Ο Ιωάννης Μιχαήλ Μεταξάς γεννήθηκε στις 12 Απριλίου 1871 στην Ιθάκη, και ήταν το μεγαλύτερο από τα τρία παιδιά ενός ανώτατου κρατικού υπαλλήλου που υπηρετούσε ως έπαρχος στο νησί.

Ολοκλήρωσε την βασική του εκπαίδευση στην Ιθάκη και στην Κεφαλονιά και το 1885, σε ηλικία 14 ετών, έγινε δεκτός στη Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε το 1890. Με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού του Μηχανικού το 1892 παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Μηχανικών Στρατού, και το 1897 μετατέθηκε στο Υπουργείο Στρατιωτικών, Υπουργός του οποίου ήταν ο θείος του Νικόλαος Μεταξάς.

Ο θείος του μετέθεσε τον νεαρό ανιψιό του σε θέση ευθύνης στο Επιτελείο Στρατού, όπου γνώρισε τον άνθρωπο που έμελλε να επηρεάσει σημαντικά την μελλοντική του καριέρα: τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο.

Η γνωριμία του Ι. Μεταξά με τον πρίγκιπα Κωνσταντίνο είχε καθοριστική επίδραση στη ζωή και τα πιστεύω του, αλλά και στις μελλοντικές εξελίξεις στην Ελλάδα.

Με την οικονομική βοήθεια του πρίγκιπα Κωνσταντίνου ο Ι. Μεταξάς το 1898 φοίτησε στην Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, και επηρεάσθηκε βαθύτατα από την «ανωτερότητα» του γερμανικού στρατιωτικού συστήματος.

Μετά την αποφοίτησή του από την Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, και την επιστροφή του στην Ελλάδα το 1902, ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος τοποθέτησε τον Ι. Μεταξά στο Γενικό Επιτελείο Στρατού ως στρατιωτικό του σύμβουλο, και από τη θέση εκείνη διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στους Βαλκανικούς Πολέμους.

Παράλληλα, έχοντας την εύνοια της βασιλικής οικογένειας, ο Ι. Μεταξάς στάλθηκε στη Λάρισα κατά τη διάρκεια του κινήματος στο Γουδί το 1909. Την ίδια χρονιά παντρεύθηκε τη Λέλα Χατζηϊωάννου, με την οποία απέκτησαν δύο παιδιά.

Το 1910 ο Ι. Μεταξάς επέστρεψε στην Αθήνα με προσωπική εισήγηση του Ε. Βενιζέλου, και έγινε πάλι στρατιωτικός του σύμβουλος, παρά το γεγονός ότι οι απόψεις των δύο ανδρών διέφεραν σημαντικά αναφορικά με το εάν η Ελλάδα έπρεπε να πάρει μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Δυνάμεων της Αντάντ.

Ο Μεταξάς ήταν της άποψης πως η Ελλάδα έπρεπε να ακολουθήσει την πολιτική ουδετερότητας, και στο ζήτημα εκείνο είχε επηρεάσει και τον πρίγκιπα Κωνσταντίνο.

Ο Ι. Μεταξάς είχε πάρει μέρος σε πολλές μάχες του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, και εκτέλεσε πλήθος διπλωματικών επαφών στο εξωτερικό ως απεσταλμένος του Βενιζέλου. Το 1913 ως Ταγματάρχης είχε γίνει ο απόλυτος ιθύνων νους του Στρατιωτικού Επιτελείου. Θαύμαζε απεριόριστα τους Γερμανούς, και πίστευε στην υπεροχή και το αήττητο της Γερμανίας.

Πήρε μέρος και στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, και μετά το πέρας των εχθροπραξιών προάχθηκε σε Αντισυνταγματάρχη και τοποθετήθηκε Διευθυντής Επιχειρήσεων στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, καθώς και Διευθυντής της Ανώτερης Στρατιωτικής Ακαδημίας. Το 1913 τον παρασημοφόρησε ο βασιλιάς για τις στρατιωτικές αρετές του.

ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΒΛΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΕΤΑΞΑ

Το 1917, έπειτα από απαίτηση των Συμμάχων, ο Μεταξάς ακολούθησε τον βασιλιά Κωνσταντίνο στην εξορία του στην Κορσική, όπου και καταδικάσθηκε ερήμην σε θάνατο, ποινή που δεν εκτελέσθηκε. Η λήξη του πολέμου και η ήττα της Γερμανίας είχαν καταλυτική επίδραση πάνω στον Μεταξά, καθώς διέψευσαν τα πιστεύω του περί γερμανικής ανωτερότητας, και δικαίωσαν την πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Επιστρέφοντας στην Αθήνα το 1920, ανακαλέστηκε στο στράτευμα τον Ιανουάριο του 1921 με το βαθμό του Αντιστράτηγου, και σύντομα αποστρατεύθηκε για να είναι ελεύθερος να αφιερωθεί στις πολιτικές του φιλοδοξίες.
Ίδρυσε το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων, και στα επόμενα δεκαπέντε περίπου χρόνια έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Ελλάδας.

Παρ΄ότι δεν πίστευε στον κοινοβουλευτισμό, αποφάσισε να πολιτευτεί και να συμμετάσχει στην οικουμενική κυβέρνηση, αποκομίζοντας «εφόδια» που έμελλαν να τον οδηγήσουν έπειτα από μια δεκαετία στην ανάληψη της Πρωθυπουργίας της χώρας.

Το κόμμα του Μεταξά κατέκρινε με δριμύτητα την Μικρασιατική Εκστρατεία του 1922, και μετά την αποτυχία της απέκτησε ανέλπιστα μεγάλο λαϊκό έρεισμα. Πάντοτε δολοπλόκος, οργάνωσε παρασκηνιακά το στρατιωτικό κίνημα του 1923, και μετά την αποτυχία του κατέφυγε στο εξωτερικό.

Καταδικάσθηκε σε θάνατο, αλλά αμνηστεύθηκε το 1924, και το 1926 μπήκε για πρώτη φορά στη Βουλή, συμμετέχοντας μάλιστα στον κυβερνητικό συνασπισμό του Αλέξανδρου Ζαΐμη ως Υπουργός Συγκοινωνιών.
Το ίδιο χαρτοφυλάκιο το διατήρησε και στις επόμενες κυβερνήσεις του Ζαΐμη, ενώ το 1932 χρημάτισε Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη.

Μετά τις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936 ορκίσθηκε Υπουργός Στρατιωτικών στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Δεμερτζή, και λίγο αργότερα διετέλεσε και Υπουργός Αεροπορίας, καθώς και Αντιπρόεδρος του κυβερνητικού σχήματος.

Όταν ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής πέθανε αιφνιδίως από ανακοπή καρδιάς στις 13 Απριλίου 1936 ο Μεταξάς διορίσθηκε Πρωθυπουργός από τον βασιλιά, χωρίς όμως τη σύμφωνη γνώμη του πολιτικού κόσμου.

Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της Ελλάδας από το κόμμα του Κ. Δεμερτζή η κοινοβουλευτική δημοκρατία πιθανότατα είχε φτάσει στα όριά της, καθώς τους τρεις τελευταίους μήνες της Πρωθυπουργίας του είχαν λάβει χώρα 200 απεργίες. Ο Μεταξάς εκμεταλλεύθηκε την λαϊκή αγανάκτηση, και μετά από ομιλία του στο Κοινοβούλιο στις 25 Απριλίου 1936 πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.

Στις 30 Απριλίου 1936 η Βουλή του παραχώρησε με ψήφισμα απόλυτη ελευθερία, και διέκοψε τις εργασίες της.

Εκμεταλλευόμενος την ευνοϊκή συγκυρία, αλλά και μια σειρά από ορατούς και αόρατους κινδύνους, ο Μεταξάς με τη συγκατάθεση του βασιλιά Γεωργίου Β΄ στις 4 Αυγούστου 1936 διέλυσε τη Βουλή, δεν προκήρυξε εκλογές, ανέστειλε βασικά συνταγματικά άρθρα, και τελικά κατήργησε τη δημοκρατία. Με άλλα λόγια δανείστηκε τις πρακτικές των φασιστικών κρατών Γερμανίας και Ιταλίας, και επέβαλε το απολυταρχικό καθεστώς.

Κατέστησε υποχρεωτική τη συμμετοχή των νέων στην ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωση Νέων) με τις μπλε στολές, υιοθετώντας τους μελανοχίτωνες του Μουσολίνι, τον χιτλερικό χαιρετισμό με ανάταση του δεξιού χεριού, και επέβαλε μια κατάσταση αστυνομοκρατίας.

Στο βιβλίο «Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη Γ΄ Γυμνασίου, στη σελίδα 337 αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Στις 4 Αυγούστου 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς, με τη δικαιολογία της αποτροπής του κομμουνιστικού κινδύνου, κήρυξε δικτατορία και με το καθεστώς αυτό βρήκε την Ελλάδα ο ελληνοϊταλικός πόλεμος (1940-1941). Ο Μεταξάς διέλυσε αμέσως τα κόμματα και επέβαλε αυστηρή λογοκρισία στον τύπο, που υποχρεώθηκε να παρουσιάζει με εγκωμιαστικά άρθρα το έργο του.

Φυλάκισε και εξόρισε όχι μόνο τους κομμουνιστές, αλλά και όσους ήταν ύποπτοι για αντιδικτατορική δράση. Αρχηγοί και πολλά στελέχη των κομμάτων εξορίστηκαν επίσης.

Ίδρυσε, σύμφωνα με το με πρότυπο της δικτατορικής Ιταλίας, την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (ΕΟΝ) για να δημιουργήσει στελέχη αφοσιωμένα στο καθεστώς και έλαβε μέτρα, με τα οποία επιδίωκε να αποκτήσει λαϊκό έρεισμα (Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, διαγραφή αγροτικών χρεών).

Η εκκαθάριση του στρατού από τους δημοκρατικούς αξιωματικούς και ο ασφυκτικός έλεγχος της δημόσιας ζωής δεν επέτρεψαν αντιδικτατορικές εκδηλώσεις, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, αλλά το φιλελεύθερο και δημοκρατικό φρόνημα του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού λαού παρέμεινε υψηλό, μολονότι ανεκδήλωτο».

Ο Τάσος Βουρνάς στο βιβλίο του «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας», 1977, στις σελίδες 483-486 μεταξύ άλλων γράφει και τα ακόλουθα:

«Ο Τύπος ετέθη σε λογοκρισία την οποία κατηύθυνε ο περιβόητος Νικολούδης με ειδικά συνεργεία λογοκριτών εγκατεστημένων στο υπουργείο του. Για τη λειτουργία της λογοκρισίας υπήρχε ειδική μυστική εγκύκλιος του δικτάτορα που καθόριζε πλέον το ρόλο του τύπου και τον μετέβαλε σε υμνωδό του τυράννου.

Αποτέλεσμα των λογοκριτικών απαγορεύσεων ήταν να κλείσουν οι προοδευτικές εφημερίδες “Ανεξάρτητος” και “Ελεύθερος Άνθρωπος”, όπως επίσης και ο “Ριζοσπάστης”, αφού το ΚΚΕ ετέθη εκτός νόμου. Επίσης στις αρχές του 1937 έκλεισε η “Ελευθέρα Γνώμη” κατόπιν συλλήψεως του εκδότη και διευθυντή της Γιάννη Κοκκινάκη».

Ο πολιτικός χώρος στον οποίο κινούνταν η δικτατορική κυβέρνηση είχε γεμίσει από χαφιέδες και πάσης μορφής καταδότες, καταχραστές του δημοσίου πλούτου, και άλλα ύποπτα κοινωνικώς και πολιτικώς υποκείμενα.

{…} Παράλληλα με την ΕΟΝ λειτούργησαν και τα χιτλερικά πρότυπα, τα λεγόμενα «Τάγματα Εργασίας» καθώς και οι παραστρατιωτικές οργανώσεις των «Αλκίνων», ενώ οι Πρόσκοποι διαλύονταν γιατί δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη».

*Την ερχόμενη εβδομάδα θα αναφερθώ στο ιστορικό ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940 από τον Ιωάννη Μεταξά, και στις εξελίξεις που ακολούθησαν.