Η Επτανησιακή λογοτεχνία αντανακλά μία ελληνική ζωή αναπτυγμένη και οργανωμένη παράλληλα με τη ζωή της υποδουλωμένης Ελλάδας στους Τούρκους. Αναμφίβολα, σ’ αυτό συνετέλεσε το ότι τα επτά νησιά του Ιονίου Πελάγους δεν γνώρισαν την οθωμανική σκλαβιά, όπως όλη η άλλη Ελλάδα. Έτσι τα Επτάνησα ήταν μια Ελλάδα που είχε κατορθώσει να είναι ένα κομμάτι της προοδευμένης Ευρώπης. Οι λόγιοι και οι ποιητές της Επτανησιακής Σχολής λάμπουν στην ψυχή και στη συνείδησή μας. Πρυτανεύουν οι τρεις: O Διονύσιος Σολωμός, ο Ιάκωβος Πολυλάς και ο Λορέντζος Μαβίλης.
Αναμφίβολα, φωτεινά σύμβολα της Λογοτεχνίας, ο ποιητής Σολωμός και ο κριτικός Πολυλάς, που διαβάζοντας το βιβλίο «Άπαντα τα ευρισκόμενα» του Σολωμού, νιώθουμε τη μεγάλη και ιερή περιοχή της αληθινής ποίησης. Πρωταγωνιστές και ιερουργοί του Λόγου. Φωτίζονται αμοιβαία κι οι δυο.
Παρόμοιο φαινόμενο του Πλάτωνα με τον Σωκράτη Γράφει για τους δυο ο Κωστής Παλαμάς:

«Ο Σολωμός αν και δεν κράτησε όπλο, με τη λύρα πλήρωσε το μεγάλο φόρο προς την πατρίδα. Φτάνει που έγραψε τον Ύμνο και την Καταστροφή των Ψαρών και πως τότε χτύπησε στη φαντασία του, μαγεμένη από το επικό μεγαλείο τού πεσμένου Μεσολογγίου, το ποίημα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων»»…
Κάνει ό,τι κάνουν όλοι οι δυνατοί τεχνίτες του λόγου στη γέννηση των εθνικών φιλολογιών.
Με τον Σολωμό, ο Πολυλάς παρουσιάζεται ως σοφός εξηγητής και οδηγητής προς την αληθινή τέχνη.
Θα περάσουν τα χρόνια και οι καιροί, και η Μούσα θα χτίσει στην Ελλάδα ναούς και λειτουργούς θα βρει αγνότερους, πιο άξιους, πιο ξακουστούς, κι ακόμα ο Σολωμός θα στέκεται στην κορυφή, ζωντανή πηγή για τη νεότερη ποίηση.
Για την αλήθεια πολεμούσε κι ο Σολωμός, όταν εγύρευε την απόλυτη ομορφιά στην ποίηση, και της ζωής την ομορφιά στη γλώσσα. Δεν είναι εκείνος που είπε: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθινό»;
Στην κριτική εργασία του Πολυλά, χρωστάει, βέβαια, πολλά-πολλά η δόξα του Σολωμού.
Καθισμένος στο Ακρωτήρι της Ζακύνθου, απ΄ όπου ο Σολωμός άκουγε τις κανονιές του Μεσολογγίου, μέσα στο μήνα Μάιο του 1823 έγραψε τον γνωστό μας

«Ύμνο εις την Ελευθερία».
Σε γνωρίζω από την κόψι
Του σπαθιού την τρομερή,
Σε γνωρίζω από την όψι
Που με βία μετράει τη γη.
Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ώ χαίρε ελευθεριά!

Αυτές είναι οι δυο πρώτες από τις 158 στροφές του.
Στην κρίσιμη κατάσταση της πολιορκίας του Μεσολογγίου , ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός αφιέρωσε ένα πολυσήμαντο ατελειοποίητο έργο του με τον τίτλο: «Oι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι – Αποσπάσματα».
Είναι χωρισμένο σε τρία Σχεδιάσματα. Καθένα κρύβει ιδιαίτερη τέχνη, χάρη, γνώση και σοφία.
Επιλεκτικά και περιληπτικά αναφέρομαι στο έργο του, διαφορετικά θα χρειαζόταν ένα ολόκληρο βιβλίο.
Στόχος του να βγουν μεγάλες ουσίες από όπου η μικρή πόλη παλεύει και αποκρούει το σιδερένιο και ασύντριπτο κύκλο, όπου την έχουν κλεισμένη από ξηρά και θάλασσα μεγάλες -περίπου δεκαπλάσιες δυνάμεις- ολόγυρά της.
Ύστερα απ’ τη μακρόχρονη δεκαπεντάμηνη αντοχή πολιορκίας η μικρή -άγια πόλη- γεύτηκε όλες τις βαθμίδες του πόνου, υψώνοντας αλτρουιστικά το ανάστημά της με τη μεγάλη θυσία της και ξεσκεπάζοντας τα δίκαια συμφέροντα, όχι μονάχα για την πατρίδα μας, αλλά όλων των σκλάβων της οικουμένης.
Τον πρόλογο ξεκινάει ο ποιητής από το πνεύμα που επικρατεί μέσα στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι και το αντίκτυπο της ψυχικής του κατάστασης.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Α’.
Ι.
Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου, και έλεγα πως ήρθε η ώρα να ξεψυχήσω κ’ ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό,
‘πού εσκιρτούσε σάν κλωνί στάρι ‘ς το μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο ‘ ς το νερό που αναβράζει, ετότες εκατά-
λαβα πώς εκείνο ήτανε το Μεσολόγγι, αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα,
μήτε τη γη ‘πού επάτουνα, μήτε τον ουρανό’ εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα,γιομάτη λάμψι, βροντή, και
αστροπελέκι και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέησι, και ιδού μες την καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο ‘σάν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε κ’ εσβενότουνε και με φωνή ‘πού μου εφαίνονταν πώς νικάει την ταραχή του πολέμου, άρχισε:

« Το χάραμμα επήρα
Τη δίκαιη στον ώμο,
Τού ΄Ηλιου το δρόμο,
Κι’ απ’ όπου χαράζει
Κρεμώντας τη λύρα
Ως όπου βυθά,
Τα μάτια μου δεν είδαν
τόπον ενδοξότερον
από τούτο το αλωνάκι».
ΙΙ.
Παράμερα στέκει
Ο άντρας, και κλαίει
Αργά το τουφέκι
Σηκώνει, και λέει:
«Σε τούτο το χέρι
Τί κάνεις εσύ;
O εχθρός μου το ξέρει
Πώς μού είσαι βαρύ».
Της μάνας ώ λαύρα!
Τα τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα και μαύρα,
Σαν ίσκιους ονείρου¨
Λαλεί το πουλάκι
‘Σ του πόνου τη γη,
Και βρίσκει σπειράκι,
Και μάνα φθονεί.
Φθονεί, γιατί δεν έμεινε σπειρί να δώσει στο δικό της παιδί.
«Και ώ πείνα και φρίκη!

Δε σκούζει σκυλί!
Είναι αλήθεια ότι ένα σκυλί είχε μείνει μονάχα. Ήταν το μόνο που δεν επείραξαν, διότι καθώς έπεσε μια σιδερένια μπάλλα -βόμβα εκείνης της εποχής- μέσα στην πόλη κυλώντας με το φυτίλι αναμμένο, πριν σκάσει έτρεξε το σκυλί γαυγίζοντας και άρπαξε το αναμμένο φυτίλι στο στόμα του.’ Ετσι απέφυγαν τον κίνδυνο.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β’.

«Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Κι’ όσα άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ αρματα σε κλειούνε»
Μέσα στην πολιορκημένη πόλη μονάχα 3.000 αγωνιστές, 600 τραυματίες, 5.500 γυναικόπαιδα και 1.500 διάφοροι ξένοι,άοπλοι.
(Παγκόσμια Εγκυκλο πάιδεια Χάρη Πάτση, Τόμος 10. εκδ. 1977/78 σελ.372)
Έξω προσμένουν 30.000 εχθροί με αρχηγούς τον Κιουταχή και τον Ομέρ Βρυώνη, γιο του πασσά του Μωχάμετ Αλή της Αιγύπτου.
Καρδιά της άνοιξης! Η ομορφιά της φύσης που περιβάλλει την πόλη ενισχύει την ασπλαχνία και λαιμαργία των εχθρών και αυξάνει την αγωνία τους να πάρουν τη χαριτωμένη γη και στους πολιορκημένους, προκαλεί τον πόνο ότι θα τη χάσουν.
«Μάγεμα η φύσις κι όνειρο ‘ς την ομορφιά και χάρι,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει.
‘Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φοραίς πεθαίνει.
Ένας των Ελλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τούς άλλους σε συμβούλιο, και η αποδυναμωμένη κλαγγή, που βγαίνει
μέσα απ΄το αδυνατισμένο στήθος του, φθάνοντας στο εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν αράπη να κάμει ό,τι περιγράφουν
οι ακόλουθοι στίχοι:
Σάλπιγγα, κκόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία,
γυναικός, γέροντος, παιδιού μην κόψουν την ανδρεία.
Μόλις έπαυσε το σάλπισμα ο Αράπης, μία μυριόφωνη φωνή ακούγεται στο εχθρικό στρατόπεδο, κι η βίγλα του κάστρου,
αχνή σαν τον Χάρο, λέει των Ελλήνων: «Μπαίνει ο εχθρικός στόλος».
To πυκνό δάσος έμεινε ακίνητο εις τα νερά, όπου η ελπίδα απάντεχε να ιδεί τα φιλικά καράβια. Τότε ο εχθρός εξανανέωσε την κραυγή, και εις αυτήν αντιβόησαν οι νεόφταστοι μέσα απ΄τα καράβια. Μετά ταύτα μία ακατάπαυτη βροντή έκανε τον αέρα να τρέμει πολλή ώρα, και εις αυτή την τρικυμία. Η μαύρη γη σκιρτά ως χοχλό μεσ’ το νερό που βράζει.
Έως εκείνη τη στιγμή οι πολιορκημένοι είχαν υπομείνει πολλούς αγώνες με κάποιαν ελπίδα να φθάσει ο φιλικός στόλος, και να συντρίψει ίσως τον σιδερένιο κύκλο, οπού τους περιζώνει. Τώρα έχασαν κάθε ελπίδα, και ο εχθρός τους τάζει να τους χαρίσει τη ζωή, αν αλλαξοπιστήσουν,
Η υστερινή τους αντίσταση τους αποδεικνύει Μάρτυρες.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ’.
Ι.
Στην κλητική προσφώνηση του ποιητή προς τη Θεά:
Mητέρα, μεγαλόψυχη ‘ς τον πόνο και στη δόξα,
Κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
Με λογισμό και μ’ όνειρο, τί χάρ’ έχουν τα μάτια,
Τα μάτια τούτα να σ’ ιδούν μες το πανέρμο δάσος,
Που ξάφνου σου τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια
(Κύττα) με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα των Βαϊώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα δεν είδα,
Ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλη ‘πώχει,
Πού μέρη τόσα φαίνονται και μέρη είναι κρυμμένα»
Αλλά Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου,
Κ’ ευθύς εγώ τ’ Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα ‘ χει η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.
(Η Θεά απαντάει εις τον ποιητή, και του προστάζει να ψάλλει την πολιορκία του Μεσολογγίου).
ΙΙ.
Έργα και λόγια, στοχασμοί,-στέκομαι και κυττάζω-,
Λούλουδα μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,
Κι άσπρα γαλάζια, κόκκινα, καλούν χρυσό μελίσσι.
Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.-
Μες τα χαράμματα συχνά, και μες τα μεσημέρια,
Και σαν θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σα ‘πληθύνουν,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι οι βράχοι.
Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι’
Κι αλοιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθη μένουν»
Αθάνατη είσαι που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις;»
…………………………………….
ΙΙΙ
Δεν τους βαραίν’ ο πόλεμος αλλ΄ έγινε πνοή τους,
… κ’ εμπόδισμα δεν είναι
‘Σ ταις κορασιαίς να τραγουδούν , και ‘ς τα παιδιά να παίζουν.
IV
…………………………….
O στύλος φανερώνεται, με κάτου μαζωμένα
Τα παλληκάρια τα καλά, μ’ απάνω τη σημαία,
Που μουρμουρίζει και μιλεί και το Σταυρόν απλώνει
Παντόγυρα ‘ς τον όμορφον αέρα της αντρείας,
Κι ο ουρανός καμάρωνε κι η γη χειροκροτούσε»
κάθε φωνή κινούμενη κατά το φως μιλούσε,
Κι εσκόρπα τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης»
«Όμορφη, πλούσια, κι άπαρτη, και σεβαστή, κ’ αγία!»
ΙΧ
Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν.
…………………………….
ΧΙΙΙ
Είν’ έτοιμα ‘ς την άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά κ’ ελεύθεροι να μείνουν,
Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο.

