Αλήθεια, πώς μπορεί να μιλήσει κανείς σ’ ένα σύντομο κείμενο για ένα γίγαντα του πνεύματος που γνώρισε, ο οποίος σημάδεψε ανεξίτηλα τα ελληνικά γράμματα για 80 ολόκληρα χρόνια;

Τι να πρωτοθυμηθεί και τι να καταθέσει μέσα σε λίγες γραμμές; Πώς να πιστέψει ότι εγκατέλειψε τα εγκόσμια – ακόμη κι αν απόμεναν μόλις δυο χρόνια για να συμπληρώσει έναν αιώνα ζωής;

Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως αυτή του Νάνου Βαλαωρίτη, ενίοτε μου συμβαίνει να έχω την (παράλογη;) αίσθηση της… αθανασίας τους! Ότι –παραδόξως– είναι υπεράνω των φυσικών νόμων και του (βιολογικού) θανάτου, ασχέτως ηλικίας.

Διότι ακόμη και σήμερα δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ήταν αυτός, ο ζωντανός θρύλος των γραμμάτων μας, που πήρε την πρωτοβουλία για τη γνωριμία μας.

Με το να μου χαρίσει την αγγλική ποιητική του συλλογή «My afterlife – Guaranteed» του φημισμένου και πρωτοποριακού αμερικανικού εκδοτικού οίκου City Lights Books (San Francisco), με μια θερμή αφιέρωση και ημερομηνία 20.6.1995.

Το ευγενικό αυτό αναπάντεχο δώρο του-έκπληξη το παρέλαβα μέσα σ’ ένα κίτρινο φάκελο (σταλμένο απ’ το Παρίσι) απ’ τον νεοελληνιστή Δημήτρη Τζιόβα, αμέσως μόλις έφτασα στο γραφείο του στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμινγχαμ της Βρετανίας στις 4.7.’95, προσκεκλημένος ως ομιλητής στο διεθνές συνέδριο «Greek Modernism and Beyond».

Δεν θα επαναλάβω εδώ λεπτομέρειες της γνωριμίας μου με τον Νάνο Βαλαωρίτη, της αλληλογραφίας μας που ακολούθησε, καθώς και της προσωπικής μας συνάντησης στην Αθήνα το Σεπτέμβρη του 2003.

Όλα αυτά τα έχω ήδη καταθέσει σ’ ένα πρώτο μου δημοσίευμα με τίτλο «Νάνος Βαλαωρίτης: “Δεν είμαι νομπελίσιμος…”» («Νέος Κόσμος», 30.5.2010, βλ. αναρτημένο στο ίντερνετ), όπως επίσης και στο βιβλίο μου «Η περιπέτεια της γραφής: Καταθέσεις/Μαρτυρίες 27 Ελλήνων πρωταγωνιστών» (εκδ. Οδός Πανός, 2018) όπου περιλαμβάνεται και η συνέντευξη-ποταμός που μου παραχώρησε στις 23.9.2003 στο σπίτι του, στην οδό Πατριάρχου Ιωακείμ στο Κολωνάκι.

Γι’ αυτό και δυο χρόνια απ’ την εκδημία του (13.9.2019) απλώς αρκούμαι σε μια ταπεινή ελεγεία στη μνήμη του.

Ο Νάνος (για τους φίλους του): Πολυταξιδεμένος (κοσμοπολίτης), πολύγλωσσος (έγραφε άπταιστα ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά), πολυμαθής και πολυδιαβασμένος.

Αλλά κι εξίσου πολυμεταφρασμένος, πολυβραβευμένος (σε Ελλάδα και ΗΠΑ) και πολυγραφότατος (ποίηση, μυθιστόρημα, νουβέλα, διήγημα, δοκίμιο, θέατρο), μ’ ένα τρομαχτικό αριθμό βιβλίων στο ενεργητικό του.

Πάντα όμως σεμνός, πράος, ευγενικός και προσγειωμένος. Τον θυμάμαι να μου λέει ότι ήταν δισεγγονός του γνωστότατου στο πανελλήνιο Επτανήσιου ποιητή και πολιτικού Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (1824-1879) που υπεραγαπούσε.

Ότι γεννήθηκε στη Λωζάννη το 1921 και ότι πέρασε πάνω απ’ τη μισή ζωή του εκτός Ελλάδας. Σε Λονδίνο, Παρίσι και Σαν Φρανσίσκο – πόλεις όπου έζησε και συμμετείχε στα μεγάλα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ρεύματα του περασμένου αιώνα, συγχρωτιζόμενος με κάποια απ’ τα «ιερά τέρατα» των Γραμμάτων και Τεχνών του 20ου αιώνα.

