ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ της περασμένης Πέμπτης διαβάσαμε ένα πολύ ενδιαφέρον τετράστηλο άρθρο του εκδότη της εφημερίδας, κ. Χριστόφορου Γκόγκου, στο οποίο εκφράζει τη δυσφορία του για το ότι, τόσο η πολιτειακή όσο και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, αγνοούν τα μέσα ενημέρωσης των πολυγλωσσικών παροικιών και δεν τα προσκαλούν να συμμετέχουν στις τακτικές ενημερωτικές συγκεντρώσεις, όπως γίνεται με τα άλλα, τα αγγλόγλωσσα μέσα, τις καθημερινές εφημερίδες και τα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά συγκροτήματα.

Περιγράφει ο κ. Γκόγκος πολλές από τις προσπάθειες που έγιναν πρόσφατα για να ασκηθεί πίεση στους κυβερνητικούς μας ηγέτες και τις εξηγήσεις που παρέχονται από αυτούς για τους δήθεν λόγους που αγνοούνται τα πολυγλωσσικά μέσα ενημέρωσης από τις ενημερωτικές αυτές συγκεντρώσεις.

Εξηγεί στο άρθρο του ότι με το να μην παρευρίσκονται και οι εκπρόσωποι και των δικών μας εφημερίδων και των άλλων πληροφοριακών και ενημερωτικών μας πηγών, δεν μπορούν αυτές να έχουν άμεση και έγκυρη πληροφόρηση και αναγκάζονται να καταφεύγουν σε άλλες πηγές, όπως το κρατικό ABC, την The Australian, την The Age και το Sky News.

Είναι σε όλους μας πασίγνωστο ότι εμείς οι Έλληνες έχουμε την τάση, όσο μεγάλες κι αν είναι οι απειλές που προβλέπονται για όσα μας ενδιαφέρουν αλλά και αν ήδη αυτές έχουν φτάσει μπρος στην πόρτα μας, να τις αγνοούμε και να αφήνουμε άλλους να λύσουν τα προβλήματά μας για λογαριασμό μας.

Σωστά και πολύ δίκαια τα παράπονα του κ. Γκόγκου, αλλά το πρόβλημα στο οποίο αναφέρεται δεν είναι καινούριο. Πάντα υπήρχε και πάντα βασάνιζε τους δικούς μας δημοσιογράφους που αγωνίζονταν να ανακαλύψουν πηγές για αντιγραφή και για γέμισμα σελίδων.

Προπολεμικά όταν ο Γιώργος Τόλλης ήταν συντάκτης και λινοτύπης στο τότε «Φως», όποτε δεν έφθαναν εγκαίρως οι αθηναϊκές εφημερίδες, έφτιαχνε δικές του ειδήσεις.

Πότε έστελνε τον ελληνικό στρατό στα σύνορα και στην επόμενη έκδοση τον επανέφερε στις βάσεις του κι άλλα τέτοια. Τώρα, βέβαια, με τα σύγχρονα ηλεκτρονικά και όχι μόνο, μέσα που υπάρχουν στη διάθεσή μας, το πρόβλημα αυτό, όσο σημαντικό κι αν είναι, μόνο περιορίζεται, ώστε εκτός από τις δυσκολίες που δημιουργεί, δεν είναι καταστροφικό όπως ήταν τα παλαιότερα χρόνια.

Πριν πολλά χρόνια και, συγκεκριμένα, στην εποχή του Whitlam και του τότε υπουργού Μετανάστευσης, Al Grasby, σε αναγνώριση των ιδιαίτερων αναγκών ξενόγλωσσων μέσων ενημέρωσης, είχαν φτιάξει μια ξέχωρη κρατική υπηρεσία, για επίλυση αυτού ακριβώς του προβλήματος.

Η υπηρεσία εκείνη είχε άμεση και τακτική επαφή με δημοσιογράφους, εντεταλμένους να εντοπίζουν, σε εφημερίδες της δικής τους γλώσσας, τα θέματα που, κατά την κρίση τους, ενδιέφεραν τους διάφορους κυβερνητικούς μας παράγοντες, τα γνωστοποιούσαν χωρίς χρονοτριβή στην υπηρεσία και αυτή φρόντιζε να μεταφραστούν άμεσα και να προωθηθούν όπου έπρεπε.

Το γνωρίζω αυτό επειδή έκανα κι εγώ μια τέτοια δουλειά για πολύ καιρό. Ήμουν μεταξύ όσων εξυπηρετούσαμε το γραφείο στην Καμπέρα, για πληροφόρησή του των βασικών ομογενειακών μας θεμάτων, όπως τα παρουσίαζαν οι ελληνικές μας εφημερίδες.

Κάποτε, όπως πάντα γίνεται σε κυβερνητικές υπηρεσίες, κάποιοι δημόσιοι υπάλληλοι παραπονέθηκαν για τον παραπανήσιο φόρτο δουλειάς τους και ζήτησαν την κατάργηση τής υπηρεσίας.

Αρχικά, η πρότασή τους παραμερίστηκε, ήταν όμως αρκετό να προκαλέσει κάποιες σοβαρές ανησυχίες. Εγώ τουλάχιστον είδα την κατάσταση ως πολύ ανησυχητική και ότι θα έπρεπε άμεσα να αντισταθεί.

Έκανα τότε μια εκτενή προσωπική συζήτηση επί του θέματος με τον τότε διευθυντή του «Νέου Κόσμου», Τάκη Γκόγκο, όπως και με τον τότε διευθυντή του άλλου ανάλογου συγκροτήματος, Θεόδωρο Σκάλκο, η αδιαφορία όμως και των δύο ήταν για μένα περισσότερο από αχαρακτήριστη.

Τους είχα αναπτύξει τις επιπτώσεις που θα είχε σε όλες τις ξενόγλωσσες παροικίες η κατάργηση εκείνης της υπηρεσίας, που αποτελούσε τον πιο αποτελεσματικό συνδετικό μας κρίκο με την κυβέρνηση και ότι, αν αυτό εφαρμοζόταν, ίσως αργότερα να επεκτεινόταν και σε άλλα γενικότερα θέματα.

Αν διακοπτόταν η τακτική αυτή, σοβαρή επικοινωνία με τις Αρχές, το καλύτερο που όλοι μας θα μπορούσαμε να περιμένουμε ως απαντήσεις στα αιτήματά μας, θα ήταν οι γνωστές εκείνες πολιτικές εξηγήσεις, «ναι, αλλά…».

Αντίθετα, όσα γνωστοποιούνταν στην Κυβέρνηση λαμβανόταν υπόψη κι ενεργούσαν σχετικά. Για παράδειγμα, αναφέρω κάτι που εγώ ο ίδιος είχα γράψει τότε στη «Νέα Πατρίδα»: ότι η Μελβούρνη θα έπρεπε τότε να ήταν η τρίτη ελληνόγλωσση πόλη στον κόσμο μετά την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.

Το αξίωμα εκείνο περιέλαβα στα κείμενα που έστειλα για μετάφραση. Δύο μέρες αργότερα το χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός σε μια ομιλία του κι έκτοτε, χωρίς απαιτήσεις επαλήθευσης, χρησιμοποιείται από σειρά πολιτικών και όχι μόνο.

Για πολύ καιρό ενοχλούσα και τον Τάκη Γκόγκο και τον Θόδωρο Σκάλκο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Πάντα επέμεναν ότι δεν ήταν από τα άμεσα και επείγοντα προβλήματα που αντιμετώπιζαν και το άφηναν για αργότερα, που ποτέ δεν ερχόταν.

Και το αναμενόμενο κάποτε έγινε: Εφαρμόστηκε και επίσημα ότι μπορούμε να γράφουμε στις εφημερίδες μας ό,τι θέλουμε, φτάνει να μη το πληροφορούνται.

Δεν ήταν μόνο εκείνη η υπηρεσία που η τότε κυβέρνηση είχε οργανώσει για εξυπηρέτηση των πολυγλωσσικών μέσων ενημέρωσης. Μας είχαν γίνει κάποιες εισηγητικές προτάσεις για οργάνωση ενός συνεδρίου με εκπρόσωπους μας, για καλύτερη απόδοση της δουλειάς μας, χωρίς όμως να γίνει καμία εκμετάλλευση εκείνων των ευκαιριών, που τελικά έσβυσαν άδοξα.

Εκείνα τα χρόνια ο Μίμης Σοφοκλέους, τότε εργαζόμενος στο Πανεπιστήμιο RMIT, διοργάνωνε κάποια Σεμινάρια Προφορικής Ιστορίας, στα οποία διάφοροι ομιλητές ανέπτυσσαν τις απόψεις τους για παροικιακά θέματα. Σε ένα από τα σεμινάρια εκείνα, που είχε θέμα τις παροικιακές μας εφημερίδες, είχα κι εγώ ασχοληθεί με τις πτυχές ύπαρξης και λειτουργίας των εφημερίδων μας και, φυσικά, δεν παρέλειψα να αναφερθώ και στον κίνδυνο ύπαρξής τους, όπως είχα προειδοποιήσει και τους ιδιοκτήτες των δύο μεγάλων παροιμιακών μας συγκροτημάτων.

