Η Μαρία Ιωαννίδη ήταν μικρό κοριτσάκι όταν χτύπησε ο πόλεμος την Ελλάδα.
Παρόλο που όπως η ίδια αναφέρει στην αφήγησή της που έστειλε στην εφημερίδα μας με τη βοήθεια της κόρης της, Μαρίνας, οι γνώσεις της είναι λίγες, όπως θα διαπιστώσετε διαβάζοντας τις αναμνήσεις της από τα ακατανόητα για την αθώα παιδική ψυχή της γεγονότα εκείνης της εποχής, δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα μορφωμένος για να εκφράσει τόσο γλαφυρά και συγκλονιστικά την αγριότητα και την ασχήμια του πολέμου.
Αυτό ισχύει για κάθε «τελειόφοιτο του σχολείου της κατοχής και του εμφυλίου», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην αρχή της διήγησής της η κυρία Μαρία.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΠΑΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
«Είμαι ποντιακής καταγωγής και από τα χωριά του Αμυνταίου. Από εκεί περνούσε ο στρατός για το Αλβανικό Μέτωπο. Έζησα τα γεγονότα όταν ήμουν μικρό παιδί. Το πρώτο που θυμάμαι είναι, τον πατέρα μου να διαβάζει εφημερίδα και να λέει στη μητέρα μου: «Σοφία, έπεσε η Δουνκέρκη*.» Εγώ νόμιζα ότι η Δουνκέρκη ήταν μάλλον κάποιο πράγμα, και κοίταζα τα παιχνίδια μου. Μεγαλώνοντας μου εξήγησε ο πατέρας μου ότι άρχισε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ένα βράδυ, πολύ αργά, άκουσα κλάματα και φωνές. Γινόταν η επιστράτευση.
Έφευγαν αρκετοί συγχωριανοί μας, ανάμεσά τους και δύο αδέλφια της μάνας μου. Για μέρες στο χωριό ηχούσαν θρήνοι και μοιρολόγια. Είχαν ξυπνήσει οι μνήμες της προσφυγιάς, του ξεριζωμού και του χωρισμού μιας και οι κάτοικοι του χωριού μου ήταν οι περισσότεροι πρόσφυγες και λίγοι Ηπειρώτες, Μακεδονομάχοι, στους οποίους είχαν παραχωρηθεί κάποια κτήματα.
Θυμάμαι, ήταν Δευτέρα 28 Οκτωβρίου του 1940 και όπως κάθε μέρα πήγαμε στο σχολείο. Ο δάσκαλος ήταν κάπως ανήσυχος. Μας είπε ότι εκείνη την ημέρα δεν θα γινόταν μάθημα και να πάμε στα σπίτια μας. Φτάνοντας στο σπίτι, βρήκαμε τη μάνα μου να κλαίει. Η Ελλάδα είχε μπει στον πόλεμο».
Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΑΜΑΧΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ
«Ο κεντρικός δρόμος του χωριού γέμισε στρατιώτες, πεζούς και βρεγμένους από το χιόνι και τη βροχή. Βάδιζαν για ώρες για το Μέτωπο. Ήταν όλοι λεβέντες, πατριώτες, με τον Θεό και την Παναγία στο στόμα, έτοιμοι να αγωνιστούν για τα ιδανικά του έθνους, που σήμερα έχουν ξεχαστεί.
Όλες οι γυναίκες του χωριού έπλεκαν κάλτσες, γάντια και φανέλες για τον στρατό. Θυμάμαι και ποτέ δεν ξεχνώ, κάθε πρωϊ, η μάνα μου έβραζε γάλα, και όταν περνούσαν οι στρατιώτες, έβγαινε στο δρόμο και τους το μοίραζε. Μια φορά άκουσα να φωνάζει ένας στρατιώτης «Γιατρέ, ελάτε, έχει ζεστό γάλα». Ήρθε ο γιατρός και του πρόσφερε η μάνα μου το γάλα με μεγάλη χαρά.
Τέτοια κι άλλα πολλά παραδείγματα αποδεικνύουν τη φιλοξενία των Μακεδόνων, των προσφύγων, και όλων των Ελλήνων».
ΤΑ ΓΡΑΜΜΟΦΩΝΑ
«Τα γραμμόφωνα εκείνη την εποχή, ακούγονταν σε όλο το χωριό. Παρ’όλα τα χιόνια, αφήναμε τις πόρτες και τα παράθυρα ανοιχτά για ν’ ακούμε. Μαθαίναμε για τις νίκες των Ελλήνων που έπαιρναν τη μία πόλη πίσω από την άλλη κραυγάζοντας: «Αέρα στους μακαρονάδες!». Ακούγονταν και πατριωτικά τραγούδια.
