Σε έκθεσή του προς το Κογκρέσο, το Στέιτ Ντιπάρμεντ αναφέρει ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να παράσχει μια λίστα με τις επιβεβαιωμένες παραβιάσεις του εναέριου χώρου της Ελλάδας από τις 17 Ιανουαρίου.

Συγκεκριμένα, στην έκθεση αναφέρεται ότι οι λόγοι που αυτό καθίσταται αδύνατο για την κυβέρνηση των ΗΠΑ, είναι οι ακόλουθοι:

1) Η Ελλάδα διεκδικεί εναέριο χώρο που επεκτείνεται έως και 10 ναυτικά μίλια και χωρικά ύδατα μέχρι και έξι ν.μ.. Με βάση το Διεθνές Δίκαιο, ο εναέριος χώρος μίας χώρας συμπίπτει με τα χωρικά της ύδατα. Γι’ αυτό οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν εναέριο χώρο μέχρι και 6 ν.μ. σύμφωνα με τα χωρικά ύδατα. Η Ελλάδα και οι ΗΠΑ δεν έχουν την ίδια άποψη για την έκταση του ελληνικού εναερίου χώρου.

2) Παρόλο που η Ελλάδα διεκδικεί μέχρι και 6 ν.μ. χωρικά ύδατα στο Αιγαίο, η χώρα και οι γείτονές της δεν έχουν συμφωνήσει σε συνοριακή οριοθέτηση σε εκείνες τις περιοχές όπου αλληλοεπικαλύπτονται τα νόμιμα θαλάσσια δικαιώματά τους. Η απουσία μιας τέτοιας οριοθέτησης σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη εικόνα σε ό,τι αφορά την έκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας και τον αντίστοιχο εναέριο χώρο στις περιοχές αυτές, καθιστώντας αδύνατη οποιαδήποτε αξιολόγηση των συνολικών παραβιάσεων.

Οι ΗΠΑ παροτρύνουν την Ελλάδα και την Τουρκία να επιλύσουν τα εκκρεμή διμερή ζητήματα σε ό,τι αφορά τα θαλάσσια σύνορά τους με ειρηνικό τρόπο και με βάση το Διεθνές Δίκαιο.

Τα όρια των ελληνικών χωρικών υδάτων είναι ξεκάθαρα καθορισμένα

Τα όρια των ελληνικών χωρικών υδάτων, όπως και τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας είναι ξεκάθαρα καθορισμένα εδώ και χρόνια στη βάση του συμβατικού και του εθιμικού διεθνούς δικαίου και δεν τυγχάνουν ουδεμίας αμφισβήτησης, επισημαίνουν διπλωματικές πηγές.

Με αφορμή την έκθεση του Στέιτ Ντιπάρμεντ προς το Κογκρέσο (στο πλαίσιο των διατάξεων του «Eastern Mediterranean Security and Energy Partnership Act»), η οποία αναφέρει ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να παράσχει μια λίστα με τις επιβεβαιωμένες παραβιάσεις του εναέριου χώρου της Ελλάδας από τις 17 Ιανουαρίου, οι διπλωματικές πηγές αναφέρουν:

«Όσον αφορά το Νοτιο-Ανατολικό Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, τα θαλάσσια σύνορα έχουν καθορισθεί από τη συμφωνία Ιταλίας-Τουρκίας που υπογράφηκε στην Άγκυρα στις 4 Ιανουαρίου 1932, καθώς και το πρακτικό που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω συμφωνίας και υπεγράφη στην Άγκυρα στις 28 Δεκεμβρίου 1932. Η Ελλάδα, ως διάδοχο κράτος, βάσει της συνθήκης των Παρισίων του 1947, απέκτησε την κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων χωρίς καμία αλλαγή στα θαλάσσια σύνορα, όπως αυτά είχαν συμφωνηθεί μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας».

ADVERTISING

Αναφορικά με τα θαλάσσια σύνορα στη Θράκη (μέχρι το σημείο σε απόσταση τριών ναυτικών μιλίων από το Δέλτα του Έβρου), αυτά -όπως τονίζουν οι ίδιες πηγές) ορίσθηκαν από τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 και το Πρωτόκολλο των Αθηνών του 1926.

Τέλος, σε ό,τι αφορά τα θαλάσσια σύνορα από Θράκη έως Δωδεκάνησα, όπου τα χωρικά ύδατα της Ελλάδας και της Τουρκίας τέμνονται, επισημαίνεται πως τα θαλάσσια σύνορα ακολουθούν τη μέση γραμμή μεταξύ των ελληνικών νήσων και νησίδων και των απέναντι τουρκικών ακτών.

«Τα εξωτερικά σύνορα της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων των χωρικών της υδάτων, τα οποία έχουν αποτυπωθεί επανειλημμένως, αποτελούν ταυτόχρονα και εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης», καταλήγουν οι πηγές του υπουργείου Εξωτερικών.

Στρατηγική συνεργασία Ελλάδας-Αιγύπτου για ασφάλεια στη Μεσόγειο

Πρότυπο στρατηγικής συνεργασίας και παράδειγμα προς μίμηση στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία δοκιμάζεται, το τελευταίο διάστημα, από σειρά προκλήσεων εκ μέρους της Τουρκίας, χαρακτήρισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου τις σχέσεις Ελλάδας-Αιγύπτου, κατά την προσφώνησή της στο δείπνο προς τιμήν του Προέδρου της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι, στο Προεδρικό Μέγαρο.

Η κυρία Σακελλαροπούλου τόνισε ότι η παρουσία του κ. αλ Σίσι στην Ελλάδα, εν μέσω μιας ιδιαίτερης περιόδου, κατά την οποία είμαστε αντιμέτωποι με πολλαπλές προκλήσεις, σε υγειονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο, είναι ιδιαιτέρως σημαντική, καθώς αφενός, καταδεικνύει το υψηλότατο επίπεδο και το ειδικό βάρος των σχέσεων Ελλάδας και Αιγύπτου. Σχέσεων που χαρακτηρίζονται από συνεργασία, αλληλοσεβασμό, εμπιστοσύνη και εκτίμηση και αφετέρου, είναι αδιάψευστος μάρτυρας της αμοιβαίας βούλησης για περαιτέρω ανάπτυξη της συνεργασίας μας σε πλήθος τομέων, πολιτικό, αμυντικό, οικονομικό, ενεργειακό.

Σημείωσε, επίσης, ότι οι δεσμοί φιλίας μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου δεν οφείλονται αποκλειστικά στη σημερινή συναντίληψη των χωρών μας ως προς την αναγκαιότητα σεβασμού των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου, ως του μοναδικού πλαισίου για την ειρήνη και σταθερότητα στην περιοχή μας.

«Αυτό που προσδίδει στις σχέσεις μας ιδιαίτερη σημασία είναι το ιστορικό τους βάθος, το γεγονός ότι εδράζονται σε αλληλεπίδραση αιώνων, από τη δεύτερη χιλιετία προ Χριστού, τους ελληνιστικούς και κλασικούς χρόνους μέχρι την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» πρόσθεσε η Πρόεδρος.

Απευθυνόμενη στον Πρόεδρο της Αιγύπτου, επεσήμανε τον καίριο ρόλο που διαδραματίζει η χώρα του στην ασφάλεια και σταθερότητα της ευρύτερης περιοχής και υπενθύμισε ότι «οι χώρες και τα έθνη ευημερούν μόνο υπό συνθήκες ειρήνης, ασφάλειας, σταθερότητας και ανάπτυξης, τόσο εσωτερικής όσο και διεθνούς», ενώ συμπλήρωσε ότι «η στρατηγική συνεργασία των δύο χωρών μας αυτόν το σκοπό εξυπηρετεί και επιτυγχάνει, σε διμερές, πολυμερές και διεθνές πλαίσιο».

