Απ’ αυτή την άποψη, τα ποιήματα της εν λόγω συλλογής αποτελούν ένα χρήσιμο εγχειρίδιο αυτογνωσίας. Μια πλοήγηση που, μέσω των εργαλείων της τέχνης, μας βοηθά να συλλαβίσουμε («Διαβάζοντας προσεκτικά […] σημάδια αλάνθαστα στο βάθος του τοπίου / οι θημωνιές, οι συλλαβές των μυστικών μας», «Αναγνωστικό δημοτικού», σ. 34), να (ανα)ψηλαφίσουμε, (ανα)στοχαστούμε και (ανα)συνθέσουμε έναν κατακερματισμένο κόσμο, συγκεράζοντας την ομορφιά της ζωής με το υπαρξιακό άγχος, κάνοντας «οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου» (Ανδρέας Εμπειρίκος, «Εις την οδόν των φιλελλήνων»).

Οι πολλαπλοί κόσμοι (εξωτερικών κι εσωτερικών) τόπων και τοπίων και η πολυσημία τους, το ατομικό και συλλογικό στοιχείο, δεν αποκλίνουν αλλά συγκλίνουν. Δεν λειτουργούν μονοδιάστατα αλλά πολυδιάστατα. Όχι ανταγωνιστικά, αλλά συνδυαστικά, αμφίδρομα και αρμονικά.

Σε μια γόνιμη, ισοδύναμη και διαδραστική σχέση αλληλεπίδρασης και αντικατοπτρισμού: «Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς / η αγορά, η θέα, / η αγωνία του χρήματος / η μυσταγωγία του θέρους / η σύγχυση που λέγεται ζωή / στεγάζονται εδώ / αδελφωμένα, τα ενάντια / να τα μαζεύει όλα κοντά στην πείρα / ο ρόδακας» («Φεσάκι με παράδες και συρταρωτό ρόδακα», σ. 33).

Είναι εντυπωσιακό πόσο ο ποιητής, σαν πολύπειρος σαμάνος, με εξαιρετικά λιτά εκφραστικά μέσα κι επιγραμματικό τρόπο, με μετρημένες σαν διαμαντάκια λέξεις, σαν τις έξι μέρες της Δημιουργίας, κατορθώνει να αλληλογονιμοποιεί, εξισορροπεί κι εναρμονίζει τις όποιες αντίρροπες δυνάμεις (διατηρώντας «αδελφωμένα τα ενάντια», σ. 33), απαλύνοντας τον φόβο του θανάτου:

«Όπως βγαίνει από το πηγάδι / μαζί με το δροσερό νεράκι / το λουλούδι του Κάτω Κόσμου / τον αόρατο υάκινθο εννοώ / που θα μας φέρει τέλος την άλλη άνοιξη // έτσι βγαίνει από τα σωθικά μας / το θάρρος του θανάτου» («Ο πειρασμός της σαφήνειας», σ. 48).

Απ’ αυτή την άποψη, η ποίηση του Βέη διαψεύδει πανηγυρικά τη ρήση του Μπέκετ («Κάθε λέξη ένας άχρηστος λεκές στη σιωπή και στο τίποτα») αφού οι δικές του λέξεις επιχειρούν να εκφράσουν τα σκιρτήματα της ψυχής μέσω της γλώσσας, καθώς «η γλώσσα / […] θέλει το αίμα της πίσω / να τη γλιτώσεις θέλει / έστω ως ανάμνηση των ερώτων» («Με τους ψαράδες», σ. 62), νοηματοδοτώντας το «περιβόλι της ψυχής το μοσχαναθρεμμένο» (Διονύσιος Σολωμός, «Ελεύθεροι πολιορκημένοι»): «[…] μαζί με τους υποψιασμένους γλάρους / ένα φτερό τώρα πετάει γύρω του / το έχουν πει ψυχή» («Αρχαία Θήρα», σ. 59).

Μια ζωή αμετανόητος «φυγάς», ο ποιητής Γιώργος Βέης, αν κι επαναπατρισμένος πλέον, δυσφορεί, ή σωστότερα αδυνατεί να ξεκουραστεί και ησυχάσει στην «Ιθάκη» του, αλλά χρειάζεται να βρίσκεται διαρκώς εν αποδράσει, μονολογώντας: «ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, ο νους μου κινδυνεύει» («Ξεριζωμένη ιτιά», σ. 35). Έτσι, ακόμη κι όταν δεν ταξιδεύει με οιονδήποτε τρόπο σε άλλους τόπους και χώρες, δεν παύει να δραπετεύει στο χώρο και το χρόνο, «στο διάστημα / εκεί ο κόσμος χωρίς βάρος / μακάρι να ήσουν εδώ / ένα αίσιο, διαρκές απομεσήμερο Κυριακής / σύμπαν εσύ» («Εκκρεμότητες θνητών», σσ. 54-55). Να αποδρά αενάως «εν φαντασία και λόγω».

Τι ψάχνει, τι αναζητά όμως ο ποιητής με τις επίμονες, ψυχαναγκαστικές κι ατέρμονες αποδράσεις – πτήσεις καταδύσεις και οδοιπορίες του; Προφανώς τον ιδεαλιστικό, ανύπαρκτο «ου τόπο», δηλαδή την «ουτοπία», που μόνο στη φαντασία και την ψυχή κατοικοεδρεύει.

Απ’ αυτόν τον ευσεβή πόθο διακατέχεται κι αυτόν το (ανύπαρκτο) «τόπο» και «χώρο» λαχταρά κάθε φορά να επισκεφτεί κι εξερευνήσει – έστω κι αν γνωρίζει εκ των προτέρων ότι πρόκειται για ψευδαίσθηση.

Η περιπέτεια του «αγνώστου» όμως εκτοπίζει κάθε ορθολογικό ενδοιασμό για το μάταιο του εγχειρήματος, καθώς η γητειά αυτής της ερεθιστικής πρόκλησης γίνεται αυτοσκοπός.

Έτσι, με πρόφαση και αφετηρία τα ορώμενα του κοσμικού χωρόχρονου, αναλαμβάνει τον ρόλο του «αρχαιολόγου» προκειμένου να εξερευνήσει τον θαυμαστό κόσμο και τα μυστηριώδη τοπία της ψυχής: «[…] έτσι είναι τα μάτια μας πολλές φορές / λες και οι εικόνες, ολόκληρα τοπία / ιδίως τα θεάματα των ημερών / υπάρχουν αποκλειστικά και μόνο / για τα όνειρα των παιδιών» («Άδειοι περιστερώνες», σ. 68).

Χωρίς να παραλείπει να δίνει μια πρόγευση των υπερκόσμιων μεγαλείων της άλλης (μεταφυσικής) ζωής: «Η ανενδοίαστη αυτοπεποίθηση του ημερολογίου / η κυριαρχία των μηνών / ίσως θα καταρριφθεί κάποτε / από το κορμάκι όλων των συγκινήσεων / που θα εμφανισθεί ακέραιο / όπως ποτέ πριν, / ρομφαία» («Τα γενέθλια», σ. 45). Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν τους εξής σοφούς στοχασμούς του ποιητή Τζιάκομο Λεοπάρντι (1798-1837):

«Στον ευφάνταστο και αισθαντικό άνθρωπο, που ζει – όπως κι εγώ πολύ καιρό έζησα – έχοντας άγρυπνες αδιάκοπα τις αισθήσεις και τη φαντασία του, ο κόσμος και τα αντικείμενα παρουσιάζονται σαν δισυπόστατα. Με τα μάτια βλέπει ένα πύργο, ένα τοπίο, με τα αυτιά του ακούει τον ήχο μιας καμπάνας και την ίδια στιγμή βλέπει με τη φαντασία του έναν αλλοιώτικο πύργο, μιαν άλλη εξοχή, στην ακοή του αντηχεί διαφορετικά ο ήχος της καμπάνας.

Με αυτή τη δεύτερη υπόσταση των αντικειμένων, συνδέονται η ομορφιά και η χάρη των πραγμάτων. Θλιβερή η ζωή του ανθρώπου, και όπως συνήθως έτσι είναι η ζωή, θλιβερή. Του ανθρώπου που δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν νοιώθει παρά απλά αντικείμενα, όσα μοναχά τα μάτια, τα αυτιά και άλλες αισθήσεις αντιλαμβάνονται».

Όπως συνάγεται εκ των ανωτέρω, η ποίηση του Βέη, εκτός από υπερβατική (δεδομένου ότι πίσω απ’ τα αισθητά φαινόμενα κρύβονται διαρκείς και αυθυπόστατες ουσίες), είναι αναχωρητική, δυνητικά ιαματική, διδακτική, με σωτηριολογικά μηνύματα, καθώς προτρέπει – όπως και οι στωϊκοί – στη μίμηση της φύσης-κτίσης που οδηγεί στη μακαριότητα: «[τα πουλιά] τ’ ακούμε, πολλά κι όμως ξεχωρίζει ο κάθε πόθος / η σοφία της λαχτάρας τους / τη νύχτα γέρνει πάνω τους ο άγριος χρόνος / αλλά μια διδασκαλία σωτηρίας και διαφυγής / θα είναι και πάλι ο τρόπος» («Στη γέρικη φτελιά», σ. 25). Δεν παύει δε να μας κρατά εν εγρηγόρσει, υπενθυμίζοντάς μας διαρκώς, άμεσα ή υπαινικτικά, με το «μη με λησμόνει» («Προοπτική», σ. 18), ότι η (πραγματική) ζωή είναι αλλού…: «[…] κοιτούσα συνεχώς το τοπίο να μεταμορφώνεται / […] μέσα όμως στο όνειρο ενός παιδιού / […] λες κι ήμουν εγώ ήδη μια παρένθεση / στη ζωή ενός άλλου εαυτού […] για ένα πουλί, νευρικό, μα καλότυχο σπουργίτι / που μιλούσε με ανθρώπινη λαλίτσα / κι έλεγε πως ήμουν από έναν άλλον κόσμο» («Βέροια», σ. 65).

Εξού και η παραμυθητική επαγγελία: «Όχι, δεν θα μείνουμε απόκληροι στο τέλος / […] ώς εκεί ψηλά, ώς την πύλη των αοράτων / να μην πατήσει η λησμονιά τον δρόμο αυτόν» («Κορυφογραμμές», σ. 36).

Υ.Γ.: Διόλου τυχαίο άλλωστε που δύο απ’ τα πεζογραφικά έργα του Βέη φέρουν τους συμβολικούς και μετωνυμικούς τίτλους «Παντού» και «Εκεί». Ούτε και το γεγονός ότι όλα έχουν την εξής επίμονη επιλογική ένδειξη: «(η συνέχεια στο επόμενο)».

Μια ακόμα υπόμνηση ότι εν το παν: «Αυτό το μειλίχιο φως / δεν είναι παγίδα της θεάς […] // όχι, δεν είναι πλάνη / θέλει απλώς να σε φέρει όσο πιο κοντά γίνεται / στο παν» («Ηραίον Σάμου», σ. 60). Κι ακόμη: «Ας σταματήσουμε εδώ λοιπόν / στην άκρη των κυμάτων / […] ένα με τ’ άστρα των μηνυμάτων / ένα με τα κήτη που φτάνουν ώς εδώ / ένα με το καλοκαίρι του νου…» («Με τους ψαράδες», σ. 64). Ή μήπως επιβεβαίωση ότι η ζωή «συνεχίζεται» – και νυν και αεί;
Σημ.: Η παραπάνω κριτική μελέτη πρωτοπαρουσιάστηκε στην αθηναϊκή λογοτεχνική επιθεώρηση «Fractal.gr» (27.01.2021).

*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας.