Tο 19ο αιώνα «γεννήθηκε» για μας το περίφημο «γλωσσικό μας ζήτημα» που αναφέρεται στη χρήση και στα προβλήματα της μορφής της γλώσσας που χρησιμοποιούμε ως Έλληνες.

Κάτι παρόμοιο όμως προϋπήρχε και στον αρχαίο μας ελληνικό κόσμο για πάνω από δυόμισι χιλιάδες χρόνια.

Οι τέσσερις αρχαίες φυλές: οι Αιολείς, οι Δωριείς, οι Ίωνες και οι Αχαιοί, είναι ειδικότερα γνωστές με την ονομασία οι Έλληνες. Ζούνε στο Αιγαίο και στα παράλια της Ελλάδας και τη Μικράς Ασίας.

Μιλάνε την ελληνική γλώσσα η οποία στο διάβα των αιώνων και τη διασπορά της σε μακρινά μέρη, αρχίζει να αλλοιώνεται στη μορφή και τη χρήση της και έτσι δημιουργήθηκε ένα γλωσσικό ζήτημα – πρόβλημα στη γλώσσα μας.

Η Αθήνα έγινε το κοινό παιδευτήριο για όλους τους Έλληνες και ο Πέμπτος και Χρυσός Αιώνας είχε την καλή τύχη να γεννήσει τους τραγικούς ποιητές Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αριστοφάνη και πολλούς άλλους, οι οποίοι με τα έργα τους καλλιέργησαν τη γλώσσα σε ύψιστο σημείο και ανέπτυξαν και έναν πολιτισμό, η αίγλη του οποίου δεν έχει σβήσει μέχρι σήμερα.

Στην ανάπτυξη αυτή συνέβαλε αποτελεσματικά εκτός από τη γλώσσα και η Φιλοσοφία με όλα τα φιλοσοφικά έργα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και τόσων άλλων, όπως του ιστορικού μας Θουκυδίδη, αλλά και αμέτρητων άλλων καλλιτεχνών.

Με όλα αυτά η Γλώσσα της Αττικής όλης και ειδικότερα της Αθήνας έγινε το υπόδειγμα της μορφής και της έκφρασης για όλους τους Έλληνες. Προς αυτή την εποχή και γλώσσα αλληθωρίζουμε μέχρι σήμερα, γιατί η γλώσσα είναι η βάση κάθε πολιτισμικής ανωτερότητας.

Κοινή ελληνική γλώσσα με όλη τη σημασία της λέξης, έγινε μερικούς αιώνες αργότερα κατά την ελληνιστική περίοδο και μιλήθηκε εκτός από τους Έλληνες και από τους περισσότερους λαούς που κατοικούσαν γύρω από τη Μεσόγειο θάλασσα.

Αυτή η γλώσσα έχει πολλές διαφορές από την αρχική αττική. Ενοποίησε την εκφορά όλων φωνηέντων και διφθόγγων, εμφανίστηκε νέα μορφή καταλήξεων και κατάργησε γραμματικούς και συντακτικούς τύπους και μπήκε νέο λεξιλόγιο από τις άλλες μεσογειακές γλώσσες.

Το πιο σπουδαίο γραπτό μνημείο της κοινής αυτής ελληνικής γλώσσας είναι η Καινή Διαθήκη που σώζεται μέχρι σήμερα αυτούσια. Η γλώσσα αυτή θεωρήθηκε φτωχή και ως παρακμή του ελληνικού πνεύματος κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία.

Την εποχή αυτή εμφανίζεται ο αττικισμός και οι αττικιστές οι οποίοι θεωρούν την κοινή αυτή γλώσσα ως «γλώσσα του όχλου» και κήρυξαν τη επιστροφή στην αρχική αττική διάλεκτο, αλλά ελάχιστα άτομα είχαν τη δυνατότητα να το κάνουν αυτό.

Έτσι από την πλειονότητα των εγγράμματων και μορφωμένων βλέπουμε πως υιοθετήθηκε μία απλή λόγια γλώσσα – κάτι σαν τη δική μας απλή καθαρεύουσα και σε αυτήν έγραψαν τα συγγράμματά τους οι λόγιοι της εποχής – όπως ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός και άλλοι. Αυτή τη γλώσσα χρησιμοποίησαν και οι θεωρητικοί του Χριστιανισμού οι οποίοι απομακρύνθηκαν από την κοινή της Καινής Διαθήκης, και έτσι παραμερίστηκε η δημοτική παράδοση.

Στα χίλια χρόνια της βυζαντινής περιόδου οι εγγράμματοι του Βυζαντίου έτρεφαν μια απέχθεια για τη «χυδαία γλώσσα» και είχαν στραμμένα τα μάτια τους προς την ακτινοβολία της αρχαίας Ελλάδας παρά το θρησκευτικό τους μίσος για τους «ειδωλολάτρες» Έλληνες.

Αυτή η γλώσσα όμως είχε γίνει πια η δημώδης του Βυζαντίου και από το 11ο αιώνα εμφανίζονται τα Δημοτικά μας τραγούδια με τα οποία ο προφορικός λόγος προχωρούσε το δικό του δρόμο και βρέθηκε τελείως απροστάτευτος κατά τα χρόνια της τουρκικής κυριαρχίας και αυτή η προδοσία της λαϊκής γλώσσας είχε αρνητικά αποτελέσματα για την ερχόμενη Ανεξαρτησία και την ελληνική Παλιγγενεσία του ΄Έθνους.

Με αυτή την αρνητική γλωσσική τάση των μορφωμένων Ελλήνων η ελληνική Επανάσταση του 1821 βρήκε το ελληνικό έθνος με λειψή και κουτσή γλώσσα.

*Το Δεύτερο Μέρος την ερχόμενη εβδομάδα.