Την περασμένη εβδομάδα έγραψα για το βιβλίο του Geoffrey Robertson με τίτλο «Who Owns History? Elgin’s Loot and the Case for Returning Plundered Treasure», στο οποίο τονίζει την αναγκαιότητα το Βρετανικό Μουσείο να επιστρέψει τα κλεμμένα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Ελλάδα.
Σήμερα θα αναφερθώ στην Μελίνα Μερκούρη, η οποία πριν από χρόνια, με την ιδιότητα της Υπουργού Πολιτισμού, με υπόμνημά της στο Βρετανικό Μουσείο είχε τονίσει ότι επιβάλλεται η επιστροφή στην Ελλάδα των κλεμμένων, από τον Άγγλο Λόρδο Έλγιν, Γλυπτών του Παρθενώνα στις αρχές του 1800.
Θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού κήρυξε το 2020 «Έτος Μελίνας Μερκούρη» με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τη γέννησή της.
Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1920 στην Αθήνα. Ήταν κόρη του στρατιωτικού και πολιτικού Σταμάτη Μερκούρη (1895-1967), ο οποίος είχε διατελέσει βουλευτής και υπουργός του Λαϊκού Κόμματος, του Ελληνικού Συναγερμού, και βουλευτής της ΕΔΑ.
Το 1943 η Μελίνα Μερκούρη αποφάσισε να ακολουθήσει την καριέρα ηθοποιού, και έγινε δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από την οποία αποφοίτησε το 1946.
Για ένα διάστημα συνεργάσθηκε με το Εθνικό Θέατρο και τους θιάσους Κατερίνας και Μαρίκας Κοτοπούλη.
Το 1949 υποδύθηκε τον κύριο ρόλο στο έργο του Τένεσι Ουίλιαμς «Λεωφορείον ο Πόθος», που ανεβάστηκε στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν.
Μέχρι το 1950 παρέμεινε στο Θέατρο Τέχνης, και στις αρχές του 1951 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου άρχισε τη διεθνή της σταδιοδρομία ως ηθοποιός.
Το 1955 επέστρεψε στην Ελλάδα, και πρωταγωνίστησε σε έργα αναγνωρισμένων συγγραφέων, όπως «Μάκβεθ» του Σέξπιρ, «Κορυδαλλός» του Ζαν Ανούιγ, και «Λυσσασμένη Γάτα» του Τένεσι Ουίλιαμς. Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε τη ίδια χρονιά με την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα».
Η ταινία που εκτόξευσε τη φήμη της ήταν το «Ποτέ την Κυριακή», που της χάρισε ένα βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών, και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ τον επόμενο χρόνο.
Η γεμάτη μπρίο ερμηνεία της στο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Τα Παιδιά του Πειραιά», φανέρωσε μια άλλη πτυχή του ταλέντου της.
Το 1964, η Μελίνα Μερκούρη και ο Ζυλ Ντασέν ανήγγειλαν την πρόθεσή τους να δεσμευτούν.
Η εφημερίδα Παρί Ζουρ δημοσίευσε την είδηση για την Μελίνα και τον Ντασέν από τη Λωζάνη, όπου η Μελίνα αναπαυόταν μετά τα γυρίσματα του Τοπ Καπί ως εξής:
«Η Μελίνα Μερκούρη, 38 ετών, είναι η χαρά της ζωής, η ελευθερία, το απρόοπτο. Ο Ντασσέν 52 ετών είναι η διακριτική διάνοια, το ταλέντο, ο μη κραυγαλέος αντικομφορμισμός».
«Αν στην ηλικία μου δεν γνωρίζω τι είναι σημαντικό εις την ζωή δεν θα το μάθω ποτέ», ομολόγησε η Μελίνα. «Ζω με τον Ντασσέν, τον αγαπώ, είναι καλύτερός μου. Και θα ήθελα αυτό να μην τελειώσει ποτέ». Ο Ζυλ Ντασέν και η Μελίνα Μερκούρη παντρεύτηκαν στις 18 Μαΐου του 1966 στο Δημαρχείο της Λωζάνης.
Μετά την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών στην Ελλάδα το 1967, η Μελίνα Μερκούρη αυτοεξορίστηκε, και με το ταλέντο και τη φήμη της πολέμησε το καθεστώς, ενημερώνοντας τη διεθνή κοινή γνώμη για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Έδωσε αρκετές συναυλίες, και διοργάνωσε μεγάλο αριθμό πορειών αντιδικτατορικού χαρακτήρα.
Επεδίωξε και συναντήθηκε με πολιτικούς και με πνευματικές προσωπικότητες παγκοσμίου κύρους, με σκοπό να τους ευαισθητοποιήσει ενάντια στη χούντα. Κατά τη διάρκεια των αγώνων της έγιναν εναντίον της απόπειρες δολοφονίας.
Ιστορική έμεινε η δήλωσή της: «Εγώ γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα, ο κ. Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας».
ΑΛΛΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΜΕΛΙΝΑΣ ΜΕΡΚΟΥΡΗ
Μετά τη μεταπολίτευση το 1974, η Μελίνα Μερκούρη εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, και ασχολήθηκε με την πολιτική μέσα από τις τάξεις του ΠΑΣΟΚ. Εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής από το 1977 έως το θάνατό της το 1994.
Το 1975 ανέβασε στο θέατρο Κάππα με τον Νίκο Κούρκουλο την «Όπερα της πεντάρας», το 1976 την «Μήδεια», και το 1978 το έργο «Συντροφιά με τον Μπρεχτ» από το Ελληνικό Θέατρο του Μάνου Κατράκη.
Από το 1981 έως το 1989, και από το 1993 έως το 1994, διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού, και λάμπρυνε με την παρουσία της το συγκεκριμένο υπουργείο. Όραμά της ήταν η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο.
Παράλληλα δημιούργησε τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, για να έρθουν οι κάτοικοι της επαρχίας σε επαφή με τα θεατρικά έργα.
Στη δεύτερη θητεία της στο Υπουργείο Πολιτισμού έδωσε μεγάλη σημασία στην εισαγωγή του Πολιτισμού και της Θεατρικής Αγωγής στα σχολεία από την πρώτη του δημοτικού, γνωστό ως το Πρόγραμμα «ΜΕΛΙΝΑ – Εκπαίδευση και Πολιτισμός».
Ήταν ίσως το τελευταίο μεγάλο όραμά της που ήθελε να πραγματοποιήσει, με σκοπό να γαλουχήσει τα παιδιά με τον πολιτισμό και τις τέχνες.
Σύμφωνα με επιθυμία της Μελίνας, έχει ιδρυθεί από το σύζυγό της Ζυλ Ντασέν, και με τη συμμετοχή προσωπικοτήτων παγκόσμιας ακτινοβολίας, όπως ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, ο Γάλλος πολιτικός Ζακ Λανγκ, κ.ά., το Πολιτιστικό Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη, το οποίο, μεταξύ άλλων, έχει ως στόχο και την επιστροφή των κλαπέντων γλυπτών του Παρθενώνα.
Το 2007, με πρωτοβουλία του Ιδρύματος Μελίνα Μερκούρη θεσπίστηκε το Θεατρικό Βραβείο «Μελίνα Μερκούρη», το οποίο απονέμεται ετησίως για την καλύτερη ερμηνεία νέας γυναίκας ηθοποιού κατά την προηγούμενη θεατρική περίοδο.
Στη μνήμη της Μελίνας Μερκούρη, και ως αναγνώριση της πολιτιστικής της συνεισφοράς, έχει ορισθεί από την UNESCO το Βραβείο «Μελίνα Μερκούρη». Το βραβείο αυτό δίδεται με τη συνδρομή του ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού από το 1997 ανά δύο χρόνια, σε ανθρώπους ή οργανισμούς με σπουδαία δράση στη διάσωση ή διατήρηση πολιτισμικών μνημείων της ανθρωπότητας.
Την Μελίνα Μερκούρη την χαρακτήρισαν «τελευταία Ελληνίδα θεά», και «γυναίκα–φλόγα». Όλη της η ζωή ήταν γεμάτη όνειρα, ελπίδες, αγωνίες και αγώνες. Η Μελίνα Μερκούρη ήταν μια από τις σημαντικότερες Ελληνίδες του 20ού αιώνα.
Υπήρξε πολύμορφη προσωπικότητα, και κορυφαία αγωνίστρια της Δημοκρατίας στον αγώνα κατά της χούντας των συνταγματαρχών (1967-1974).
Υπήρξε αναγνωρισμένη ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου με διεθνή καριέρα, και με ερμηνείες που έχουν καταγραφεί στις σελίδες της Έβδομης Τέχνης, και πολιτικός που σημάδεψε με την παρουσία της τον πολιτισμό της Ελλάδας, και τον έφερε στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων.
Πίστευε ακράδαντα ότι ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας, ότι είναι ένα σοβαρό εξαγώγιμο προϊόν, και ότι έχει μεγάλη σημασία και αξία η ανάδειξή του.
Ολοζώντανη στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων, αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορικής διαδρομής της Ελλάδας τις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, η Μελίνα και το έργο της συναποτελούν μια σημαντική πτυχή του ελληνικού πολιτισμού.
Οι εμφανίσεις της στο θέατρο μετά το 1974 περιλάμβαναν τα ακόλουθα έργα: «Όπερα της Πεντάρας» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Μήδεια» του Ευριπίδη, «Συντροφιά με τον Μπρεχτ», «Γλυκό πουλί της νιότης» του Τέννεση Ουίλιαμς και «Ορέστεια» του Αισχύλου.
Το 1992 έκανε μια τελευταία, έκτακτη εμφάνιση, ως Κλυταιμνήστρα στην όπερα «Πυλάδης» που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Μετά από πολύχρονη περιπέτεια με τον καρκίνο, η Μελίνα Μερκούρη εξέπνευσε στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης, την Κυριακή, 6 Μαρτίου 1994.
Η σορός της μεταφέρθηκε στην Ελλάδα στις 8 Μαρτίου του 1994, και τέθηκε σε διήμερο λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα κηρύχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος.
Ο θάνατός της προκάλεσε πρωτόγνωρες εκδηλώσεις συγκίνησης σε όλο τον κόσμο. Πολλοί πολιτικοί ηγέτες από διάφορες χώρες είχαν στείλει συλλυπητήρια μηνύματα στην οικογένειά της και στην τότε ελληνική κυβέρνηση.
Η Μελίνα Μερκούρη υπήρξε πολυτάλαντη διεθνής προσωπικότητα, πρωταγωνίστρια σε μεγάλα θεατρικά έργα, και σύμβολο της δημοκρατίας στον αγώνα κατά της χούντας των Συνταγματαρχών.
Η δραστήρια πολιτιστική πολιτική που ακολούθησε η Μελίνα Μερκούρη ως Υπουργός Πολιτισμού, μεταξύ άλλων έδωσε πνοή στο όραμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο στα πάτρια εδάφη, έθεσε τις βάσεις για το νέο Μουσείο της Ακρόπολης, και έδωσε ώθηση στην ένταξη της πολιτιστικής εκπαίδευσης στα σχολεία της Ελλάδας.