Ο πολυβραβευμένος Σκωτσέζος ηθοποιός Σον Κόνερι απεβίωσε σε ηλικία 90 ετών, ανακοίνωσε η οικογένειά του.
Ο Κόνερι έγινε ευρέως γνωστός ενσαρκώνοντας τον πράκτορα Τζέιμς Μποντ, σε επτά κατασκοπικές ταινίες. Μέχρι και σήμερα θεωρείται ο καλύτερος «007» που εμφανίστηκε ποτέ στη μεγάλη οθόνη.
Στην πολυετή καριέρα του απέσπασε μεταξύ άλλων ένα βραβείο Όσκαρ, δύο Μπάφτα και τρεις Χρυσές Σφαίρες.
Πρωταγωνίστησε σε δεκάδες ταινίες, όπως στο «Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη», στον «Ιντιάνα Τζόουνς και η Τελευταία Σταυροφορία» και στον «Βράχο».
Βραβεύτηκε με Όσκαρ δεύτερου ανδρικού ρόλου το 1988 για την ερμηνεία του στην ταινία «Οι Αδιάφθοροι».
Το 2000, για την προσφορά του στην τέχνη, η βασίλισσα Ελισάβετ του απένειμε τον τίτλο του «σερ».
Ο Τόμας Σον Κόνερι, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στο Φάουντεμπριτζ, μια φτωχογειτονιά του Εδιμβούργου, στις 25 Αυγούστου 1930.
Ήταν γιος ενός Καθολικού εργάτη και μιας Προτεστάντισσας καθαρίστριας. Η οικογένεια του πατέρα του είχε μεταναστεύσει στη Σκωτία από την Ιρλανδία κατά τον 19ο αιώνα.
Ο νεαρός Τόμι μεγάλωσε σε ένα σπίτι με ένα μόνο δωμάτιο, κοινόχρηστη τουαλέτα, χωρίς ζεστό νερό.
Εγκατέλειψε το σχολείο στα 13 του και έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού -μεταξύ άλλων μοίραζε γάλα και γυάλιζε φέρετρα- προτού να ενταχθεί, στα 16 του, στο Βασιλικό Ναυτικό, απ’ όπου όμως απολύθηκε τρία χρόνια αργότερα για ιατρικούς λόγους, καθώς είχε έλκος στο στομάχι.
Από εκείνη την εποχή χρονολογούνταν τα δύο τατουάζ στο δεξί του μπράτσο: «Μαμά και μπαμπάς» και «Σκωτία για πάντα». Η οικογένεια και η Σκωτία ήταν οι προτεραιότητες της ζωής του.
Επιστρέφοντας στο Εδιμβούργο, κέρδισε τη φήμη του «σκληρού» όταν μια εξαμελής συμμορία προσπάθησε να τον κλέψει – κι εκείνος τους έβγαλε νοκ άουτ.
Την περίοδο εκείνη προσπαθούσε να επιβιώσει όπως μπορούσε: έγινε οδηγός φορτηγού, ναυαγοσώστης, μοντέλο στη Σχολή Τεχνών του Εδιμβούργου. Του άρεσε το μπόντι μπίλντινγκ και, μάλιστα, συμμετείχε και σε διαγωνισμό για τον «Μίστερ Υφήλιος», κατακτώντας την τρίτη θέση.
Ασχολήθηκε επίσης με το ποδόσφαιρο αλλά όταν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του πρόσφερε ένα συμβόλαιο για να παίξει στην ομάδα έναντι 25 λιρών την εβδομάδα, εκείνος προτίμησε να δοκιμάσει την τύχη του στο σανίδι: είχε μολυνθεί από το μικρόβιο της σκηνής όταν έκανε διάφορες μικροδουλειές σε ένα τοπικό θέατρο.
«Ήταν μια από τις εξυπνότερες επιλογές μου», θα έλεγε, χρόνια αργότερα.
Το 1954 κατάφερε να εξασφαλίσει έναν ρόλο σε ένα μιούζικαλ στο Λονδίνο και σε μια ταινία, το Lilacs in the Spring. Ακολούθησαν ρολάκια στην τηλεόραση – μεταξύ άλλων έπαιξε και έναν γκάνγκστερ σε ένα σίριαλ του BBC.
Και μετά, ήρθε ο Μποντ.
Οι παραγωγοί Κάμπι Μπρόκολι και Χάρι Σάλτσμαν είχαν αποκτήσει τα δικαιώματα για να μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη τα μυθιστορήματα του Ίαν Φλέμινγκ και αναζητούσαν έναν ηθοποιό για να παίξει τον 007.
Υποψήφιοι για τον ρόλο ήταν μεταξύ άλλων ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ο Κάρι Γκραντ και ο Ρεξ Χάρισον.
Η σύζυγος του Μπρόκολι ήταν εκείνη που τον έπεισε ότι ο Σον Κόνερι είχε αυτό που χρειαζόταν για τον ρόλο: μαγνητισμό και σεξουαλική χημεία. Ο Φλέμινγκ, διαφωνούσε αρχικά με την επιλογή, όμως άλλαξε γνώμη όταν είδε τον Κόνερι στην οθόνη.
Ο Κόνερι έκανε «δικό του» τον χαρακτήρα, αναμιγνύοντας τη σκληρότητα με σαρδόνιο χιούμορ. Η πρώτη ταινία, ο «Δρ. Νο», σημείωσε τεράστια επιτυχία, στη Βρετανία και στο εξωτερικό. Ακολούθησαν οι ταινίες «Από τη Ρωσία με αγάπη» (1963), «Ο Χρυσοδάκτυλος» (1964), «Επιχείρηση Κεραυνός» (1965), «Ζεις μονάχα δυο φορές» (1967), «Τα διαμάντια είναι παντοτινά» (1971) και, μερικά χρόνια αργότερα, το (ανεπίσημος) «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ» (1983).
Πρωταγωνίστησε επίσης, μαζί με τον στενό φίλο του, τον Μάικλ Κέιν, στην ταινία «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς», όμως τη δεκαετία του 1970 του έδιναν δεύτερους ρόλους, όπως στην ταινία «Οι υπέροχοι ληστές και τα κουλουβάχατα της ιστορίας».
Το 1987 κέρδισε το βραβείο Bafta, ερμηνεύοντας τον Ούλιαμ της Μπάσκερβιλ στην ταινία «Το όνομα του Ρόδου», μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ουμπέρτο Έκο.
Και έναν χρόνο αργότερα, τιμήθηκε με το Όσκαρ καλύτερου δεύτερου ανδρικού ρόλου παίζοντας έναν Ιρλανδό αστυνομικό (αν και με σαφέστατη σκωτσέζικη προφορά) στους «Αδιάφθορους».
Στον «Ιντιάνα Τζόουνς» έπαιζε τον πατέρα του Χάρισον Φορντ, αν και ήταν μόνο 12 χρόνια μεγαλύτερός του, ενώ κατόπιν, στο πλάι του Νίκολας Κέιτζ στον «Βραχο», επέστρεψε στον ρόλο του «Βρετανού κατασκόπου».
Το 2006 του προτάθηκε ο ρόλος του Γκάνταλφ στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών», όμως εκείνος δήλωσε ότι κουράστηκε από την ηθοποιία μετά από 64 ταινίες και βαρέθηκε τους «ηλίθιους που γυρίζουν ταινίες στο Χόλιγουντ».
Η δημοτικότητά του δεν αμφισβητήθηκε ποτέ: στα 59 του το περιοδικό People τον ανακήρυξε «πιο σέξι» άνδρα του πλανήτη ενώ το 2013, σχεδόν δέκα χρόνια μετά τη «συνταξιοδότησή» του, ανακηρύχθηκε ο αγαπημένος ηθοποιός των Αμερικανών.
Ο Σον Κόνερι ήταν παντρεμένος από το 1975 με τη Γαλλίδα ζωγράφο Μισελίν Ροκμπρίν. Από τον πρώτο του γάμο, με την Νταϊάν Σιλέντο, απέκτησε έναν γιο, τον επίσης ηθοποιό Τζέισον Κόνερι.
Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΚΟΝΕΡΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
«Ω Θεέ μου, τί απίθανο μέρος…! Γιατί άργησα τόσο να έρθω»: Αυτά τα λόγια αναφώνησε ενθουσιασμένος και συγκινημένος συνάμα, έχοντας σηκώσει τα χέρια ψηλά και κοιτώντας προς τον ουρανό, ο Σον Κόνερι, όταν αντίκρυσε για πρώτη φορά στη ζωή του, από κοντά, τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης.
Ήταν Ιανουάριος του 2001 και ο σπουδαίος ηθοποιός, ο καλύτερος Τζέιμς Μποντ όλων των εποχών βρισκόταν ενώπιον του κορυφαίου μνημείου της αρχαίας ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς αλλά και του παγκόσμιου πολιτισμού, έχοντας στο πλευρό του τον διεθνούς φήμης Έλληνα καλλιτέχνη και στενό του φίλο Βαγγέλη Παπαθανασίου αλλά και τον σκηνοθέτη και σύζυγο της αείμνηστης Μελίνας Μερκούρη Ζυλ Ντασσέν.
Η πρώτη εκείνη επίσκεψή του στην Ελλάδα, η οποία έγινε με την αφορμή των εγκαινίων της έκθεσης της ζωγράφου συζύγου του Μισλίν Ροκμπρίν–Κόνερι, στον πολυχώρο «Αθηναϊς», στάθηκε αρκετή για να κάνει τον διάσημο και πολυταξιδεμένο ηθοποιό να ερωτευτεί ακαριαία την Ελλάδα, την ιστορίας της, τα μνημεία της, τις μοναδικές ομορφιές της.
Κατά την διάρκεια της διαμονής του στη χώρα μας, εξάλλου, είχε την ευκαιρία να ξεναγηθεί επίσης στους εντυπωσιακούς αρχαιολογικούς χώρους των Δελφών και της Αρχαίας Ολυμπίας αλλά και να μυηθεί στην κατανυκτική ατμόσφαιρα του Αγίου Όρους.
Το σπινθηροβόλο εκείνο βλέμμα του, ωστόσο, που έλαμψε όταν πρωτοαντίκρισε, με κομμένη την ανάσα, τον Παρθενώνα ξεπερνούσε ακόμη και τις καλύτερες σκηνές του θρυλικού πράκτορα Τζέϊμς Μποντ που με τόση επιτυχία υποδύθηκε επί σειρά ετών.
Και φυσικά δεν μπορούσε να μην ξαφνιαστεί δυσάρεστα από την απουσία των Γλυπτών αριστουργημάτων που έλειπαν από την θέση τους. Φρόντισε μάλιστα να περάσει, σε ολόκληρο τον κόσμο, ένα ηχηρό μήνυμα για την επιστροφή τους:
«Η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα θα πρέπει να είναι ένας κοινός σκοπός όλων των χωρών που θα συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004. Μέχρι να ξεκινήσουν οι Αγώνες πρέπει να βρίσκονται στη θέση τους, εκεί που ανήκουν» θα δηλώσει με έμφαση στους δημοσιογράφους συμπληρώνοντας: « Οι Βρετανοί είχαν τα Γλυπτά για δύο αιώνες. Τώρα πρέπει να τα επιστρέψουν».
Τρία χρόνια αργότερα, λίγους μήνες πριν την επίσημη έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, ο Σον Κόνερι θα βρεθεί και πάλι στην Αθήνα, θα επισκεφθεί τις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις ενώ θα έχει, παράλληλα, μία θερμή συνάντηση με την επικεφαλής του Οργανισμού Αθήνα 2004 κ. Γιάννα Αγγελοπούλου Δασκαλάκη. «Είμαι σίγουρος ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας θα είναι μια τεράστια επιτυχία, θα είναι διαφορετικοί γιατί η Ελλάδα είναι διαφορετική» είχε προβλέψει ο ίδιος τότε.
ΤΑ ΛΑΜΠΕΡΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ ΤΟΥ
Εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ του Γενάρη του 2001 η περιοχή του Βοτανικού, η οποία είναι συνήθως ήσυχη τις νυχτερινές ώρες, έσφυζε από κίνηση, ζωή, φωνές και λαμπερές παρουσίες.
Έξω από το εντυπωσιακό κτίριο του πολυχώρου «Αθηναϊς» γινόταν το αδιαχώρητο με περίπου 2000 κόσμου να περιμένει μέσα στο κρύο και τη βροχή.
Επισήμως, το τιμώμενο πρόσωπο της βραδιάς ήταν η Μισλίν Ροκμπρίν–Κόνερι, η οποία παρουσίαζε τα νέα ζωγραφικά της έργα στο πλαίσιο μιας νέας έκθεσης
. Αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής της βραδιάς, όμως, όσο άδικο κι αν ήταν αυτό για την ζωγράφο, ήταν ο πασίγνωστος σύζυγό της –ανάμεσα στα έργα της υπήρχαν και δύο πορτρέτα του- ο ένας και μοναδικός Σον Κόνερι που πατούσε για πρώτη φορά το πόδι του ελληνικό έδαφος.
Όσες προσπάθειες κι αν έκανε ο ίδιος εκείνο το βράδυ να «παίξει» δεύτερο ρόλο, αποδείχτηκαν άκαρπες.
Όλα τα βλέμματα, όλες οι κάμερες, όλα τα φλας ήταν κολλημένα επάνω του καθ’ όλη την διάρκεια των εγκαινίων. Φορώντας ένα κομψό κοστούμι και παρά τα 71 του, τότε, χρόνια εντυπωσίασε τους πάντες με την απαράμιλλη, διαχρονική γοητεία του, το ευγενικό χαμόγελο του, εκείνο το αινιγματικό χαμόγελο που έχει ταυτιστεί με τον δαιμόνιο Πράκτορα 007.
Η Αθήνα υποδέχτηκε τον καλύτερο Τζέιμς Μποντ όλων των εποχών με ενθουσιασμό, θαυμασμό και πολύ αγάπη.
Η ΕΞΟΧΙΚΗ ΒΙΛΑ ΣΤΟ ΠΟΡΤΟ ΧΕΛΙ
Την ολόθερμη αυτή υποδοχή σε συνδυασμό με τα υπέροχα ελληνικά τοπία που τον μάγεψαν κατά την διάρκεια της επίσκεψής του στη χώρα μας ήταν, προφανέστατα, ο λόγος που του δημιούργησαν την επιθυμία να αποκτήσει το δικό του προσωπικό καταφύγιο στην χώρα μας, όπως εξάλλου έχουν κάνει και αρκετοί ακόμη σταρ του Χόλιγουντ.
Ανάθεσε λοιπόν στους συνεργάτες του να του βρουν μία βίλα στο Πόρτο Χέλι, μια περιοχή με πολλά πλεονεκτήματα, προκειμένου να απομονώνεται και να ξεκουράζεται όταν δεν βρίσκεται στο φως της δημοσιότητας.
Το σπίτι βρέθηκε, ο Σον Κόνερι το αγόρασε και κάπως έτσι πραγματοποίησε ένα μεγάλο του όνειρο: να αποκτήσει ένα μικρό κομμάτι γης στην Ελλάδα, την χώρα που ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά!
Πριν λίγα χρόνια ο δημοφιλής ηθοποιός είχε συγκινήσει όταν είχε απαγγείλει με τον δικό του, καθηλωτικό τρόπο το ποίημα «Ιθάκη» του Κωνσταντίνου Καβάφη.