Καθόλου περίεργο που κολακευόταν να μου μιλάει με υπερηφάνεια και συγκίνηση γι’ αυτούς τους θρυλικούς φίλους του: Τ.Σ. Έλιοτ, Γ.Χ. Όντεν, Ντίλαν Τόμας, Αντρέ Μπρετόν, Λουί Αραγκόν, Άλεν Γκίνζμπεργκ, Λόρενς Φερλινγκέτι, και άλλους. Όπως και για τους δικούς μας κορυφαίους: Γιώργο Σεφέρη, Νίκολα Κάλλας, Ανδρέα Εμπειρίκο, Νίκο Εγγονόπουλο, Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Γκάτσο, Κώστα Ταχτσή, Μαντώ Αραβαντινού, Γιάννη Τσαρούχη, Κάρολο Κουν, Μάνο Χατζιδάκι – όλοι εκ των οποίων υπήρξαν στενοί φίλοι και, ορισμένοι εξ αυτών, συνεργάτες του.

Χάρη στις δικές του μεταφράσεις – μου διευκρίνιζε – έγινε ο Σεφέρης γνωστός στον αγγλόφωνο κόσμο.

Και χάρη στο ιστορικό περιοδικό «Πάλι» (που διήυθυνε κι εξέδιδε με τους Ταχτσή, Αραβαντινού, Δενέγρη, Στάγκο και Πουλικάκο τη δεκαετία του ’60) έγινε γνωστό στην Ελλάδα το έργο των Αντρέ Μπρετόν, Οκτάβιο Παζ και άλλων. Πρόσθετε, επίσης, ότι διήυθυνε και το περιοδικό «Συντέλεια», ενώ συνεργάστηκε και με τα περιοδικά: «Τετράδιο», «Σήμα», «Horizon», «New Writing» και «Daylight».

Απολάμβανε να μου αφηγείται για την πολυκύμαντη ζωή του.

Το πώς δραπέτευσε από τη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα στην Τουρκία και από εκεί στη Μέση Ανατολή, για να καταλήξει στην Αίγυπτο όπου συνάντησε το Γιώργο Σεφέρη (γραμματέα τότε της ελληνικής πρεσβείας στην εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στο Κάιρο).

Με τη στήριξη του Σεφέρη έγινε ο ίδιος η «γέφυρα» των λογοτεχνικών δεσμών μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας.

Διότι στην Αγγλία μελέτησε αγγλική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου, ενώ μετέφρασε Έλληνες μοντερνιστές ποιητές, όπως τους Ελύτη, Εμπειρίκο και άλλους.

Από το 1954 έως το 1960 ανήκε στην ομάδα των σουρεαλιστών στο Παρίσι, όπου γνώρισε τη ζωγράφο και μετέπειτα Αμερικανίδα σύζυγό του Μαρί Γουίλσον.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1960 επέλεξε, στη συνέχεια, να αυτοεξοριστεί το 1967 στην Αμερική εξαιτίας της Δικτατορίας των συνταγματαρχών. Μεταξύ 1968-1993 δίδαξε συγκριτική λογοτεχνία και δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, αναπτύσσοντας παράλληλα έντονη αντιδικτατορική δράση.

Καθαρόαιμος και φανατικός σουρεαλιστής και μοντερνιστής, δεν έπαψαν ποτέ να τον συνεγείρουν τα νέα λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά ρεύματα, δοκιμάζοντας τις αντοχές της ποιητικής γλώσσας έως τα άκρα της.

Επόμενο ήταν να με γοητεύει το ανήσυχο πνεύμα του αλλά και ο αιρετικός κι επαναστατικός χαρακτήρας του (το 1958 είχε αρνηθεί το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, αλλά και το 1976 αρνήθηκε – λόγω χούντας – να γίνει αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών), όπως και το ρηξικέλευθο και πρωτοποριακό έργο του.

Μόνο το 1983 δέχτηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (για τη συλλογή του «Μερικές γυναίκες»), καθώς και το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του το 2009.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ σ’ αυτόν τον χαρισματικό άνθρωπο το νηφάλιο, μεστό και σοφό λόγο του, τις ανεξάντλητες κι ανεπιτήδευτες γνώσεις του (ήταν μια κινητή βιβλιοθήκη), την αδιαφορία του για το Νόμπελ Λογοτεχνίας – εν αντιθέσει με την πλειονότητα των… νομπελιγούρηδων Ελλήνων λογοτεχνών που μια ζωή το ξερογλείφονται, χωρίς ποτέ να το κερδίζουν.

Εύγλωττη ήταν η απάντησή του όταν τον ρώτησα αν ενδιαφερόταν να το αποκτήσει: «Όχι, όχι. Δεν είμαι νομπελίσιμος, διότι είμαι πολύ αντάρτης, δεν ακολουθώ το κατεστημένο. Αν ενδιαφερόμουνα για το Νόμπελ, δεν θα είχα βάλει υποψηφιότητα όπως βάζουνε εδώ κάτι ψώνια συνέχεια; Είναι φοβερό…».

Τελευταία φορά που τον είδα ήταν το φθινόπωρο του 2013, πίσω απ’ τη μεγάλη τζαμαρία του καφέ «Φίλιον», περιμένοντας ένα φίλο ομότεχνο, στην κολωνακιώτικη γειτονιά του.

Τυλιγμένος σ’ ένα χοντρό παλτό, με το μπερεδάκι και τα χέρια στις τσέπες, κατέβαινε αργά τη Σκουφά πηγαίνοντας προς το κέντρο. Για μια στιγμή ανασκίρτησα και ήμουν έτοιμος να τρέξω να του μιλήσω, αλλά δίστασα. Δεν ήθελα να του χαλάσω τον περίπατο.

Αν και κυρτωμένος απ’ το βάρος των χρόνων, έδειχνε ακόμα ακμαίος. Το μετάνιωσα, φυσικά, που δεν μιλήσαμε για μια τελευταία φορά. Σίγουρα θα χαιρόταν και ο ίδιος να με ξαναδεί…

Το φθινόπωρο του 2018, στο κέντρο της Αθήνας, τράκαρα ένα κοινό μας φίλο, πρώην πανεπιστημιακό στην Αμερική. Τον ρώτησα αμέσως: «Τι κάνει ο Νάνος;». Μου είπε ότι ήταν κατάκοιτος πλέον, σχεδόν φυτό. Δεν διανοήθηκα καν να πάω να τον δω.

Προτίμησα να τον θυμάμαι όπως τον γνώρισα: Πολυάσχολο, δραστήριο, δημιουργικό, σπιρτόζο, ζωηρό, ευφυολόγο. Κι ας ήταν, τότε που τον γνώρισα, ήδη… 82 ετών!

(Θυμάμαι που, ολοκληρώνοντας την κουβέντα μας, τον ρώτησα πότε θα σταματούσε το γράψιμο κι αν υπήρχε όριο. Η απάντησή του ήταν κατηγορηματική: «Δεν υπάρχει»!).

Δεν θα ξεχάσω ποτέ όσα συγκινητικά μου έγραφε σε μια χειρόγραφη κάρτα που μου έστειλε απ’ τον Σαν Φρανσίσκο:

Αγαπητέ κ. Βασιλακάκο – χρόνια πολλά. […] Κι εγώ εδώ, στις όχτες του Ειρηνικού, είμαι σε εξορία και “μακρινό ταξίδι”, όπως λέει ο ποιητής: “Και πρώτα ο Θεός έκανε το μακρινό ταξίδι”.

Αυτό μας ταιριάζει εμάς τους Έλληνες – τόσο πολύ που αναρωτιόμαστε τι μας σπρώχνει εκεί από τρεις χιλιετηρίδες;

Ένα μεγάλο μυστήριο – ασφαλώς. […] Στείλτε του γραπτά σας […] Πρέπει να κρατάμε επαφή εμείς οι Έλληνες – να μη χάνουμε το νήμα της Αριάδνης στο Λαβύρινθο του κόσμου. Σας εύχομαι κάθε ευτυχία για το νέο έτος. Με πολλή φιλία Νάνος Βαλαωρίτης, 31 Δεκ. ’95».

Θα θυμάμαι πάντα το Νάνο ως έναν ζωηρό αιώνιο έφηβο-πανκ, με χρωματιστά πουκάμισα και κατάλευκη βιβλική γενειάδα, να βρίσκεται σ’ ένα αέναο «μακρινό ταξίδι».

Φευγάτος πλήρους ημερών, έργων και τιμών. Πάντα όμως κοντά μας για να μας υπενθυμίζει την αυτοεκπληρούμενη προφητεία του: «My afterlife – Guaranteed» («Η μεταθανάτια ζωή μου –Εγγυημένη»).

Τον ευχαριστώ για την τιμή να με εντάξει στους φίλους του.

*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας και μεταφραστής λογοτεχνίας. Υπήρξε αρθρογράφος στην αθηναϊκή εφ. «Τα Νέα», ενώ έχει συνεργαστεί και με: «Το Βήμα της Κυριακής», «Ελευθεροτυπία» και «Αυγή», καθώς και με την αυστραλιανή εφ. «The Age».