Δ. Ανοιχτές και δημοκρατικές παροικίες

Εδώ ερχόμαστε στο βαρυσήμαντο θέμα της πολιτικής ουσίας του ιεραρχικού θεσμού της Εκκλησίας, ο οποίος προς τις παροικίες εκφράζει αυταρχισμό και προς τον κυρίαρχο Αγγλοσάξονα υποτέλεια. Σε αντίθεση με τις Κοινότητες, η Αρχιεπισκοπή είναι ένας θεσμός ‘ξένος’ προς τις ελληνοαυστραλιανές παροικίες και την ιστορικo-πολιτική τους φυσιογνωμία.

Οι Έλληνες της Αυστραλίας εξελίχθηκαν πολιτικά ως κομμάτι αυτής της χώρας αναπτύσσοντας από την αφετηρία τους το αυθεντικά δικό τους δημοκρατικό ήθος με την ανάλογη θεσμική πολυφωνία και αυτόνομη και ελεύθερη ιστορική αναζήτηση και διακίνηση ιδεών.

Πότε άραγε νοιώσαμε την ανάγκη να παρουσιαστούμε συλλογικά και αυτόνομα ως ‘εμείς’ για να προσδιορίσουμε τη θέση μας στην κοινωνία υποδοχής; Όταν αρχίσαμε να θέτουμε ερωτήματα όπως αυτά που τονίζει ο Χ. Φίφης: ‘«Πώς και πού ζούμε;», «Ποιοι είμαστε;», «Ποια είναι η κατεύθυνσή μας;»’.

H συλλογική μας παρουσία και αναζήτηση εκφράστηκε με τους δημοκρατικούς θεσμούς της Κοινότητας (1897, 1898) και του Εργατικού Συνδέσμου (Δημόκριτος 1935, Άτλας 1939) και στο ενδιάμεσο αυτών των δύο αξονικών θεσμών, από μυριάδες άλλους οργανισμούς, συλλογικά σώματα, πολιτιστικές ομάδες, εκδοτικές προσπάθειες, κομματικές ομάδες κτλ.

Οι θεσμοί της Κοινότητας, του Εργατικού Συνδέσμου και των άλλων οργανισμών, ήταν γνήσια, αυτόχθονα και αυτόνομα δημιουργήματα των ελληνοαυστραλών μέσω των οποίων εκφράστηκαν δύο διαφορετικές αντιλήψεις (του ξένου, και του μαχόμενου πολίτη) για τη θέση μας στην Αυστραλία, αλλά και την ίδια την έννοια της ελληνοαυστραλιανής ταυτότητας, της διαμόρφωσής της και της συνέχισής της.

Παρ’ όλες, όμως, τις ιδεολογικές διαφορές τους τελικά, από την δεκαετία του ’60 σύγκλιναν ιστορικά και συνεργάστηκαν γύρω από τους μεγάλους αγώνες για τα δικαιώματα των μεταναστών εργατών, τον πολυεθνισμό, την παιδεία, την καταπολέμηση του ρατσισμού και των διακρίσεων, την υπεράσπιση της δημοκρατίας στην Ελλάδα και στις παροικίες, το Κυπριακό, τη Χούντα.

Αγώνες στου οποίους σφυρηλατήθηκε και η ελληνοαυστραλιανή μας ταυτότητα. Ο άξονας σύγκλισης ήταν βέβαια τα δημοκρατικά ιδεώδη που ενέπνεαν και τους δύο θεσμούς.

Από την προοπτική ολόκληρου του 20ού αιώνα ο ανοιχτός χαρακτήρας των παροικιών, τους επέτρεψε να λειτουργούν δυναμικά και δημιουργικά ως ο ιστορικός τόπος συνάντησης διαφορετικών τάσεων και ερμηνειών της θέσης μας στην Αυστραλία, ως πολιτικά, πολιτιστικά, και πλουραλιστικά αυτοοριζόμενης ομάδας μεταναστών.

Επέτρεψαν δε και ενθάρρυναν τη συνάντηση και την τριβή ιδεών με όλους τους μετέχοντες στο πολυεθνικό εμβαδόν αυτής της χώρας. Εδώ ο ιστορικός παρατηρεί τριβές ανάπτυξης του δημόσιου παροικιακού χώρου και της συλλογικής συνείδησης αυτοπαρουσίασης στην ευρύτερη κοινωνία.

