντεύχομαι υγεία, ευτυχία και δύναμη! Δικός σας, Λευτέρης Ξανθόπουλος». Επίσης, δυο ενδιαφέρουσες, καλοτυπωμένες μπροσούρες που μου είχε στείλει.
Η μία από το «Αφιέρωμα στο ποιητικό ντοκιμαντέρ του Λευτέρη Ξανθόπουλου – Οκτώβριος 1995 (Goethe Institut)” στο οποίο συμπεριλαμβάνεται ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης και ο λογοτέχνης και καλλιτεχνικός διευθυντής Παύλος Ζάννας. Δεν μπορώ να μην αντιγράψω απ’ αυτή την μπροσούρα τον πάντα καίριο προβληματισμό του τελευταίου: «Φοβάμαι ότι στις μέρες μας κυριαρχεί η επίδειξη…
Πρέπει λοιπόν να ξαναγυρίσουμε στον εαυτό μας για να ξαναβρούμε την γνησιότητα μέσα από την απόδειξη των πραγμάτων που έχουν πραγματική σημασία για μας» (Παύλος Ζάννας, 1988). Αλλά και τη σοφία του Σαχτούρη: «Δίχως πόνο, νομίζω καλή ποίηση δεν γίνεται. Όλοι οι μεγάλοι ποιητές ήταν άνθρωποι πονεμένοι […] αν δεν αφιερώσεις την ζωή σου ολόκληρη στην ποίηση δεν βγαίνει έργο» (Μίλτος Σαχτούρης, 1992).
Η δεύτερη μπροσούρα είναι από την «ποιητική Βραδιά» όπου «Δύο φίλοι ποιητές ο Γιώργος Κακουλίδης και ο Λευτέρης Ξανθόπουλός διαβάζουν ποιήματά τους (παλαιότερα και νέα) – στο Καφέ –Παράσταση, Βαλτετσίου 15 και Ιπποκράτους, 4 Μαρτίου 1996, 9:00 το βράδυ. Παρουσιάζει ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος». Το τυπωμένο ποίημα του Ξανθόπουλου έχει τίτλο «Γιατί οι γυναίκες δεν αγαπούν τη βροχή». Αντιγράφω: «Ποιος είσαι συ που σπαταλάς / κάθε μέρα την κηδεία σου / όπως μαζεύεις φραγκοστάφυλα / στην αγορά και κλείνεις κιόλας / συμφωνίες με τον θάνατο. // Και κλείνεις την πόρτα σου στην / ηλιοφάνεια κατάμουτρα στο άσπρο / φως κατάμουτρα στο άσπρο της γης / και κλείνεσαι. // Όταν σε σκάβει η ανάγκη πως / ξεπηδούν φωτιές φαρμακερές / απ’ το στομάχι σου πως ξεπηδούν / σαν φίδια φωτιές στο σπέρμα σου. // Όλο και περιμένεις κάτι πιο / αστραφτερό κάτι καινούργιο / ξεκρέμασε για τα καλά τις / Κυριακές. […]» (απόσπασμα).
Ακολουθεί η αφιέρωση, με κόκκινο ανοιχτό μελάνι: «Στον κύριο Γιάννη Βασιλακάκο – εγκάρδιος χαιρετισμός. Λευτέρης Ξανθόπουλος, Αθήνα 04 Μαρτίου 1996».
Σημ.: Ο τίτλος «Παρά δήμον ονείρων» σημαίνει «Στον κόσμο των ονείρων» (τον κόσμο που συναντούν οι ψυχές στο ταξίδι για τον Άδη) και προέρχεται από την «Οδύσσεια» (ω -1-14) του Ομήρου. Η φράση αυτή έχει χρησιμοποιηθεί πολύ από τον Σεφέρη και άλλους ποιητές.
(Συνεχίζεται και ολοκληρώνεται με το ΜΕΡΟΣ Β΄).
*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας και μεταφραστής λογοτεχνίας. Υπήρξε αρθρογράφος στην αθηναϊκή εφ. «Τα Νέα», ενώ έχει συνεργαστεί και με «Το Βήμα της Κυριακής», την «Ελευθεροτυπία» και την «Αυγή», καθώς και με την αυστραλιανή εφημερίδα «The Age».