Όπως είπε η Πρόεδρος, «η Αίγυπτος, πέραν της ουσιαστικής συμβολής της στη διευθέτηση περιφερειακών διενέξεων, διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο τόσο ως ηγέτιδα του Αραβικού κόσμου, όσο και πολύ πέραν αυτού, κάτι το οποίο τονίζουμε, σε κάθε ευκαιρία, εντός των Διεθνών Οργανισμών αλλά και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Αναφερόμενη στα τραγικά περιστατικά των πρόσφατων τρομοκρατικών ενεργειών στην Ευρώπη, υπό θρησκευτικό μανδύα, τόνισε ότι, οι θρησκευτικές αξίες δεν έχουν καμία σχέση με πράξεις εξτρεμισμού, ούτε μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πρόσχημα για σύγκρουση θρησκειών ή πολιτισμών. «Αντίθετα, η ορθή ερμηνεία των διδαχών όλων των θρησκειών προάγει την ανεκτικότητα στις απόψεις του άλλου, την ειρηνική συνύπαρξη και την οικοδόμηση γεφυρών κατανόησης, απορρίπτοντας τη βία και τον φανατισμό» υποστήριξε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Μάλιστα, σημείωσε ότι χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας ομαλής και δημιουργικής συνύπαρξης είναι η μεγάλη και ιστορική ελληνική παροικία της Αιγύπτου, που, ενώ διατηρεί ζωντανή την ελληνική της ταυτότητα, αγαπά ταυτόχρονα την Αίγυπτο και πασχίζει για την πρόοδο και την ευημερία της. «Το ίδιο ισχύει και για τον σημαντικό επίσης αριθμό Αιγυπτίων που, έχοντας στην καρδιά την πατρίδα τους, σήμερα ζουν και εργάζονται εδώ. Τους ευχαριστούμε για τη συμβολή τους στην ανάπτυξη της Ελλάδας» και κατέληξε λέγοντας πως «Οι κοινότητες αυτές, στις χώρες μας, αποτελούν μια σημαντική γέφυρα φιλίας και συνεργασίας που αξίζει να προστατεύσουμε. Οι σύλλογοί τους αποτελούν απόδειξη της μακρόχρονης σχέσης φιλίας μας και διευκολύνουν την ενδυνάμωση των σχέσεών μας σε όλους τους τομείς».

Από την πλευρά του, ο Πρόεδρος της Αιγύπτου Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι, κατά την αντιφώνησή του, αφού ευχαρίστησε την Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου για την φιλοξενία και την θερμή υποδοχή τόνισε: «Η Αίγυπτος και η Ελλάδα είναι από τους παλαιότερους, πιο αρχαίους και αυθεντικούς πολιτισμούς που είχαν εξέχοντα ρόλο και αδιαμφισβήτητη επιρροή στην πρόοδο του ανθρώπινου πολιτισμού, στους διάφορους τομείς της επιστήμης, των τεχνών και της λογοτεχνίας».

Επεσήμανε, επίσης, ότι οι κοινές αξίες, τα αμοιβαία συμφέροντα και οι στενοί πολιτιστικοί δεσμοί μεταξύ της Αιγύπτου και της Ελλάδας καθιστούν τις δύο φιλικές χώρες σημαντική γέφυρα για συνάντηση, διάλογο και συνεργασία μεταξύ του αραβικού και του ισλαμικού κόσμου, αφενός, και της ευρωπαϊκής ηπείρου, αφετέρου, και βάζουν στους ώμους μας την κοινή ευθύνη να διαδώσουμε τις αξίες της ειρήνης, της ανοχής, της απόρριψης της βίας και του αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ των λαών και των πολιτισμών της νότιας και βόρειας Μεσογείου.

Όπως ανέφερε «η επίσκεψή μου στη χώρα σας, που αγαπώ πολύ, ήρθε σε μια στιγμή που οι διμερείς μας σχέσεις γνωρίζουν μια αξιοσημείωτη άνθηση σε όλες τις πτυχές της συνεργασίας, η οποία επιβεβαιώνει τη στρατηγική φύση αυτών των σχέσεων με στόχο την επίτευξη των φιλοδοξιών των λαών των δύο χωρών».

Απευθυνόμενος στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας επεσήμανε ότι η επίσκεψή του «αντιπροσωπεύει επίσης μια σημαντική ευκαιρία να συνεχίσουμε τις διαβουλεύσεις και να ανταλλάξουμε οράματα με την Εξοχότητά σας και τον αξιότιμο Πρωθυπουργό, όχι μόνο για τρόπους ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών μας σε όλα τα επίπεδα, αλλά και για συντονισμό θέσεων σε περιφερειακά ζητήματα που έχουν άμεσο αντίκτυπο στην εθνική μας ασφάλεια. Η ταύτιση απόψεων που επικράτησε στις συνομιλίες μας αντανακλά μια σταθερή πεποίθηση στην ανάγκη να συνεχιστεί η αλληλεγγύη προς την επίτευξη των κοινών μας στόχων».

Ακολούθως, ανέφερε ότι η συνάντησή τους, αποκτά ιδιαίτερη σημασία ενόψει των προκλητικών πρακτικών στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της προσπάθειας αποσταθεροποίησης της ευρύτερης περιοχής κατά παράβαση των κανόνων του διεθνούς δικαίου και των αρχών της καλής γειτονίας.