Οι Έλληνες λοιπόν επέλεξαν τον δημοκρατικό προσανατολισμό ως τον ορίζοντα διαμόρφωσης της συλλογικής τους αυτογνωσίας στην Αυστραλία. Δηλαδή ως αρχή αναζήτησης επέλεξαν το διάλογο και την ανοιχτή παροικία ως συστατικές διαστάσεις της έννοιας του ‘ελληνοαυστραλού’ που είναι παράλληλα, και πρέπει να παραμένει, δυναμικό ιστορικό ερώτημα για την εξελισσόμενη (και πλουραλιστική) ελληνοαυστραλιανή ταυτότητα.

Ο θεσμός της Αρχιεπισκοπής λειτούργησε ιστορικά ως ο πολιτικά αυταρχικός και ιδεολογικά μονοδιάστατος ‘εισβολέας’, σε αυτό τον αναπτυσσόμενο για ένα αιώνα, χώρο των πολιτικά (αλλά και πολιτιστικά και θρησκευτικά) ανοιχτών παροικιών. Για δεκαετίες τώρα, οι εκάστοτε ηγέτες της Εκκλησίας έχουν ως πάγιο στόχο να εξουδετερώσουν ό,τι επέτρεψε στους Έλληνες μετανάστες να μετατραπούν σε ενεργά δημοκρατικά υποκείμενα, προωθώντας, όπως αναφέραμε, το μοντέλο της ενοριακής ανακατάταξης των παροικιών ως ιδεολογικά στεγανά και γκέτο στο όνομα της συντήρησης μιας αθάνατης ελληνικότητας που μόνο η Αρχιεπισκοπή μπορεί να μας ‘εγγυηθεί’, όπως άλλωστε θέλει να πιστεύει ότι το κατάφερε την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας.

Ο ιδεολογικός και πολιτικός εγκλωβισμός, τον οποίο σήμερα αναδιαμορφώνει η Αρχιεπισκοπή μέσα στα νέα ιστορικά δεδομένα (με ιδιαίτερη έμφαση στην καλλιέργεια ιστορικής αμνησίας ανάμεσα στις νεότερες γενιές των Ελληνοαυστραλών), δεν είναι στην ουσία διαφορετικός από το ιδεολογικό στεγανό που οι επέβαλαν αγγλοσάξονες στις παροικίες, από την ίδρυσή τους μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’40, και που ο Έλληνας μετανάστης ως μαχόμενος πολίτης με τιτάνιους αγώνες το ξεπέρασε (δεκαετίες ’50 και ’60).

Η πολιτική εξουδετέρωση λοιπόν που επιδιώκει η Αρχιεπισκοπή δεν είναι επiμέρους, αλλά ολοκληρωτική και ριζοσπαστική, γιατί έχει για αντικείμενό της την ίδια την ιστορική φυσιογνωμία των δημοκρατικών και πολυφωνικών παροικιών. Σε τελευταία ανάλυση πρόκειται για μία κολοσσιαία προσπάθεια ενός επαγγελματικού οργανισμού διαγραφής της ιστορικής μας μνήμης.

Ως ο πολιτικός ‘εισβολέας’ με το ξένο προς τις πολιτικές μας παραδόσεις ήθος, η Αρχιεπισκοπή καταλαμβάνει τη μοναδική θέση του εντός-εκτός των παροικιών. Ως το ‘εντός’ παρουσιάζεται σαν ένα τμήμα τους δίπλα σε άλλα όπως οι Κοινότητες, με την αποστολή ικανοποίησης των θρησκευτικών αναγκών μιας μερίδας παροίκων. Ως το ‘εκτός’, όμως, δεν ελέγχεται από τις παροικίες, αλλά τις ηγεμονεύει επιδιώκοντας την αποκλειστική πολιτική αντιπροσώπευσή τους και την ιδεολογική τους υποταγή στο όνομα της προάσπισης της συνέχισης του ‘χριστιανίζοντος’ Ελληνισμού στην ‘ξένη’ χώρα υποδοχής.

Ο πραγματικά ξένος όμως σε αυτή την περίπτωση δεν είναι η Αυστραλία, που άλλωστε σε μεγάλο βαθμό εμείς έχουμε δημιουργήσει, ούτε οι παροικίες, αλλά η ίδια η Εκκλησία. Ο πολιτικός και ιδεολογικός ηγεμονισμός της Eκκλησίας προς τις παροικίες συνοδεύεται, όπως αναφέραμε, και με μία παράλληλη και συμπληρωματική υποταγή απέναντι στις εκάστοτε Αυστραλιανές κυβερνήσεις με την πολιτική των οποίων πάντα ευθυγραμμίζεται.

Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρουμε ότι όταν ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Στυλιανός ρωτήθηκε σε κρατικό ραδιοφωνικό σταθμό για τη στάση της Αυστραλιανής κυβέρνησης (η οποία ήταν απάνθρωπη) απέναντι στους πρόσφυγες μεταξύ άλλων δήλωσε:

‘Υπάρχουν νόμοι οι οποίοι πρέπει να γίνονται σεβαστοί. Ελπίζω ότι όσοι έρχονται σύμφωνα με τους νόμους, σύμφωνα με τους όρους τους οποίους θέτει η χώρα θα είναι ευπρόσδεκτοι.’ (Μετάφραση από «Το Βήμα», Αύγουστος 2002, σελ. 31).

Η Αρχιεπισκοπή ήταν λοιπόν (και εξακολουθεί να είναι) ταυτόχρονα ο πολιτικά ξένος ηγεμόνας των παροικιών και ο ιδεολογικά υποτελής ξένος των εκάστοτε Αυστραλιανών κυβερνήσεων. Κατά παράδοξο τρόπο, είναι αυτή η ηγεμονική υποτέλεια ενός διπλά ξένου θεσμού που την ανάγει σε οργανικό κομμάτι και αντιπροσωπευτικό φορέα της αποικιοκρατικής νοοτροπίας και του ‘κόμπλεξ’ της φυλετικής ανωτερότητας των διαχειριστών της λευκής Αυστραλίας.

Όπως τονίσαμε ανέκαθεν, οι Αγγλοσάξονες κατακτητές της πατρίδας των Ιθαγενών ήθελαν τις παροικίες των μεταναστών ιδεολογικά και ταξικά κατακτημένες και αρμονικά συνδεδεμένες με το γεγονός της κατάκτησης.

Η Αρχιεπισκοπή είναι πολιτικά ο ‘εισβολέας του εισβολέα’, ο ‘αποικιοκράτης του αποικιοκράτη’, που με ζηλευτή ιστορική συνέχεια και συνέπεια διαμορφώνει τις παροικίες σύμφωνα με τις (κρυφές ή φανερές) υποδείξεις (και επιθυμίες) του κυρίαρχου Αγγλοσάξονα.

Η Αρχιεπισκοπή πάντα λειτουργούσε ως ο τοποτηρητής των παραδοσιακών και ρατσιστικών κυβερνητικών απαιτήσεων για πειθαρχημένες και ευγνωμονούσες παροικίες μεταναστών. Κυνήγησε δε και τρομοκράτησε κατά κόρον τους πολιτικά προβληματισμένους συμπάροικους στους αγώνες των οποίων οφείλουμε την αξιοπρέπεια μας ως ελεύθεροι άνθρωποι.

Ε: Η τριπλή υπόσταση της Εκκλησίας ως ‘ξένο’ σώμα

Εδώ θα θέλαμε να επισημάνουμε και μιά τρίτη διάσταση στη σύνθεση του ξένου ( προς το δημοκρατικά παροικιακό ήθος) σώματος που είναι η Αρχιεπισκοπή. Η πολιτική λογική του εντός-εκτός δημιουργεί στην ελληνική Εκκλησία αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως αρχιεπισκοπικό ‘κόμπλεξ’.

Από την οπτική του ηγεμονικού εισβολέα, η Αρχιεπισκοπή πολιτικά φοβάται και ιδεολογικά απεχθάνεται τις παροικίες ως εν δυνάμει φορείς πολιτικής αξιοπρέπειας και οντότητας με δημοκρατικό φρόνημα και παραδόσεις αντίστασης στον αυταρχισμό της.

Αυτό όμως σημαίνει ότι η Εκκλησία της… αγάπης δεν αγάπησε ποτέ και δεν αγαπά τις παροικίες. Απλώς τις πειθαρχεί. Το πρόβλημα που δημιουργείται εδώ είναι βαθύ γιατί η Εκκλησία προβάλλει το συλλογικό σώμα της εκάστοτε ηγεσίας της ως φορέα γνήσιας αγάπης.

Η υπόσταση του ξένου σώματος λοιπόν είναι τριπλή για την Αρχιεπισκοπή: είναι ξένη προς τις παροικίες, ξένη προς την Αυστραλιανή κοινωνία, και ξένη προς το βαθύτερο νόημα της ίδιας της πίστης της. Αυτή την τριπλή υπόσταση του ξένου εκκλησιαστικού σώματος ξεσκέπαζαν με την αντίστασή τους οι παροικίες.

Ένα σημαντικό μέρος της ιστορικής σημασίας των ελληνικών παροικιών της Αυστραλίας σχετίζεται με την περήφανη στάση τους απέναντι στους Αγγλοσάξονες και την Εκκλησία, αντίσταση η οποία έχει ιστορικά αποδείξει ότι είναι αδύνατον για τους πρώτους να μην είναι ρατσιστές και για την Αρχιεπισκοπή να αγαπά, να μην ηγεμονεύει και να μην συμπεριφέρεται αποικιοκρατικά ως ο τοποτηρητής του αποικιοκράτη.

Μαζί με την αντίστασή τους απέναντι στον Αγγλοσαξονικό ρατσισμό, η αντίστασή τους προς τον Αρχιεπισκοπικό ηγεμονισμό αποτελεί ένα πράγματι λαμπρό λαϊκό παράδειγμα απλών ανθρώπων υπεράσπισης της πολιτικής τους αξιοπρέπειας και αυτονομίας. Οι ιστορικές Κοινότητες θα πρέπει αυτό να το αναγνωρίζουν με περηφάνια, όχι να το κρύβουν.

Θα παραθέσουμε εδώ δύο αποσπάσματα από τον ιστορικό Μιχάλη Τσούνη, ο οποίος πριν χρόνια και με ακρίβεια εξέφρασε αυτή την τριπλή υπόσταση του ξένου σώματος με τις διαπλεγμένες διαστάσεις του αυταρχισμού προς τις παροικίες και υποτέλειας προς τους Αγγλοσάξονες: ‘διαμαρτυρίες ενάντια στην ελληνική κυβέρνηση ήταν πράξεις προδοσίας, η συμμετοχή των Ελλήνων μεταναστών στις πορείες της Πρωτομαγιάς και στα Φεστιβάλ Νεολαίας στα οποία παρηλαύνανε με ελληνικές σημαίες και εθνικές ενδυμασίες, καθώς και η συμμετοχή τους στα συνδικάτα και σε αριστερές πολιτικές κινήσεις δυσφημούσαν το καλό ελληνικό όνομα.

Εξίσου άσχημες και επικίνδυνες θεωρούνταν κριτικές και ενέργειες ενάντια στις αυστραλιανές μεταναστευτικές αρχές και ενάντια στο αυστραλιανό κατεστημένο στην ολότητά του.’

Επίσης, ο Τσούνης αναφέρεται με δικαιολογημένη οργή στο ‘αδιάψευστο και τρομακτικό γεγονός της ιστορίας μας ότι σε καμιά από τις χιλιάδες εγκυκλίους που έχουν δημοσιευτεί εν ονόματι της επίσημης Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από το 1924 μέχρι το 1983 δεν γίνεται λόγος για τα οικονομικο-κοινωνικά προβλήματα των πιστών μέσα στην αυστραλιανή καπιταλιστική κοινωνία.’

