Μας έφυγε κάπως πρόωρα ο συμπαίκτης μου ο Σταύρος Λαζαρίδης. Τον Σταύρο δεν τον ήξερα ούτε επαγγελματικά ούτε οικογενειακά ούτε καν κοινωνικά – πέρα από κάποιες τυχαίες συναντήσεις.

Τον γνώριζα ως συμπαίκτη και κάποτε ως αντίπαλο – ποδοσφαιρικά μιλώντας. Και μου ‘λεγε παροδικά ο Σταύρος: “Μπορεί όλα στη ζωή μου να αλλάζουν –σχέσεις, πλούτη, καριέρες, νιάτα, πατρίδες– αλλά θα έχω πάντα το ποδόσφαιρο!» Λίγο ακραίο, αλλά τον καταλάβαινα.

Τον Σταύρο τον πρωτογνώρισα πριν περίπου 17 χρόνια σ’ ένα εγκαταλειμμένο γήπεδο πίσω από το κέντρο επεξεργασίας σκουπιδιών του Banyule.

Πόσες φορές η μπάλα μας «κατά λάθος» βρέθηκε πέραν της πεντάμετρου, και βάλε, περίμετρου και εξαναγκαστήκαμε να την «απελευθερώσουμε» από τα δεινά των κοπρόσκυλων και τη γάγγραινα της «ανακύκλωσης»…

Κάθε Κυριακή στις 9.30 το πρωί, μαζευόμαστε μεταξύ των Banksia Street και Perkins Avenue, δίπλα από το δημοτικό σχολείο του Waratah – άλλωστε από πιτσιρίκι οι αυλές των δημοτικών σχολείων και το ποδόσφαιρο ήταν και εξακολουθούν να είναι για μένα αμιγώς συνδεδεμένα.

Η παροικιακή μυθολογία λέει ότι ήταν μια μεταναστευτική ποδοσφαιρική κατάσταση που έστησαν αυθαίρετα Έλληνες ταξιτζήδες κατά τη δεκαετία του ’80.

Νεότεροι εμείς, εκεί τα σμίγαμε με «θεομπαίχτες»/παιχταράδες όπως τον Σταύρο «Σιδέρη», τον Γιώργο «μαλλιαρό», τον Κυριακό «ψωμά», και τον Θωμά τον «βρωμόστομο». Η δικιά μου, άλλωστε, μας αποκαλούσε «επίδοξους και ντεμοντέ».

Εν πάση περίπτωση, στη δονκιχωτική αναζήτησή μας ο καθένας για αυτογνωσία, το ποδοσφαιρικό δινόταν ως το τελευταίο πεδίο του παλαιομοδίτικου, και κάπως αφορισμένου, μας ανδρισμού – με την καλή έννοια.

Μικροί, θυμάμαι, όταν το ποδόσφαιρο κυρίευε τον κόσμο μας –ενισχυμένο από ένα παροδικό γοητευτιλίκι– το είχαμε στην πατρίδα ότι μπορεί κάποιος να ήταν παλιόπαιδο, αλλά προσθέταμε στο τέλος και ένα «…αλλά καλός παίκτης!»

Λες και αυτή η προσθήκη να εξάλειφε όλα τα άλλα δεινά του… ή τουλάχιστον τα εξισορροπούσε. Χρόνια αργότερα έμαθα από τις ποδοσφαιρικές μου συναναστροφές με τους Ιταλούς ότι είχαν και αυτοί το ίδιο ρητό.

Παραδοσιακές ποδοσφαιρικές κουλτούρες βλέπεις, όπου ο σεβασμός στο γήπεδο σημαίνει (=) απόδοση συν(+) ήθος.

Τώρα που ορφανέψαμε, ποδοσφαιρικά, αναζητώντας κάπου να συμπληρώσουμε τη σύνθεση (της ομάδας), βρήκα καινούργια ποδοσφαιρική πατρίδα όπου στα 60 μου τώρα εγώ τυχαίνει να ‘μαι από τους πιο ηλικιωμένους του γηπέδου.

Την προπερασμένη Κυριακή, μάλιστα, μάρκαρα ένα παιδί ¼ της ηλικίας μου! Ευτυχώς, που έχω και τον Βαγγέλη τον «Λευκαδίτη» παρέα στην άμυνα –άλλωστε, το ηλικιακό πρότυπο στο ποδόσφαιρο είναι ότι ξεκινάς νέος στην επίθεση, μεσήλικας στο κέντρο και ηλικιωμένος πια πέφτεις στην άμυνα ή στο τέρμα– δεν είναι τυχαίο που οι πιο ηλικιωμένοι ποδόσφαιρές σε πλείστες ομάδες, ανά τον κόσμο, τυγχάνει να’ναι οι τερματοφύλακες.

Και για όσους από εμάς το ποδόσφαιρο είναι και πρότυπο ζωής, κάθε φορά που βγαίνω να παίξω μπάλα στα γνωστά μας λημέρια, θα βλέπω έξω αριστερά τη φιγούρα του Σταύρου να κατεβάζει με αισθητική μαεστρία μια βαθιά μακρινή μπαλιά…

«Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει…»