Παρά το ότι, όμως, στο ακροατήριο ήταν και πολλοί εργαζόμενοι στα δικά μας Μέσα Ενημέρωσης το θέμα ούτε καν συζητήθηκε μεταξύ τους.

Στην ομιλία μου εκείνη είχα αναφερθεί και στο άλλο μεγάλο θέμα, αυτό των κυβερνητικών διαφημίσεων που καταχωρούνται στις εφημερίδες μας και που πάντα αποτελούσαν την οικονομική σπονδυλική τους στήλη. Μέσα στις σχετικά ελάχιστες ομογενειακές διαφημίσεις μια κάθε τόσο κυβερνητική διαφήμιση έκανε πάντα πολύ μεγάλη οικονομική διαφορά.

Ο τρόπος όμως που οι διαφημίσεις αυτές έφθαναν σε μάς, που συνεχίζεται έως τώρα, ήταν πάντα παράξενος.

Τις κυβερνητικές διαφημίσεις χειρίζεται από χρόνια ένα εμπορικό γραφείο που έχει την αντιπροσωπεία σχεδόν όλων των ξενόγλωσσων μέσων ενημέρωσης, έτσι που όλες οι κυβερνητικές υπηρεσίες, που θέλουν να καταχωρήσουν μια δική τους διαφήμιση στις ξενόγλωσσες εφημερίδες, απευθύνονται στο γραφείο αυτό που αναλαμβάνει τη διανομή στις εφημερίδες της προτίμησής του, δικαιολογούμενα σωστά ότι η επιλογή γίνεται με βάση το χρηματικό ποσό που έχει στη διάθεσή του, την κυκλοφορία των εφημερίδων και το ενδιαφέρον που το διαφημιστικό θέμα θα απασχολήσει τις παροικίες τους.

Το γραφείο αυτό, καλά οργανωμένο, προβάλλεται ότι εκπροσωπεί πολλές δεκάδες ξενόγλωσσες εφημερίδες και απαλλάσσει την κυβέρνηση από τον λειτουργικό μπελά της διαχείρισης των διαφημίσεών της.

Για τη δουλειά αυτή χρεώνει την εκάστοτε κυβερνητική υπηρεσία 10% αλλά όταν αναθέτει στις εφημερίδες μας τη δημοσίευσή τους μας χρεώνει άλλα 17,5%. Με άλλα λόγια, η κάθε κυβερνητική διαφήμιση μας ζημιώνει το ολιγότερο 27,5% από το ποσό που η αρχική ενδιαφερόμενη κυβερνητική υπηρεσία ψήφισε για κάθε καταχώρησή της.

Όταν είχα μιλήσει στο Σεμινάριο εκείνο για τον ελληνικό Τύπο, στο οποίο αναφέρθηκα προηγούμενα, μίλησα και για το ζωτικότατο αυτό θέμα, λέγοντας ότι είναι παράλογο να εξαρτιόμαστε από ένα ξένο μεσιτικό γραφείο, για την ικανοποίηση ενός τόσο ζωτικού μας προβλήματος και να μην έχουμε ένα ανάλογο δικό μας μεσιτικό γραφείο που να εξασφαλίζει τις κυβερνητικές διαφημίσεις, απευθείας σε μάς.

Παρά τα τωρινά μας παράπονα για τη μείωση των εμπορικών μας διαφημίσεων στα οποία αναφέρεται το άρθρο της περασμένης Πέμπτης, να σταθώ στο ότι τουλάχιστον όλη την περίοδο της πανδημίας, στις ελληνικές μας εφημερίδες καταχωρήθηκε μια εντυπωσιακή σειρά ολοσέλιδων κυβερνητικών διαφημίσεων που, με βάση όσων προανέφερα, μόνο από αυτές η χρηματική ζημιά μας σε ξένες μεσιτείες θα μπορούσε σίγουρα να υπολογιστεί σε πολλές χιλιάδες δολάρια.

Συγχαίρω τον κ. Χριστόφορο Γκόγκο για όσα ανέφερε στο άρθρο του, έστω κι αν αυτό έγινε με καθυστέρηση δεκαετιών, να μη μας διαφεύγει, όμως, ότι στο φταίξιμο γι’ αυτά ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης φέρουν και οι ίδιες οι εφημερίδες μας με τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τα ζωτικά τους προβλήματα αφήνοντας ανεκμετάλλευτες τις μεγάλες ευκαιρίες που οι ίδιες οι κυβερνήσεις, αυτές που τώρα κατηγορούμε, μας πρόσφερναν.