Ο Διονύσιος Αρκαδιανός είναι ο Επιστημονικός Υπεύθυνος του Εργαστηρίου Νέων Μέσων του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος στο πανεπιστήμιο Simon Fraser (Βανκούβερ, Καναδάς). Επιπλέον, είναι υποψήφιος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Simon Fraser στον τομέα της Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας και Μαθησιακού Σχεδιασμού.
Έχει σπουδάσει Παιδαγωγικά στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών, Υπολογιστική Γλωσσολογία στο πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ διαθέτει μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση και τη Διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας ως δεύτερη ή ξένη.
Έχει εργαστεί τόσο στον ιδιωτικό τομέα, σε εταιρείες γλωσσικής τεχνολογίας και εκπαιδευτικού λογισμικού, όσο και στον δημόσιο, ως δάσκαλος σε δημοτικά σχολεία. Υπήρξε αποσπασμένος εκπαιδευτικός στον Καναδά για μια πενταετία, και τα τελευταία δύο χρόνια ηγείται της επιστημονικής ομάδας του προγράμματος “Sta Ellinika’, το οποίο φιλοδοξεί να αναζωογονήσει τη διδασκαλία και εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας στην Ελληνική Διασπορά.
Η πανδημία του κορονοϊού αύξησε τη ζήτηση για προγράμματα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Σε ποιο βαθμό η πανδημία επηρέασε τον τρόπο μάθησης και τα προγράμματα του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» στο Πανεπιστήμιο Simon Fraser στο Καναδά;
AΔ: Είναι αλήθεια ότι η νέα εκπαιδευτική πραγματικότητα που προέκυψε λόγω της πανδημίας ανάγκασε τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, αλλά και άλλους οργανισμούς, να αναζητήσουν καινούριους τρόπους διεξαγωγής της λειτουργίας τους.
Αν και η μεγάλη πλειοψηφία των πανεπιστημίων χρησιμοποιούσε ψηφιακές πλατφόρμες για τη διαχείριση των τάξεών τους, την αποστολή διδακτικού υλικού ή εργασιών και την επικοινωνία των σπουδαστών και των καθηγητών, η εξ ολοκλήρου μεταφορά της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε ψηφιακό περιβάλλον προκάλεσε δυσκολίες προσαρμογής τόσο στους φοιτητές, όσο και στο διδακτικό προσωπικό. Αρκετοί εκπαιδευτικοί, έπρεπε να τροποποιήσουν τον τρόπο διδασκαλίας τους, εάν και δε διέθεταν τα κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία για αυτές τις αλλαγές. Κατά συνέπεια, ο βαθμός επίδρασης των πανεπιστημιακών προγραμμάτων από τον Covid-19 καθορίστηκε πολύ από τον βαθμό ετοιμότητας των εκπαιδευτικών κατά τη μεταφορά των μαθημάτων τους σε ψηφιακό περιβάλλον.
Αναφερόμενος στο πρόγραμμα ελληνικής γλώσσας του Κέντρου μας, η κατάσταση ήταν διαφορετική. Από την αρχή της λειτουργίας του, το συγκεκριμένο πρόγραμμα προσφέρθηκε στους σπουδαστές του πανεπιστημίου μας ως εξ αποστάσεως μάθημα. Αυτός, ήταν και ένας από τους λόγους που το πρόγραμμα είχε πολύ μεγάλη απήχηση στους φοιτητές του πανεπιστημίου μας, η οποία αποτυπωνόταν με διαδικτυακές τάξεις που έφταναν περισσότερους από 150 εγγεγραμμένους φοιτητές ανά τετράμηνο. Επομένως, αυτή την περίοδο τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας εξακολουθούν να λειτουργούν με την ίδια μορφή και να προσφέρονται αποκλειστικά σε ψηφιακό περιβάλλον.
Εστιάζοντας στο εκπαιδευτικό Πρόγραμμα ελληνομάθειας για παιδιά ‘Staellinika’, ποιος είναι ο αριθμός των μαθητών που έχει παρακολουθήσει τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας, και ποιες είναι οι μελλοντικές εξελίξεις;
AΔ: Από την ημερομηνία επίσημης κυκλοφορίας της πλατφόρμας (6 Οκτωβρίου 2020) μέχρι και σήμερα, η πλατφόρμα απαριθμεί περισσότερους από 18.000 χρήστες σε όλον τον κόσμο. Αυτός ο αριθμός περιλαμβάνει τόσο μεμονωμένους χρήστες, όσο και μαθητές σχολείων της διασποράς.
Σήμερα, η πλατφόρμα ‘Staellinika’ παρέχει επιπλέον υποστηρικτικό υλικό για εκπαιδευτικούς που διδάσκουν την ελληνική γλώσσα, είτε με τη μορφή εγχειριδίων εκπαιδευτικού, τα οποία περιέχουν το αναλυτικό πρόγραμμα της πλατφόρμας και προτεινόμενες δραστηριότητες στην τάξη που το εξυπηρετούν, είτε με τη μορφή ψηφιακών εργαλείων για τη διαχείριση της τάξης και παρακολούθησης της προόδου των μαθητών.
Στο μέλλον σχεδιάζουμε να προσθέσουμε: α) περιεχόμενο είτε με περισσότερες διδακτικές ενότητες είτε με νέα μαθήματα που θα αντλούν τη θεματολογία τους από την ελληνική ιστορία και τον πολιτισμό και β) νέες ψηφιακές δυνατότητες με καινούργιους τύπους δραστηριοτήτων, με βελτιωμένο περιβάλλον μάθησης και επιπλέον πληροφορίες για τις επιδόσεις και τη μαθησιακή δραστηριότητα των μαθητών.
Το εκπαιδευτικό Πρόγραμμα ‘Staellinika’ υλοποιήθηκε σε ένα αποκεντρωμένο εργασιακό περιβάλλον, το οποίο επέτρεπε στα μέλη της ομάδας εργασίας να εργάζονται από οποιαδήποτε χώρα. Θα ήθελα να μου πείτε περισσότερα για τον τρόπο συνεργασία σας. Πιστεύετε ότι στη μετά Covid-19 εποχή θα διευρυνθεί η εξ αποστάσεως εργασία;
AΔ: Η ομάδα ανάπτυξης του ‘Staellinika’ βρίσκεται διασκορπισμένη ανά τον κόσμο, με συναδέλφους που εργάζονται από τον Καναδά, τις ΗΠΑ., την Ιταλία και από διάφορα μέρη της Ελλάδας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Καστοριά, Κέρκυρα, Αίγινα κ.α.).
Επομένως, έπρεπε να εισάγουμε τη λύση του αποκεντρωμένου περιβάλλοντος εργασίας το 2018, πολύ πριν την νέα εργασιακή πραγματικότητα της πανδημίας. Η συγκεκριμένη εργασιακή διευθέτηση συνοδεύονταν από αρκετές προκλήσεις, αφού έπρεπε να συγχρονιστούν άτομα που βρισκόταν σε διαφορετικές ζώνες ώρας.
H αυτοπειθαρχία, αποτέλεσε επίσης ένα ζήτημα αφού ήταν σημαντικό να είμαστε αποτελεσματικοί. Πιστεύω όμως, ότι το μοντέλο της αποκεντρωμένης εργασίας θα αποτελέσει διαδεδομένη και δημοφιλή εναλλακτική στη μετά Covid-19 εποχή.
Θα ήθελα να αναφερθείτε στο μέλλον των προγραμμάτων ελληνομάθειας στη μετά Covid-19 εποχή.
AΔ: Η ιστορία της εκπαιδευτικής τεχνολογίας είναι γεμάτη από προγράμματα υψηλών προσδοκιών, απόρροια των εξελίξεων στον τομέα της τεχνολογίας, τα οποία όμως δεν ευοδώθηκαν στον βαθμό και με τον τρόπο που τα οραματίστηκαν οι ερευνητές τους. Επομένως, οποιαδήποτε πρόβλεψη για το μέλλον της ελληνομάθειας στη μετά Covid-19 εποχή είναι εξαιρετικά επίφοβη.
H πείρα μου στα προγράμματα ελληνομάθειας, την τελευταία δεκαετία, και η επισκόπηση της βιβλιογραφίας, με οδηγούν να θεωρώ την ανάγκη αναζήτησης νέων μοντέλων εκπαίδευσης και καινοτόμων μεθοδολογικών εργαλείων επιβεβλημένη, προκειμένου να προσεγγίσουμε τους νέους της διασποράς.
* Η σειρά συνεντεύξεων στον «Νέο Κόσμο» με τίτλο: «Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΝΔΗΜΙΑ» αναδεικνύει τις αλλαγές που προκάλεσε ο COVID-19 στο πεδίο της εκπαίδευσης, και αναφέρεται στις πρωτοβουλίες αντιμετώπισης των προκλήσεων στην Αυστραλία και στην Ελλάδα, «ενώνοντας» έτσι τις φωνές επιστημόνων και άλλων ειδικών από τις δύο χώρες.