Αναμνήσεις του ’40 Δευτέρα, 28 Οκτωβρίου 1940, Νέα Μαγνησία Θεσσαλονίκης. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη που δεν έδειχνε ότι θα άλλαζε. Έφαγα το πρωινό μου που ήταν δύο τσάγια και 20 ελιές με ψωμί σπιτίσιο.

‘Έβαλα τα αρβυλάκια μου που τα είχε φτιάξει ο Αρμένιος τσαγκάρης μας ο Οανίκ εφές, χαρούμενος πήρα την τσάντα μου με το μελανοδοχείο κρεμασμένο στην άκρη της τσάντας, το αναγνωστικό, ένα τετράδιο και την καινούρια διπλή κασετίνα με όλα τα απαραίτητα μέσα και τράβηξα για το σχολείο.

Είχα δεν είχα σαράντα μέρες στην πέμπτη τάξη του δημοτικού σχολείου και ο δάσκαλός μας κ. Βίκτωρ Σιβετίδης, έκανε μάθημα Γεωγραφίας και μας έλεγε ότι η εθνική οικονομία εξαρτάται από την γεωργική παραγωγή, την φύση και από τα υδραυλικά έργα και άλλα.

Εγώ πάντως δεν κατάλαβα τίποτα γιατί δεν είχα ξανακούσει υδραυλικά κλπ. τέτοιες λέξεις, ούτε και τ’ άλλα τα παιδιά λόγω της προσφυγικής μας καταγωγής.

Όλοι περιμέναμε πότε να κτυπήσει το κουδούνι για διάλειμμα να βγούμε έξω και να παίξουμε. Πριν όμως κτυπήσει το κουδούνι κτυπούσαν οι σειρήνες στη Θεσσαλονίκη. Και αυτές δεν τις είχαμε ξανακούσει και στη συνέχεια ακούγαμε θόρυβο από πολλά αεροπλάνα και μετά λίγα λεπτά πυρά από αντιαεροπορικά πυροβόλα.

Τρέξαμε όλοι στα μεγάλα παράθυρα της τάξης και βλέπαμε έξω τον γαλάζιο ουρανό να στολίζεται από μαύρες και άσπρες τούφες με καπνό. Όλοι βλέπαμε προς την Θεσσαλονίκη που απέχει μόλις επτά χιλιόμετρα. Σε δευτερόλεπτα οι βόμβες άρχισαν να πέφτουν βροχή στην περιοχή του σταθμού.

Ο δάσκαλος αμέσως μας σχόλασε και μας είπε να πάμε γρήγορα στα σπίτια μας. Φεύγοντας, οι δρόμοι γέμισαν από πανικόβλητους γονείς που άφησαν τους λαχανόκηπους τους και άλλες δουλειές για να μαζέψουν τα παιδιά τους. Όταν έφτασα στο σπίτι, στο καφενείο μας από την άλλη πλευρά, είδα μερικούς αξιωματικούς του ιππικού με τ’ άλογά τους που τα είχαν δέσει στις ακακίες να κουβεντιάζουν με τον αστυνόμο Δημ. Σκέντζο, τον πρόεδρο Αθ. Χατζημάρκο, τον γραμματέα Δημ. Παπασωτηρίου και τον πατέρα μου.

Όταν έφυγαν οι αξιωματικοί είπαν σε όλους ότι η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ελλάδος και έχουμε γενική επιστράτευση και καλούνται όλοι από 20 έως 40 χρόνων να παρουσιαστούν για κατάταξη. Την ίδια στιγμή, είπαν ότι επιτάσσουν το καφενείο μας για κέντρο επιστράτευσης, το δημοτικό σχολείο για στρατώνα και το καφενείο του Αθ. Χατζημάρκου για την πολιτική αεράμυνα.

Την ίδια μέρα χιλιάδες νέοι από το χωριό και τις γύρω περιοχές κατέκλυσαν τον χώρο του καφενείου μας για να ντυθούν στο χακί και να πάρουν τον δρόμο για την πρώτη γραμμή του μετώπου.

Πολλοί γονείς και γυναίκες συνόδευαν τους νεοσύλλεκτους για να πάρουν πίσω τα ρούχα τους και άλλα προσωπικά πράγματα αλλά όσοι δεν είχαν κανέναν άφηναν τα ρούχα τους στην αυλή του σπιτιού μας, η μητέρα μου με άλλες γυναίκες έβαζαν τα ρούχα μέσα σε τσουβάλια από πατάτες με το όνομα και διεύθυνση για να τα στείλουν στους δικούς τους αλλά στο τέλος είχαν μαζευτεί περί τα χίλια δέματα και κανένας δεν ήρθε να τα ζητήσει. Μετά τις γιορτές τα παρέδωσαν στις στρατιωτικές Αρχές.

Στο απέναντι κτίριο του Γ. Σαρρή ήταν ένα συνεργείο το οποίο στρατολογούσε τα άλογα και άλλα ζώα. Με μία πυρακτωμένη σιδερένια στάμπα έβαζαν γράμματα και αριθμούς στο πίσω μπούτι του ζώου και στα νύχια για να ξέρουν σε ποιον ανήκε το άλογο το μουλάρι η και το γαϊδουράκι . Το κάψιμο της τρίχας και του δέρματος μύριζε απαίσια.

Άλλο συνεργείο πάλι πήγαινε στα σπίτια και διάλεγε τα κάρα που ήταν γερά και σε καλή κατάσταση για να τα επιτάξουν. Οι επιτάξεις αυτές διήρκεσαν περίπου μία εβδομάδα.

Στο διάστημα αυτό ο πατέρας μου δεν μπορούσε να δουλέψει το καφενείο του, έστησε προσωρινά έξω στην αυλή τον μπάγκο του, επιστράτευσε κι εμένα να σερβίρουμε καφέδες, τσάγια και ψωμί στους στρατιώτες και νεοσύλλεκτους με έξοδα της Κοινότητας.

Τα βράδια πήγαινε στην πολιτοφυλακή και στην αεράμυνα . Μας έλεγε ότι αυτή ήταν η τρίτη φορά που έπαιρνε όπλο στα χέρια του ως εθελοντής για την πατρίδα, μία στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την άλλη στην Μικρασιατική εκστρατεία και τώρα ως πολιτοφύλακας.

Στη συνέχεια το καφενείο μετατράπηκε σε αποθήκη πυρομαχικών, με εκατοντάδες κιβώτια με σφαίρες και κάλυκες για μυδράλια που ήταν αλυμένα με γράσσο έπρεπε να καθαριστούν και να μπουν σε δεσμίδες. Για τον λόγο αυτό επιστρατεύτηκαν όλα τα παιδιά του σχολείου. Έφερναν δικά τους πανιά και για μία εβδομάδα δούλευαν εντατικά με το να καθαρίζουν και να τα τοποθετούν σε δεσμίδες μέσα στα κιβώτια και μετά για το μέτωπο.

Στη συνέχεια το καφενείο μετατράπηκε σε αποθήκη μαλλιού. Από τα εργοστάσια του Λαναρά ήρθαν και ξεφόρτωσαν χιλιάδες κουβάρια μαλλί. Αυτά μοιράστηκαν σε όλες τις γυναίκες του χωριού για να πλέξουν κάλτσες, γάντια, κουκούλες και φανέλες για τους στρατιώτες μας. Η τελειωμένη δουλειά ερχόταν πίσω, τα πακετάριζαν και τα έστελναν στο μέτωπο. Αυτή η δουλειά διήρκησε μέχρι τα Χριστούγεννα και μετά.

Στο διάστημα αυτό το μοναδικό ραδιόφωνο με εξωτερικό μεγάφωνο που είχαμε στο χωριό και λειτουργούσε με δωδεκάβολτη μπαταρία αυτοκινήτου ήταν της Κοινότητας που ενθάρρυνε με τα πατριωτικά τραγούδια της Σοφίας Βέμπο όλο το λαό και τους στρατιώτες μας στο μέτωπο.

Ο φόβος του πολέμου. Η κατάσταση τις πρώτες μέρες ήταν χαώδης. Ο προσφυγικός κόσμος του χωριού ήταν τρομοκρατημένος μήπως επαναληφθούν οι σφαγές όπως στη Σμύρνη.

Το χωριό και, ιδιαίτερα το καφενείο μας, είχε πανοραμική θέα και βρισκόταν μόλις λίγα μέτρα από την σιδηροδρομικές γραμμές και την Εθνική οδό που συνδέουν την Θεσσαλονίκη με την Αθήνα, την Ευρώπη και την Τουρκία.

Τα τραίνα δεν σταματούσαν να μεταφέρουν κόσμο και εφόδια, η δε εθνική οδός ήταν μποτιλιαρισμένη με λιγοστά μόνο αυτοκίνητα και φάλαγγες από αλογόκαρα χωρικών και του στρατού που έσερναν κάτι μικρά κανόνια και άλλα φορτωμένα με εφόδια και ατελείωτες ουρές από στρατιώτες να πηγαίνουν στον πόλεμο με τα πόδια.

Με αυτά τα πρωτόγονα μέσα, αλλά με ατσαλένια θέληση και καρδιά, τα παιδιά αυτά και όλος ο Ελληνικός λαός έγραψαν λαμπρή ιστορία στο μέτωπο της Αλβανίας. Δυστυχώς, λίγοι είναι απ’ αυτούς που ζουν σήμερα και είναι μαζί μας.

ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥΣ Η ΜΝΗΜΗ!