Το εκλεκτορικό σώμα επικύρωσε, όπως αναμενόταν, νίκη του Δημοκρατικού Τζο Μπάιντεν έναντι του Ρεπουμπλικάνου Ντόναλντ Τραμπ στις εκλογές οι οποίες διεξήχθησαν την 3η Νοεμβρίου.

Οι εκλέκτορες που ανέδειξαν οι αμερικανικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου συγκεντρώθηκαν στις πρωτεύουσες των 50 πολιτειών και στην Ουάσιγκτον, προκειμένου να ψηφίσουν για τον νέο πρόεδρο της χώρας. Οι πρώτες πολιτείες όπου έλαβε χώρα η ψηφοφορία ήταν το Βερμόντ, το Νιου Χαμσάιρ και το Τενεσί – οι δύο πρώτες κερδήθηκαν από τον Τζο Μπάιντεν και η τρίτη από τον Ντόναλντ Τραμπ.

Η ψήφος των 55 εκλεκτόρων της Καλιφόρνιας, πολιτείας όπου ο Μπάιντεν επικράτησε με πάνω από το 63% των ψήφων, ήταν πάντως αρκετή για να ξεπεράσει το όριο των 270, συνώνυμο με την επικύρωση της νίκης του από το σώμα. Συνολικά, ο Μπάιντεν εξασφάλισε 306 εκλεκτορικές ψήφους, έναντι 232 του Τραμπ. Όλες οι πολιτείες έχουν κυρώσει τυπικά το αποτέλεσμα.

Ο Δημοκρατικός εκλεγμένος πρόεδρος Τζο Μπάιντεν στηλίτευσε με σφοδρότητα την άρνηση του Ρεπουμπλικάνου απερχόμενου ενοίκου του Λευκού Οίκου Ντόναλντ Τραμπ να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών της 3ης Νοεμβρίου και την υποβολή δεκάδων προσφυγών από μέρους των δικηγόρων του στη δικαιοσύνη, προκειμένου να ανατραπεί.

«Αυτή είναι ακραία θέση, που δεν είχαμε ξαναδεί ποτέ μέχρι τώρα», τόνισε ο πρώην αντιπρόεδρος κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο Ουίλμινγκτον (Ντέλαγουερ), πολιτικό προπύργιό του, μερικές ώρες αφότου το εκλεκτορικό σώμα, όπως αναμενόταν, επικύρωσε την επικράτησή του στην αναμέτρηση του περασμένου μήνα.

Ο απερχόμενος πρόεδρος «αρνείται να σεβαστεί τη βούληση του λαού, να σεβαστεί το κράτος του δικαίου, να τηρήσει το Σύνταγμά μας», πρόσθεσε ο Μπάιντεν. Ως τώρα, ο Δημοκρατικός είχε αποφύγει να επιτεθεί τόσο μετωπικά στον Τραμπ στο ζήτημα αυτό. Όμως χθες προέτρεψε τους Αμερικανούς να «γυρίσουν τη σελίδα» της εποχής του Τραμπ.

Ορισμένοι οπαδοί του Ρεπουμπλικανού συνεχίζουν να καλούν σε διαδηλώσεις μέσω ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης, ενώ αξιωματούχοι εκλογικών επιτροπών, ακόμα και Ρεπουμπλικάνοι, προειδοποιούν σε ολοένα υψηλότερους τόνους ότι υπάρχει κίνδυνος να ξεσπάσουν βίαια επεισόδια εξαιτίας της ρητορικής του μεγιστάνα των ακινήτων.

«Η φλόγα της δημοκρατίας άναψε σε αυτή τη χώρα πολύ καιρό πριν. Και ξέρουμε ότι τίποτα, ούτε μια πανδημία, ούτε η κατάχρηση εξουσίας, μπορεί να σβήσει αυτή τη φλόγα. Στη μάχη για την ψυχή της Αμερικής, η δημοκρατία υπερίσχυσε», διαβεβαίωσε ο Μπάιντεν.

Λόγω του απαρχαιωμένου εκλογικού συστήματος, που χρονολογείται στη δεκαετία του 1780, ο πρόεδρος δεν ψηφίζεται απευθείας από τον αμερικανικό λαό, αλλά σε δεύτερο χρόνο, από τους εκλέκτορες. Το 2016 η Χίλαρι Κλίντον έλαβε περίπου τρία εκατομμύρια ψήφους περισσότερες από τον Τραμπ, αλλά ο τελευταίος εξασφάλισε πλειοψηφία στο εκλεκτορικό σώμα. Φέτος, όμως, ο Τζο Μπάιντεν, με επτά εκατομμύρια περισσότερες ψήφους (ποσοστό 4,5%), κέρδισε άνετη πλειοψηφία 306 εκλεκτόρων.

Παραδοσιακά, οι εκλέκτορες απλώς επικυρώνουν το εκλογικό αποτέλεσμα, αφού ορίζονται από τα κόμματά τους με κριτήριο τη νομιμοφροσύνη τους. Κατά καιρούς εμφανίζονται κάποιοι «απείθαρχοι» ψηφοφόροι, αλλά το φαινόμενο είναι σπάνιο και δεν επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα. Η οριστικοποίηση της νίκης Μπάιντεν από τους εκλέκτορες σηματοδοτεί την τελεσίδικη αποτυχία της εκστρατείας Τραμπ για ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος μέσω δικαστικών προσφυγών και παρεμβάσεων των πολιτειακών αρχών που ελέγχονται από τους Ρεπουμπλικανούς σε πολιτείες όπου το αποτέλεσμα ήταν οριακό υπέρ του Μπάιντεν.

Θεωρητικά, ο Τραμπ θα έχει μία τελευταία ευκαιρία στις 6 Ιανουαρίου, όταν θα συνέλθει το Κογκρέσο για να επικυρώσει το αποτέλεσμα του εκλεκτορικού κολεγίου.

Στην πράξη, το ενδεχόμενο αυτό φαντάζει αδιανόητο. Για να αμφισβητηθούν τα αποτελέσματα οποιασδήποτε πολιτείας πρέπει να υπάρξει σύμφωνη απόφαση και των δύο Σωμάτων του Κογκρέσου. Ωστόσο, οι Δημοκρατικοί ελέγχουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ και στη Γερουσία, όπου το κόμμα του Τραμπ διατηρεί οριακή πλειοψηφία, αρκετοί Ρεπουμπλικανοί γερουσιαστές έχουν ήδη αναγνωρίσει τη νίκη του Μπάιντεν.

Ο Τραμπ κερδίζει από το αφήγημα περί νοθείας

Η εμμονή Τραμπ σε δικαστικές προσφυγές για την ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος δεν αποτελεί μόνο ένδειξη πολιτικού, ο οποίος δεν ξέρει να χάνει. Έχει πιο χειροπιαστά κίνητρα που σχετίζονται με το χρήμα.

Για τον εαυτό του ο Ντόναλντ Τραμπ λέει ότι δεν του αρέσει να χάνει. Όμως το γεγονός ότι αρνείται να αποδεχθεί την ήττα του από τον Τζο Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου έχει και μια διαφορετική εξήγηση. Μετά από περισσότερες από 50 ήττες ενώπιον της αμερικανικής δικαιοσύνης ακόμα και ένας Τραμπ θα έπρεπε να έχει συνειδητοποιήσει ότι το εκλογικό αποτέλεσμα δεν μπορεί πια να ανατραπεί.

Όταν σήμερα το Κολλέγιο των Εκλεκτόρων συνεδριάσει στην Ουάσιγκτον για να εκλέξει τον επόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ, η είσοδος του Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκου θα γίνει ακόμα πιο βέβαιη. Η άρνηση του Ντόναλντ Τραμπ να παραδεχθεί δημόσια ότι έχασε τις εκλογές σχετίζεται και με το χρήμα.

Από τις αρχές Νοεμβρίου υποστηρικτές του πρόεδρου Τραμπ σε κάθε γωνιά των ΗΠΑ λαμβάνουν email στο όνομα του Τραμπ από τους υπεύθυνους της προεκλογικής εκστρατείας Made America Great Again, στις οποίες αναφέρεται μεταξύ άλλων: “Αυτό είναι το σημαντικότερο μήνυμα που σου έχω στείλει ποτέ. Χρειάζομαι τη ΔΙΚΗ ΣΟΥ ΒΟΗΘΕΙΑ. Ακόμα και πέντε δολάρια αρκούν για να στηρίξεις τον αγώνα για δίκαιες προεδρικές εκλογές, στις οποίες υπήρξαν “πολλές παρατυπίες”.

Το 25% πηγαίνει στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα

Οι εκκλήσεις για οικονομική στήριξη στους υποστηρικτές και οπαδούς του προέδρου Τραμπ είχαν απτό αποτέλεσμα. Μέσα σε ένα μήνα από τις προεδρικές εκλογές στα ταμεία της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ είχαν εισρεύσει περισσότερα από 200 εκατομμύρια δολάρια. Τα χρήματα διοχετεύθηκαν, μεταξύ άλλων, στις πολιτικές οργανώσεις “Trump Victory” και “Save America”. Τα mail προς τους ψηφοφόρους υπονοούν ότι τα συγκεντρωμένα χρήματα θα διατεθούν στην δικαστική μάχη κατά του εκλογικού αποτελέσματος. Στη πραγματικότητα όμως το στρατόπεδο του Τραμπ διέθεσε μόνο μικρό ποσοστό των χρηματικών δωρεών σε, κατά γενική ομολογία αποτυχημένες, προσπάθειες ανατροπής της νίκης του Τζο Μπάιντεν, όπως ήταν για παράδειγμα η επανακαταμέτρηση των ψήφων. Σύμφωνα με την αμερικανική υπηρεσία FEC, αρμόδια για τη χρηματοδότηση προεκλογικών εκστρατειών, μέχρι τις 23 Νοεμβρίου είχαν διατεθεί λιγότερα από 10 εκατομμύρια δολάρια για τον σκοπό αυτό. Τρία εκατομμύρια κόστισε π.χ. η μερική επανακαταμέτρηση ψήφων στην πολιτεία Ουισκόνσιν, η οποία δεν απέφερε στον πρόεδρο Τραμπ ούτε μια ψήφο.

Στην επίσημη ιστοσελίδα της προεκλογικής εκστρατείας οι δωρητές πληροφορούνται μόνο στα ψιλά γράμματα ότι το 25% της οικονομικής ενίσχυσης πηγαίνει στα ταμεία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και το 75% στην προσφάτως ιδρυθείσα οργάνωση “Save America”. Μόνο σε περίπτωση δωρεάς άνω τον 5.000 δολαρίων το ποσό διοχετεύεται εξ ολοκλήρου στον αγώνα ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος.

“Ποτέ πρώην πρόεδρος δεν είχε τόση επιρροή”

“O Τραμπ εξαπάτησε τους οπαδούς που δώρισαν μικρότερα ποσά”, εκτιμά ο Μπρένταν Φίσερ από τον ιστότοπο ειδήσεων από το χώρο της δικαιοσύνης “Law and Crime”, ο οποίος τάσσεται υπέρ ενός αυστηρότερου πλαισίου χρηματοδότησης του προεκλογικού αγώνα στις ΗΠΑ. “Οι παραπλανητικές και ψευδείς κατηγορίες του προέδρου Τραμπ για εκλογική νοθεία αποδείχτηκαν ιδιαίτερα αποτελεσματικό μέσο συγκέντρωσης χρημάτων, από τα οποία ωφελήθηκαν τόσο ο ίδιος πρόεδρος, όσο και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Τους συμφέρει επομένως να συνεχίσουν την εκστρατεία τους. Ο δημοσιογράφος της Washington Post Πολ Γουάλντμαν πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα: “Ο Τραμπ και οι συνεργάτες του γνώριζαν ότι μια ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος είναι ανέφικτη και είπαν στον κόσμο ψέματα, πάνω στα οποία στηρίχθηκε το επιχειρησιακό τους μοντέλο”.