Άραγε δεν θα έπρεπε ο νέος Αρχιεπίσκοπος να ζητήσει συγχώρηση από τους χιλιάδες Έλληνες μετανάστες στους οποίους ποτέ δεν συμπαραστάθηκε η Εκκλησία σε καιρούς ιδιαίτερα σκληρούς και απάνθρωπους, αναπτύσσοντας έναν ειλικρινή λόγο κριτικής και ελέγχου των υπεύθυνων θεσμών;

Ζ. Έλλειψη αυθεντικού μεταναστευτικού λόγου

Ο πυρήνας της ιστορικής παρέμβασης λοιπόν των παροικιών (ως δημοκρατικά συγκροτημένοι ‘ξένοι’ ή μαχόμενοι πολίτες), παράλληλα με τους κοινωνικούς, πολιτικούς και ταξικούς αγώνες, περιστρεφόταν, άμεσα ή έμμεσα, γύρω από τους πλέον κεντρικούς όρους της λευκής Αυστραλιανής αυτογνωσίας, αυτούς της πατρίδας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Τα ιδεολογικά θεμέλια της Αυστραλιανής κοινωνίας στην κυριολεξία συντρίβονται κάθε φορά που γίνεται προσπάθεια να κατανοήσουμε τη σημασία τους.

Δεν είναι όμως το νοσταλγικό ερώτημα για τη ‘μητέρα’ πατρίδα που χάσαμε, και για την καλή ‘μητριά’ που βρήκαμε. Είναι το ιστορικά δύσκολο ερώτημα για το εάν αυτός εδώ ο τόπος είναι, ή μπορεί να γίνει, πατρίδα μας με γνώμονα την προάσπιση της πολύπλευρης κοινωνικής δικαιοσύνης.

Σήμερα μπαίνουν επί τάπητος θεμελιακά ζητήματα. Όπως τονίσαμε, το θέμα των ιθαγενών είναι το πρώτο και το κυριότερο. Ποια είναι η σχέση μας απέναντί τους; Μπορούμε να διδάσκουμε τα παιδιά μας για την ελληνική σκλαβιά τεσσάρων αιώνων και για τον αγώνα μας για λευτεριά, συμμετέχοντας σιωπηρά στην κατάκτηση της γης του ιθαγενή ο οποίος αγωνίζεται δυο αιώνες τώρα για τη δική του λευτεριά;

Στον βαθμό που αυτό δεν αναγνωρίζεται, όπως το έχουν αναγνωρίσει άλλοι, γιορτές όπως για παράδειγμα αυτή της 25ης Μαρτίου, στην καλύτερη περίπτωση είναι πανηγύρια εθελοτυφλίας.

Τη δεκαετία του 1960 οι Αγγλοαυστραλοί δεν έστελναν τα παιδιά τους σε σχολεία στα οποία φοιτούσαν πολλά μεταναστόπουλα. Σήμερα τα δικά μας παιδιά δεν στέλνουν τα παιδιά τους στα σχολεία που φοιτούν παιδιά μουσουλμάνων.

Ποιος θα μιλήσει για τον εγχώριο ρατσισμό μας; Πού είναι η υποστήριξή μας προς τους μουσουλμάνους Αυστραλούς και τους ‘λαθρομετανάστες’, οι οποίοι υποφέρουν -όπως υποφέραμε και εμείς- από το ρατσισμό, στη σημερινή περίοδο σκοταδισμού και απανθρωπιάς για τη χώρα μας (την Αυστραλία);

Ποια είναι η άποψή μας για την ιστορία μας ως μετανάστες; Ποιος θα τη γράψει και πότε θ’ αρχίσουμε να την παρουσιάζουμε στα παιδιά μας με την περηφάνια της κεκτημένης αυτογνωσίας; Πότε θ’ αγκαλιάσουμε τους δικούς μας πνευματικούς ανθρώπους που ήδη παρεμβαίνουν με αξιώσεις στον ευρύτερο κοινωνικό διάλογο για συλλογική αυτογνωσία, ως καλλιτέχνες, πανεπιστημιακοί κ.λπ. αλλά είναι άγνωστοι στις παροικίες;

Πότε θα τιμήσουμε και θα μνημονεύσουμε τους πάροικους που σήκωσαν το ανάστημά τους ενάντια στην αδικία για να θεωρούμε εμείς τους εαυτούς μας ισότιμους πολίτες; Πότε θα βρούμε το θάρρος να συζητήσουμε κριτικά τον ιστορικό ρόλο της επίσημης Εκκλησίας, οι αντιπρόσωποι των οποίων εδώ και σχεδόν έναν αιώνα μας αντιμετωπίζουν ως αποικία ‘αμνών’ στην ξενιτιά που έχουν ανάγκη από ‘ποιμένες’, μας χειραγωγούν και μας κολακεύουν ως ‘γνήσιους’ Έλληνες και Χριστιανούς εκ του πονηρού;

Αυτά βέβαια είναι μόνο λίγα από τον ωκεανό των θεμάτων που μας πολιορκούν ως οργανικό κομμάτι του Αυστραλιανού λαού, και ως Έλληνες μετανάστες που στάθηκαν στα πόδια τους μόνοι, χωρίς τα δεκανίκια κανενός και παρά την έχθρα των επίσημων αρχών, για να δημιουργήσουν τη δικιά τους ιστορία.
Την ιστορική αυτή στιγμή, όμως, το να αναπτυχθεί ξανά ένας τέτοιος προβληματισμός είναι μιά ιδιαίτερα δύσκολη πρόκληση γιατί ζούμε πλέον την συρρίκνωση και μεθοδευμένη παρακμή της ανοιχτής, και προς τον εαυτόν της και προς την ευρύτερη κοινωνία, παροικίας.

Στο δημόσιο χώρο των παροικιών δεν ενθαρρύνεται πλέον η ουσιαστική διακίνηση ιδεών για τη φυσιογνωμία μας και τη θέση μας σε αυτή τη χώρα. Στην πλειοψηφία τους σήμερα οι παροικιακοί φορείς, και ιδιαίτερα οι ιστορικές Κοινότητες της Μελβούρνης και του Σίδνεϊ, είναι ενσωματωμένοι σε μια πολυδιάστατη κατάσταση εφησυχασμού και μεθοδικά καλλιεργημένης εσωτερικής αμνησίας.

Δυστυχώς, στεκόμαστε ήδη απαξιωτικά απέναντι στην πολιτική μας ιστορία ως μετανάστες και πολίτες Ελληνικής καταγωγής που προβληματίστηκαν και πρωτοστάτησαν σε μεγάλες κοινωνικές και ιδεολογικές ανακατατάξεις.

Έχουμε ήδη εισέλθει σε μια πορεία συλλογικού εγκλωβισμού στην εικόνα που έχουν διαμορφώσει και προωθούν διάφορα κέντρα του γραφικού, εθνολάτρη, αρχαιολάτρη, και ‘χριστιανίζοντα’ Έλληνα που ‘διαπρέπει’ στην ‘ξενιτιά’ και παρουσιάζεται ως πετυχημένος στον κυρίαρχο Αγγλοσάξονα. Σταδιακά χάνουμε την πολιτική μας αξιοπρέπεια με το να χάνουμε την ίδια την ιστορική μας μνήμη.

Μέσα σε αυτό το κενό εν εξελίξει θα πρέπει να δούμε και να κατανοήσουμε την καινούργια φάση της Αρχιεπισκοπικής πολιτικής και ιδεολογικής παρέμβασης που σηματοδότησε ο ερχομός του νέου Αρχιεπισκόπου.

Είναι μέσα στον ορίζοντα του μεθοδευμένου τραύματος της αμνησίας των ‘πετυχημένων΄ παροικιών, της βιολογικής πλέον υποχώρησης των συμπάροικων της ‘ηρωικής’ θα λέγαμε πρώτης γενιάς, και των ξεχασμένων ιδανικών μιας εποχής οραμάτων, που παρεμβαίνει ο Αρχιεπίσκοπος με την σιωπηρή συγκατάθεση ιστορικών Κοινοτήτων οι οποίες φαίνεται να έχουν χάσει οριστικά την πολιτική τους πυξίδα ως συλλογικοί φορείς ουσιαστικής αυτογνωσίας και αναζήτησης.

*Η Δρ. Τούλα Νικολακοπούλου και ο Δρ. Γιώργος Βασιλακόπουλος διδάσκουν στο Τμήμα Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου La Trobe της Μελβούρνης.