Σήμερα θα αναφερθώ σε κάποιες ομόηχες λέξεις, με άλλα λόγια σε λέξεις που δεν διαφέρουν ακουστικά, αλλά έχουν διαφορετικό νόημα, και ως εκ τούτου μπορεί να χρησιμοποιηθούν εσφαλμένα.

Για την καλύτερη κατανόησή τους και ως εκ τούτου για τη σωστή χρήση τους, δίνω τον ορισμό τους.

Στη γλώσσα μας -λόγω του πλούτου που τη διακρίνει- παρατηρούνται πολλές ομόηχες λέξεις.

Ακολουθούν κάποιες από τις συνηθέστερες, κατά την άποψή μου.

•Αίτημα – Έτοιμα
Αίτημα: αυτό που ζητάει κάποιος με επίσημο τρόπο, προφορικά ή γραπτά.
Έτοιμα: πληθυντικός του ουδέτερου γένους του επιθέτου έτοιμος-η-ο.

•Βάζο – Βάζω
Βάζο: Ουσιαστικό. Δοχείο κατασκευασμένο από διάφορα υλικά.
Βάζω: Ρήμα. Τοποθετώ.

•Διάλειμμα – Διάλυμα
Διάλειμμα: προσωρινό σταμάτημα.
Διάλυμα: ομογενές μείγμα δύο ή περισσοτέρων ξεχωριστών ουσιών.

•Δίστιχο – Δύστυχο
Δίστιχο: Ποίημα από δύο στίχους.
Δύστυχο: Ουδέτερο του επιθέτου δύστυχος -η-ο.

•Έγγειος – Έγκυος
Έγγειος: Αναφορά στη γη και τα προϊόντα της.
Έγκυος: Γυναίκα που κυοφορεί.

•Ετοιμολογία – Ετυμολογία
Ετοιμολογία: Άνεση στη συζήτηση.
Ετυμολογία: Κλάδος της γλωσσολογίας.

•Ευφορία – Εφορία
Ευφορία: Καρποφορία.
Εφορία: Κρατική υπηρεσία.

•Ήτα – Ήττα
Ήτα: Το γράμμα Η, η.
Ήττα: Η αρνητική έκβαση ενός αγώνα.

•Θήρα – Θύρα
Θήρα: Μικρό νησί στις Νότιες Κυκλάδες.
Θύρα: Η πόρτα, εξ ου και το παράθυρο, με άλλα λόγια δίπλα στη θύρα.

•Ίσος – Ίσως
Ίσος: Επίθετο. Αυτός που έχει τις ίδιες διαστάσεις, κλπ.
Ίσως: Επίρρημα. Πιθανόν να, ενδέχεται.

•Καινός – Κενός
Καινός: Καινούριος.
Κενός: Άδειος.

•Κινώ – Κοινό
Κινώ: Ρήμα. Θέτω κάτι σε κίνηση, ή κάποιος κινείται, π.χ. κινώ να πάω.
Κοινό: Ουσιαστικό. Το σύνολο των πολιτών, πολύ πλήθος.

•Κλήμα – Κλίμα
Κλήμα: Καθένα από τα κλαδιά του αμπελιού.
Κλίμα: Το σύνολο των μετεωρολογικών συνθηκών σε μια περιοχή.

•Κλήση – Κλίση
Κλήση: Το να καλείς κάποιον κάπου.
Κλίση: Το να γέρνει κάτι προς μια πλευρά. Η κλίση ονομάτων και ρημάτων.
Το να έχει κάποιος τάση να κάνει κάτι.

•Κλείνω – Κλίνω
Κλείνω: Δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή έξοδο.
Κλίνω: Γέρνω προς ορισμένη κατεύθυνση, εμφανίζω ροπή ή τάση προς κάτι και πολλές άλλες έννοιες, όπως κλίνω ένα ρήμα.

•Κόλλημα – Κώλυμα
Κόλλημα: Συγκόλληση δύο αντικειμένων.
Κώλυμα: Εμπόδιο, ηθικό ή νομικό.

•Κόμμα – Κώμα
Κόμμα: Το σημείο στίξης (,) που χωρίζει δύο προτάσεις, αλλά και η πολιτική οργάνωση που τα μέλη της έχουν τις ίδιες βασικές απόψεις.
Κώμα: Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από παρατεταμένη
απώλεια της συνείδησης.

•Κρητικός – Κριτικός
Κρητικός: Κάποιος που προέρχεται από την Κρήτη.
Κριτικός: Αυτός που σχετίζεται με την κριτική.

•Λιτός – Λυτός
Λιτός: Αυτός που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη οποιασδήποτε πολυτέλειας.
Λυτός: Αυτός που είναι λυμένος.

•Λιμός – Λοιμός
Λιμός: Μεγάλη πείνα που οφείλεται στην έλλειψη τροφίμων.
Λοιμός: Κάθε ασθένεια που προκαλεί μεγάλη και θανατηφόρα επιδημία.

•Λίπη (τα) – Λύπη (η)
Λίπη: Πληθυντικός του ουσιαστικού ‘λίπος’: εύτηκτη οργανική ουσία
του σώματος των ανθρώπων ή των ζώων.
Λύπη: Ψυχικός πόνος, οδύνη, θλίψη.

•Λίρα – Λύρα
Λίρα: Νομισματική μονάδα διαφόρων χωρών.
Λύρα: Έγχορδο λαϊκό όργανο, όπως η ποντιακή και η κρητική λύρα.

•Νίκη – Νοίκι
Η νίκη: Η επικράτηση σε μάχη ή άλλον αγώνα.
Το νοίκι: Το ενοίκιο: Χρηματικό ποσό που δίνεται για τη μίσθωση κινητού ή ακινήτου.

•Νότα – Νώτα
Η νότα: Το γραπτό σύμβολο του μουσικού ήχου.
Τα νώτα: Το πίσω μέρος του σώματος, η ράχη.

•Όμως – Ώμος
Όμως: Σύνδεσμος.
Ώμος: Ουσιαστικό. Η άρθρωση που ενώνει τον βραχίονα με τον θώρακα.

•Όρος – Όρος
Όρος: Βουνό.
Όρος: Ειδική υποχρέωση για συμφωνία, κλπ.

•Πάλη – Πάλι
Η πάλη: Ουσιαστικό: αγώνισμα.
Πάλι: Επίρρημα: ξανά, κι άλλη φορά.

•Παράλειψη – Παράληψη
Παράλειψη: Εξαίρεση, αμέλεια, αποσιώπηση.
Παράληψη: Παραλαβή.

•Πιάνο – Πιάνω
Το πιάνο: Ογκώδες μουσικό όργανο με πλήκτρα.
Πιάνω: Ρήμα.

•Πια – Ποια
Πια, επίρρημα. Δεν μπορώ να περιμένω πια.
Ποια, ερωτηματική αντωνυμία: ποιος, ποια, ποιο.

•Πιο – Ποιο
Πιο, μόριο που χρησιμεύει για τον περιφραστικό σχηματισμό παραθετικών στα επίθετα και στα επιρρήματα: πιο έξυπνος, πιο γρήγορα.
Ποιο, ουδέτερο της αντωνυμίας ποιος, ποια, ποιο.

•Ρήμα – Ρίμα
Ρήμα: Κλιτό μέρος του λόγου.
Ρίμα: Η ηχητική σύμπτωση λέξεων ή στίχων ποιήματος.

•Σήκω – Σύκο
Σήκω: προστακτική του ρήματος σηκώνομαι.
Το σύκο: φρούτο.

•Τείχος – Τοίχος
Το τείχος: Ογκώδης κατασκευή από πέτρες για να προστατεύει από επιδρομές, οχύρωμα.
Ο τοίχος: Οικοδομικό κατασκεύασμα που αποτελεί την κάθε πλευρά κτιρίου.

•Τόνος – Τόνος
Τόνος: Ψάρι.
Τόνος: 1. Το ύψος ή η ένταση της φωνής στον προφορικό λόγο σε σημείο λέξης.

2. Στον γραπτό λόγο διακριτικό σημείο πάνω από φωνήεν μιας λέξης.

•Τόπι – Τόποι.
Το τόπι: Μικρή μπάλα, κυρίως από λάστιχο, που χρησιμοποιείται σε διάφορα παιχνίδια.
Οι τόποι: Πληθυντικός του ουσιαστικού ο τόπος.
Η λέξη τόπος χρησιμοποιείται σε πολλές εκφράσεις, όπως «Δίνω τόπο στην οργή».

•Φύλλο – Φύλο
Το φύλλο: Το φύλλο φυτών και δένδρων.
Το φύλο: Το σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που ξεχωρίζουν το αρσενικό από το θηλυκό γένος στους ανθρώπους και στα ζώα.

•Φιλί – Φυλή
Το φιλί: Η επαφή των χειλιών ενός ατόμου με τα χείλη άλλου ατόμου.
Η φυλή: Το σύνολο των ανθρώπων με κοινή καταγωγή και κοινά γενικά γνωρίσματα.

•Φοιτώ – Φυτό
Φοιτώ, ρήμα: Παρακολουθώ μαθήματα σε πανεπιστήμιο.
Φυτό: Ουσιαστικό. Ό,τι φυτρώνει στο έδαφος και αναπτύσσεται.

•Χήρος – Χοίρος
Χήρος: Άντρας που μένει μόνος μετά το θάνατο της συζύγου του.
Χοίρος: Γουρούνι.