Θυμάμαι που κάθε που περνούσαν από το δρόμο αιχμάλωτοι Ιταλοί, τα μεγάλα αγόρια φώναζαν κοροϊδευτικά: «Αέρα στους μακαρονάδες!»
ΕΝΑΣ «ΑΛΛΙΩΤΙΚΟΣ» ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
«Στο σχολείο μας μαζεύονταν στρατιώτες. Ήταν μεγαλύτερης ηλικίας, όλοι πατεράδες. Εμείς ως μικρά παιδιά πηγαίναμε και τους βοηθούσαμε στις μικροδουλειές, όπως να κουβαλάμε ξύλα για τη σόμπα, περιμένοντας και την αμοιβή μας, που δεν ήταν άλλη από σύκα και σταφίδες.
Θυμάμαι ότι το στρατιωτικό όχημα ερχόταν κάθε μέρα από το Αμύνταιο με το συσσίτιο.
Μια μέρα εγώ με την ξαδέλφη μου πήγαμε να βοηθήσουμε. Κατεβαίνει ο οδηγός και – ω Θεέ μου! – βλέπουμε να είναι αφρικανικής καταγωγής.
Εγώ με την ξαδέλφη μου, όπου φύγει, φύγει! Ποτέ δεν είχαμε δει τέτοιον άνθρωπο και φοβηθήκαμε πολύ. Καθίσαμε έξω από τον τοίχο του σχολείου και τον κοιτάζαμε. Τότε, μας φώναξε ένας Έλληνας στρατιώτης και μας είπε ότι εκείνος θα έπαιρνε τις κουραμάνες από τον στρατιώτη και θα τις πήγαινε στις σκάλες του σχολείου κι εμείς θα μοιράζαμε το φαΐ από εκεί.
Πήγα στο σπίτι και είπα τον πατέρα μου για τον Αφρικανό στρατιώτη. Εκείνος γέλασε κι εξήγησε σε μένα και στη μάνα μου ότι ο «φοβερός» στρατιώτης ήταν από τις αποικίες της Αγγλίας, και ανήκε στον αγγλικό στρατό».
Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ
Θυμάμαι ήρθε άνοιξη, και ο στρατός μας άρχισε να υποχωρεί. Παρά την υποχώρηση, είχαν δάφνες νίκης, επέστρεφαν νικητές, ωστόσο κουρασμένοι και με κρυοπαγήματα.
Πάλι όλο το χωριό στο δρόμο να τους υποδέχεται με καλάθια γεμάτα ψωμί, τυρί, ελιές, πίτες και νερό. Ήταν πολύ ταλαιπωρημένοι και ζητούσαν να ξεκουραστούν. Τρεις στρατιώτες, μάλιστα, ήρθαν στο σπίτι μας. Ζήτησαν τον πρόεδρο του χωριού, που ήταν ο πατέρας μου. Ήταν πρόεδρος καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοχής.
Ήταν όλοι τους από την Αθήνα. Ο ένας έπαιζε κλαρίνο. Το είχε μαζί του και μας έπαιξε. Ξεκουράστηκαν και μετά από δύο εβδομάδες ξεκίνησαν με τα πόδια για την Αθήνα.
Θυμάμαι έντονα και άλλους δύο στρατιώτες. Μπήκαν στο καφενείο του χωριού, κάθισαν στο τραπέζι και τους πήρε ο ύπνος. Ήταν εξαντλημένοι, με τα πόδια τους γεμάτα κρυοπαγήματα. Η Ιδιοκτήτρια του καφενείου τους κράτησε στο σπίτι της. Ο ένας από αυτούς ήταν καθηγητής στην Ακαδημία Αθηνών.
Έμειναν για δύο μήνες, και όταν συνήλθαν έφυγαν. Θυμάμαι που έπαιρναν εμάς τα παιδιά και μας μάθαιναν χορούς και τραγούδια. Μας έκαναν και μαθήματα. Μια φορά, φέραμε μια χελώνα, την ονομάσαμε Πολυξένη, και μας έκαναν μάθημα για τις χελώνες. Όταν έφυγαν, όλα τα παιδιά κλαίγαμε.
Τον έναν από αυτούς τους στρατιώτες τον έλεγαν Δημήτρη. Αλληλογραφούσε με την ιδιοκτήτρια του καφενείου, και μάλιστα, όταν αυτή πάντρεψε την μοναχοκόρη της, της έστειλε ασημένια μαχαιροπίρουνα.
Μετά το τέλος του πολέμου, έστειλε μήνυμα να τον ακούσουμε στο ραδιόφωνο όπου διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια την εμπειρία του από το χωριό. Είχε μαγνητοφωνήσει την ιδιοκτήτρια του καφενείου να μιλάει Ποντιακά».

Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
«Θα μπορούσα να γράψω πάρα πολλά κυρίως για τους Γερμανούς.
Ένα περιστατικό που θυμάμαι έντονα, είναι όταν ένας από τους συγχωριανούς μας, πρόδωσε στους Γερμανούς τον πατέρα μου, έναν άλλο συγχωριανό μας και δύο νέους. Είπε ότι έφεραν από την Καστοριά ένα κάρο γεμάτο όπλα. Ήταν αλήθεια. Οι δύο νέοι τα μετέφεραν.
Εκείνη την ημέρα, βρισκόμουν μαζί με τα άλλα παιδιά στην αυλή του σχολείου όταν ξαφνικά είδαμε να περνά μια μαύρη κούρσα. Τα μεγαλύτερα παιδιά μού είπαν ότι είδαν τον πατέρα μου να μπαίνει μέσα. Ήταν η Γκεστάπο. Όπως μας έλεγε ο πατέρας μετά, νόμιζε πως δεν θα ξαναδεί ποτέ τα τέσσερα παιδιά του.
Από ό,τι μας είπε, ο Γερμανός Φρούραρχος μιλούσε τα Ελληνικά απτέστως. Τον πατέρα μου και τους άλλους τρεις τους έβαλαν σε ξεχωριστά δωμάτια. Για καλή τους τύχη, εκεί ήταν για κάποιο λόγο που δεν γνωρίζω και κάποιοι άντρες της αστυνομίας από το διπλανό χωριό. Σωστά παλληκάρια! Με κίνδυνο της ζωης τους, ό,τι ακούγαν από τα παιδιά το έλεγαν στον πατέρα μου, και ό,τι άκουγαν από τον πατέρα μου το έλεγαν στα παιδιά.
Τελικά ο πατέρας μου και τα παιδιά σώθηκαν, γιατί όπως αποδείχτηκε, ο προδότης καρπωνόταν παράνομα τους κρατικούς βοσκότοπους και τα κτήματα του σχολείου. Οι Γερμανοί ήταν πολύ αυστηροί ως προς την τήρηση των νόμων και στράφηκαν κατά του προδότη. Θεώρησαν ότι κατήγγειλε τους άλλους προκειμένου να καλύψει τις δικές του παρανομίες κι έτσι τους άφησαν ελεύθερους».
ΟΙ ΜΑΥΡΕΣ ΜΕΡΕΣ
«Από την άλλη, όμως, έχω και πάρα πολλές αναμνήσεις από τους Γερμανούς στρατιώτες, που έρχονταν στο χωριό ψάχνοντας για τρόφιμα. Έμπαιναν στα σπίτια και άρπαζαν ό,τι έβρισκαν. Θυμάμαι μια φορά που έτρεξα να κρύψω το γουρούνι μας για να μην το πάρουν.
Το χειρότερο και πιο φρικιαστικό όμως ήταν όταν σκότωσαν τους άνδρες του διπλανού χωριού. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα γοερά κλάματα και τα μοιρολόγια από τις χήρες και τα ορφανά».
Τελικά η κυρία Μαρίνα επιλέγει να σταματήσει εδώ την περιπλάνησή της στα μονοπάτια των παιδικών της χρόνων που στιγμάτισε ο πόλεμος. Η τελευταία της φράση είναι μια ευχή που κλείνει μέσα της όλα τα βιώματα και τα συναισθήματα που τη συνοδεύουν από εκείνη την εποχή: «Εύχομαι τέτοιες μαύρες μέρες να μην τις ξαναζήσουμε».
*(Σ.Σ: Η Μάχη της Δουνκέρκης ήταν στρατιωτική σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις της Ναζιστικής Γερμανίας και των στρατευμάτων της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και του Βελγίου, στο πλαίσιο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έλαβε χώρα στα τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου του 1940 στη Δουνκέρκη, το βορειότερο λιμάνι της Γαλλίας, στο Στενό της Μάγχης.
Αποτελεί σταθμό στην πορεία του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τα συμμαχικά στρατεύματα, έχοντας νικηθεί και περικυκλωθεί από τις γερμανικές δυνάμεις, κατάφεραν να διαφύγουν από θαλάσσης, μετά από μικρή παύση των εχθροπραξιών. Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ)