Τον τελευταίο καιρό, η επικαιρότητα έχει κατακλειστεί από τις καταγγελίες επωνύμων γυναικών κυρίως από το καλλιτεχνικό στερέωμα για διάφορες μορφές κακοποίησης που υπέστησαν από άντρες επαγγελματίες του χώρου, στα πρώτα βήματα της καριέρας τους.

Τα αποστήματα σπάνε το ένα μετά το άλλο και η μπόχα μάς έχει παραλύσει, όπως ακριβώς παρέλυαν τα αθώα θύματα μπροστά στην αηδιαστική και απαράδεκτη επίδειξη ισχύος και ανδρισμού (;) των θυτών τους.

Είναι στα αλήθεια κάτι που δεν γνωρίζαμε; Πέφτουμε άραγε από τα σύννεφα; Ή πρόκειται απλά για ένα καλά κρυμμένο κοινό μυστικό που το θρέφει και το γιγαντώνει η έμμεση αποδοχή της κοινωνίας μας που ανέκαθεν κάνει τα «στραβά μάτια» μπροστά σε ό,τι δεν θέλει ή δεν αντέχει να διαχειριστεί;

Ρωτάμε γιατί μιλάνε τώρα και όχι τότε. Αλήθεια, μπορούσαμε να ακούσουμε τότε ή όποτε ή ποτέ;

«Άσε τα κρυφά κρυμμένα», τραγουδούσε η Αρλέτα. Ένας στίχος που κάποιες αθώες ψυχές τον βίωσαν με το χειρότερο τρόπο τιμωρούμενες σε δεύτερο χρόνο και ίσως πιο σκληρά επειδή τόλμησαν να μιλήσουν.

Ένα από αυτά τα κορίτσια της διπλανής πόρτας υπήρξε κάποτε και η ώριμη σήμερα γυναίκα που αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή της, ανοίγοντας το απόστημα που επί πέντε δεκαετίες «έτρωγε» την ψυχή της, μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο.

Η γυναίκα αυτή, που για ευνόητους λόγους δεν αποκαλύπτουμε το πραγματικό της όνομα και θα αποκαλούμε στο εξής «Άννα», εμπιστεύτηκε στον «Νέο Κόσμο» τη δική της τραυματική εμπειρία κακοποίησης με μόνο στόχο, όπως λέει η ίδια, «να βοηθήσει έστω και ένα κορίτσι».

Η «Άννα» ήταν ένα επτάχρονο κοριτσάκι που μεγάλωνε στη Μελβούρνη σε ένα τυπικό σπίτι Ελλήνων μεταναστών στα τέλη της δεκαετίας του ΄60. Τη μια στιγμή έπαιζε με τις κούκλες της και την άλλη γνώριζε τον τρόμο στο πρόσωπο ενός νεαρού άντρα που ανήκε στον ευρύτερο οικογενειακό της κύκλο.

Η ανάμνηση αυτού του φρικτού γεγονότος είναι ακόμη τόσο έντονη «σα να συνέβη χτες», λέει η Άννα.

«Την εποχή εκείνη οι Έλληνες συνήθιζαν να μαζεύονται στα σπίτια και να κάνουν τραπέζια. Είχαμε πάει, λοιπόν, σε μια τέτοια συγκέντρωση και ήταν κι εκείνος εκεί. Εγώ ήμουν επτά χρονών κι αυτός θα κόντευε 30. Θυμάμαι ότι το βράδυ προσφέρθηκε να μας πάει στο σπίτι μιας και είχε αυτοκίνητο.

Την ώρα που οι γονείς μου χαιρετούσαν για να φύγουμε, εκείνος μου πρότεινε να πάμε στο αυτοκίνητο να τους περιμένουμε. ‘Εντάξει, θείε, πάμε’, απάντησα εγώ, μικρό παιδάκι, με ενθουσιασμό. Εκεί που διασχίζαμε το σκοτεινό στενό που οδηγούσε από το πίσω στο μπροστινό μέρος του σπιτιού, με άρπαξε και με φίλησε στο στόμα.

Εγώ τα έχασα, ούτε ήξερα τι γινότανε. Με πήρε από το χέρι και με πήγε στο αυτοκίνητό του που ήταν παρκαρισμένο λίγο πιο πέρα από το σπίτι, με έβαλε να καθίσω μπροστά, μπήκε κι αυτός μέσα και άρχισε να με αγγίζει με ανάρμοστο τρόπο και με ξαναφίλησε».

Εκείνο το βράδυ, η μικρή «Άννα» άλλαξε για πάντα. Το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της, οι κούκλες έμειναν πεταμένες σε μιαν άκρη και ο φόβος φώλιασε για πάντα στην ψυχή της.

Εκείνο το βράδυ, ήταν το τέλος της αθωότητας για το επτάχρονο κοριτσάκι.

«Κουβαλάω το τραύμα αυτό μέσα μου ολόκληρη τη ζωή μου. Χρειάστηκε να πάω σε ψυχολόγο, ωστόσο ακόμα δεν μπορώ να εμπιστευτώ κανένα και ειλικρινά δεν ξέρω πώς ακόμα ζω», εξομολογείται η Άννα.

Το σοκ ήταν πολύ μεγάλο για ένα παιδάκι της ηλικίας της και παρότι δεν ήταν σε θέση να καταλάβει πλήρως τι είχε συμβεί, ήξερε πως αυτό που έκανε ο «θείος» της ήταν κάτι πολύ κακό.

Όπως ήταν φυσικό έτρεξε να το πει στη μαμά της για να δεχτεί ένα ακόμη ισχυρότερο πλήγμα που θα κουρέλιαζε την ψυχούλα της.

«Τι είναι αυτά που λες; Τα μικρά κορίτσια πρέπει να συμπεριφέρονται σωστά και όχι να λένε τέτοια πράγματα. Κάτσε φρόνιμα και δείξε σεβασμό στους μεγαλύτερους», ήταν η απάντηση της μητέρας.

«Με αγνόησαν και μου έκλεισαν το στόμα», λέει η Άννα, η οποία ψάχνει να βρει μια δικαιολογία γι’ αυτή την καθόλου υποστηρικτική στάση των γονιών της.

«Δεν λέω ότι φταίει η μαμά μου. Ήταν μια γυναίκα μετανάστρια με ελάχιστες γνώσεις και προφανώς δεν μπορούσε να διαχειριστεί αυτό που μου είχε συμβεί», λέει.

Από την άλλη, όμως, φαίνεται πιο ενοχλημένη από την αδράνεια του πατέρα της.

«Εάν η μητέρα μου του το είπε – γιατί δεν είμαι σίγουρη – εκείνος τι έκανε;», αναρωτιέται με παράπονο η Άννα και εξηγεί πως η συμπεριφορά των δικών της την έκανε να αισθάνεται όχι μόνο εντελώς απροστάτευτη αλλά και ένοχη. Κι αυτό είναι το πιο τραγικό.

«Από εκείνη τη στιγμή αποτραβήχτηκα από όλους τους ανθρώπους, έγινα πολύ σιωπηλή στο σχολείο, δεν είχα πολλούς φίλους και όποτε βρισκόμαστε πάλι σε οικογενειακές συγκεντρώσεις εγώ ήμουν κολλημένη στην ποδιά της μαμάς μου».

Το θέμα αποσοβήθηκε και δεν ξανάγινε ποτέ λόγος γι’ αυτό. Έγινε το μυστικό που στοίχειωσε την ‘Αννα.

Τα χρόνια κύλησαν, παντρεύτηκε έναν παιδικό της φίλο που ακριβώς επειδή τον γνώριζε από πριν μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Κοντά του βρήκε την κατανόηση και υποστήριξε που δυστυχώς δεν της πρόσφεραν οι δικοί της, έκανε θεραπεία για να ξεπεράσει το ψυχικό τραύμα που την βασάνιζε και απέκτησε δύο κόρες.

«Η έννοια μου ήταν να μην τους συμβεί κάτι τέτοιο. Έτσι προσπαθούσα πάντα να τις προστατεύσω», λέει η Άννα.

«Αν μιλάω τώρα, είναι μήπως και μπορέσω να βοηθήσω ένα κορίτσι, μία γυναίκα, μια κοπέλα να γλιτώσει».

Η Άννα ξέρει πως ο πόνος, η οργή και ο φόβος δεν θα φύγουν ποτέ από την ψυχή της. Όμως για πρώτη φορά αισθάνεται πως έχει τον έλεγχο. Παίρνοντας θάρρος από τις γυναίκες που καθημερινά σπάζουν τη σιωπή τους βγάζοντας την αλήθεια τους στο φως, βρίσκει τη χαμένη της φωνή, ορθώνει το ανάστημά της, παύει να είναι «φρόνιμη» κι επιτέλους μιλά.

Και, ποιος ξέρει, ίσως μια από αυτές τις μέρες, τα βήματά της να την οδηγήσουν μπροστά στην είσοδο ενός αστυνομικού τμήματος για να κάνει, έστω και με μισό αιώνα καθυστέρηση, αυτό που δεν έκαναν οι γονείς της: να καταγγείλει επίσημα τον θύτη της, χαρίζοντας την ανακούφιση και τη ζεστασιά της ασφάλειας σε εκείνο το επτάχρονο κοριτσάκι που κάποτε έθαψε μέσα της η υποκριτικά καθωσπρέπει κοινωνία μας.