Μετά από το άρθρο μου την περασμένη εβδομάδα για τον Γιώργο Μπαμπινιώτη, στο οποίο παράλληλα με τον ορισμό των λέξεων δίνει και χρήσιμα παραδείγματα φράσεων στις οποίες χρησιμοποιούνται, σκέφτηκα να επεκταθώ στο θέμα αυτό, και δίνω περαιτέρω λέξεις και φράσεις που συχνά χρησιμοποιούνται εσφαλμένα.
Ως πηγές χρησιμοποιώ το Λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη, αλλά και άλλα λεξικά της ελληνικής γλώσσας.
* Όταν οι λέξεις όνομα και όροφος είναι δεύτερα συνθετικά σύνθετων λέξεων, το -ο μετατρέπεται σε -ω: επώνυμος – ανώνυμος, διώροφος – πολυώροφος.
* Ο φίλος, το φύλλο, το φύλο. Παραδείγματα: Ο Γιώργος είναι φίλος μου. Το φύλλο ενός δένδρου. Το φύλο με ένα λ προσδιορίζει αν ένας άνθρωπος ή ένα ζώο είναι γένους αρσενικού ή θηλυκού.
* Κλείνω και Κλίνω. Κλείνω την πόρτα, αλλά κλίνω ένα ρήμα, ή κλίνω το γόνυ με ευλάβεια.
* Όταν η μετοχή ενεστώτα ενός ρήματος δεν τονίζεται στο -ο τότε γράφεται με -ο, όταν τονίζεται γράφεται με -ω: τρέχοντας, αλλά γελώντας.
* Δις – Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού. Διμερής, διμέτωπος, δισέλιδος, δίβουλος,
Δυς 1. Δηλώνει την κακή ιδιότητα αυτού που σημαίνει το δεύτερο συνθετικό: δυσοσμία.
Δυς 2. Δηλώνει τη δυσκολία να πραγματοποιηθεί αυτό που σημαίνει το β συνθετικό: δυσκαμψία, δύσπνοια.
* Υποθάλπω και Περιθάλπω.
Υποθάλπω: 1) Τρέφω και προστατεύω κάποιον κρυφά, συνήθως παρά τις επιταγές των νόμων. 2) Συμβάλλω έμμεσα στη διατήρηση ή την έξαψη πάθους ή αρνητικού συναισθήματος.
Περιθάλπω: Προσφέρω προστασία και βοήθεια σε κάποιον που έχει ανάγκη: ασθενή, κατατρεγμένο.
* Αναδεικνύω, επιδεικνύω, αποδεικνύω ή αποδείχνω.
Αναδεικνύω και αναδείχνω:
1. Κάνω κάτι να φαίνεται καθαρά, να ξεχωρίζει.
2. Αποδίδω σε κάποιον μεγάλη αξία ή σπουδαιότητα.
3. Εκλέγω κάποιον σε αξίωμα.
Επιδεικνύω:
1. Προβάλλω κάτι για να προκαλέσω εντυπώσεις.
2. Δείχνω, παρουσιάζω.
Αποδεικνύω ή αποδείχνω:
Δείχνω με αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι κάτι υπάρχει, είναι σωστό.
* Σύγκλιση, Σύγκληση
Σύγκλιση: Η τάση διαφόρων δυνάμεων (κοινωνικών, ιδεολογικών, οικονομικών) να ακολουθήσουν κοινή πορεία προς επίτευξη κοινών στόχων. Παράδειγμα: Η σύγκλιση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την αντιμετώπιση του κορονοϊού.
Σύγκληση: Πρόσκληση πολλών προσώπων (κυρίως ενός οργανισμού) για συγκεκριμένο σκοπό. Για παράδειγμα: Η σύγκληση της Βουλής.
* Κόμμα, Κώμα
Κόμμα: Οργανωμένη ομάδα πολιτών με κοινή ιδεολογία και πολιτικές πεποιθήσεις.
Κώμα: Παθολογική κατάσταση λήθαργου ή ύπνου, στην οποία πέφτει ο άνθρωπος μετά από εγκεφαλική βλάβη.
* Εγκύπτω, Ενσκήπτω
Εγκύπτω: Σκύβω και εξετάζω με προσοχή, προσηλώνω το ενδιαφέρον μου σε κάτι.
Ενσκήπτω: Για δυσμενή φαινόμενα εμφανίζομαι αιφνιδιαστικά και πλήττω με ορμή.
* Κατατρέχω, Κατατρύχω
Κατατρέχω: Καταδιώκω κάποιον, τον υποβάλλω σε συνεχείς δοκιμασίες.
Κατατρύχω: Υποβάλλω σε ταλαιπωρίες και βάσανα, κάνω κάποιον να υποφέρει
* Έγγειος, Έγκυος
Έγγειος: Αυτός που αναφέρεται στη γη, που συνιστά ακίνητο περιουσιακό στοιχείο.
Έγκυος: Η γυναίκα που κυοφορεί.
* Κληροδοτώ, Κληρονομώ
Κληροδοτώ: Μεταβιβάζω, σε κάποιον, περιουσιακό μου στοιχείο με κληροδοσία.
Κληρονομώ: Γίνομαι κληρονόμος περιουσίας μετά το θάνατο του διαθέτη.
* Χιλιετία, Χιλιετηρίδα
Χιλιετία: Το χρονικό διάστημα χιλίων ετών.
Χιλιετηρίδα: Συμπλήρωση περιόδου χιλίων ετών, και ο εορτασμός αυτής της επετείου.
* Αποδημία, Παρεπιδημία
Αποδημία: Μόνιμη εγκατάσταση σε ξένη χώρα.
Παρεπιδημία: Προσωρινή, αλλά όχι σύντομη παραμονή σε ξένη χώρα.
* Άμεσα, Έμμεσα
Άμεσα: Απευθείας, χωρίς τη μεσολάβηση άλλου προσώπου.
Έμμεσα: Αυτό που προκύπτει με παρέμβαση μεσολαβητή.
* Απόμαχος, Παλαίμαχος
Απόμαχος: Απόστρατος, αυτός που αφυπηρέτησε από το στράτευμα, αυτός που έχει αποσυρθεί από το επάγγελμά του.
Παλαίμαχος: Αυτός που έχει μακρά αγωνιστική πείρα, ή μακρά πείρα σε συγκεκριμένο χώρο.
* Ιδιαίτερα, Ιδιαιτέρως
Ιδιαίτερα: ατομικές υποθέσεις, προσωπικά θέματα.
Ιδιαιτέρως:
1. Χωριστά από τους άλλους.
2. Εξαιρετικά, με ξεχωριστό τρόπο: Αγαπώ το μπαλέτο, και ιδιαιτέρως το κλασικό.
3. Δώσε χαιρετισμούς σε όλους, και ιδιαιτέρως στον Κώστα.
* Νύμφη, Νύφη
Νύμφη: Νεαρό έντομο.
Νύφη: Η γυναίκα που παντρεύεται.
* Φιλοφρόνηση, φιλοφροσύνη
Φιλοφρόνηση: επαινετικό και κολακευτικό σχόλιο, κομπλιμέντο.
Φιλοφροσύνη: φιλική και ευγενική συμπεριφορά.
* Αγονία, αγωνία
Αγονία: Η ανικανότητα αναπαραγωγής, τεκνοποίησης, στειρότητα.
Αγωνία: Ψυχική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ταραχή, ανησυχία.
* Αδιακρίτως – Αδιάκριτα
Οι δύο τύποι των λέξεων αυτών έχουν μεταξύ τους σημασιολογική διαφορά:
Αδιακρίτως: «Ανεξαρτήτως, χωρίς να γίνεται διάκριση».
Αδιάκριτα: «Χωρίς διακριτικότητα, χωρίς ευγένεια, χωρίς λεπτότητα».
* Αμφιβάλλω – Αμφισβητώ
Αμφιβάλλω: Δεν είμαι βέβαιος ή σίγουρος.
Αμφισβητώ: Αρνούμαι την αλήθεια ή την ορθότητα ισχυρισμού ή ενέργειας. Ασκώ κριτική, εκφράζω επιφυλάξεις.
* Ανακαλύπτω – αποκαλύπτω – εφευρίσκω
Το ανακαλύπτω σημαίνει «Βρίσκω και για πρώτη φορά κάνω γνωστό κάτι που ήδη υπάρχει»: «Ο Χριστόφορος Κολόμβος ανακάλυψε την Αμερική».
Το αποκαλύπτω σημαίνει: «Βρίσκω και κάνω δημόσια γνωστό κάτι που υπάρχει ήδη και κρατείται μυστικό»: «Ο δημοσιογράφος με την έρευνά του αποκάλυψε το μεγάλο σκάνδαλο του δημοσίου».
Το εφευρίσκω δηλώνει ότι «Βρίσκω κάτι για πρώτη φορά, κάτι που δεν υπήρχε πριν»: «Ο Έντισον εφεύρε τον φωνογράφο».
* Κατάρτιση – επιμόρφωση – μετεκπαίδευση
Κατάρτιση σημαίνει τις βασικές προπτυχιακές σπουδές που πραγματοποιεί κάποιος σε επιστήμη ή σε ορισμένο πεδίο γνώσης για επαγγελματικούς σκοπούς.
Επιμόρφωση είναι κάθε μορφής ενημέρωση με παρακολούθηση μαθημάτων και σεμιναρίων, για ποικίλο χρονικό διάστημα.
Μετεκπαίδευση είναι οι οργανωμένες μεταπτυχιακές σπουδές που πραγματοποιούνται μετά την κατάρτιση σε κάποιον κλάδο.
* Πολιτιστικός – Πολιτισμικός
Το πολιτιστικός χρησιμοποιείται περισσότερο για τον πολιτισμό ως σύνολο δραστηριοτήτων, ενώ το πολιτισμικός τείνει να δηλώσει περισσότερο την αφηρημένη πλευρά του πολιτισμού, καθώς και τον πολιτισμό ως πνευματική ενέργεια.
Έτσι γίνεται λόγος για τα πολιτισμικά γνωρίσματα ενός έθνους και για την πολιτιστική του δράση.
Γενικά θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο χαρακτηρισμός πολιτισμικός είναι περισσότερο στατικός, ενώ ο χαρακτηρισμός πολιτιστικός είναι περισσότερο δυναμικός.