Μια ματιά στα ιστορικά γεγονότα θα μας δώσει περισσότερο φως.
Η δεύτερη πολιορκία κράτησε από τον Απρίλη του 1825 μέχρι τον Απρίλη του 1826.
Ο Ιμπραήμ με 10.000 στρατό, με τη συμπαράσταση των δυνάμεων του Κιουταχή με 20.000 και τον τουρκικό στόλο που είχε αποκλείσει τη λιμνοθάλασσα, στένεψαν την πολιορκία. Ο ελληνικός στόλος δεν κατόρθωσε να εφοδιάσει άλλο το πολιορκημένο Μεσολόγγι. Στις 23 Φεβρουαρίου κατάλαβαν το Βασιλάδι, εκ του οποίου οι υπερασπιστές του με τα γυναικόπαιδα προστέθηκαν στην ελεύθερη ακόμη πόλη. Τα λίγα τρόφιμα που είχαν άρχισαν να εξαντλούνται.
Όλες οι δελεαστικές προτάσεις των εχθρών για παράδοση της πόλης απορρίπτονταν. Αρχισαν να τρώνε ότι ζώα εύρισκαν. Ο αποκλεισμός στένευε ολόγυρα.
Τη νύχτα της 6ης Απριλίου,ομόφωνα πήραν την απόφαση να εγκαταλείψουν την πόλη μαζί με τα γυναικόπαιδα και τον άμαχο πληθυσμό ανοίγοντας με τα σπαθιά τους δρόμο ανάμεσα στους πολιορκητές. Ταυτόχρονα, έστειλαν μήνυμα στον Καραϊσκάκη να κατεβεί στο Μοναστήρι του Αγίου Συμεών, για να συμπαρασταθεί στην έξοδο, αλλά ο Καραϊσκάκης έσπευσε με 3.000 από τη Ντερβίκιστα, ενώ ταυτόχρονα ζήτησε από τους πολιορκημένους, ν’ αναβάλουν την έξοδο,

Οι πιθανότητες ζωής, κάτω από αυτές τις συνθήκες πολιορκίας εντός της πόλης, ήσαν ανύπαρκτες. Η έξοδος ήταν αναπόφευκτος.
Μελέτησαν προσεκτικά το σχέδιο της εξόδου. Αφού μέτρησαν όλους τους κατοίκους εντός της πολιορκημένης πόλης αποφάσισαν όλοι οι ένοπλοι να γίνουν τρία Σώματα σε σχήμα τριγώνου υπό την αρχηγία των Δημήτρη Μακρή, Νότη Μπότσαρη και Κίτσου Τζαβέλα. Στη μέση αυτού του τριγώνου τοποθετήθηκαν τα γυναικόπαιδα. Στο σύνολό τους βρίσκονταν εκεί 3.000 μαχητές, 600 τραυματίες, 5.500 γυναικόπαιδα και 1.500 διάφοροι άοπλοι ξένοι.
Πολλές γυναίκες Μεσολογγίτισσες φόρεσαν ανδρικά ρούκα και οπλίστηκαν. Οι τραυματίες με τους γερόντους οχυρώθηκαν στις μπαρουταποθήκες για τη στερνή μάχη. Ακολούθησε οριστικός αποχωρισμός. Στις 2 μετά τα μεσάνυχτα άρχισε η έξοδος, αλλά οι Τούρκοι είχαν μάθει το μυστικό και περίμεναν άγρυπνοι.
Μόλις πέρασαν τα τρία Σώματα τα γεφύρια των προμαχώνων, τα στρατεύματα του Κιουταχή επιτέθηκαν. Τότε άρχισε φοβερή μάχη μεσ’ το σκοτάδι. Μέσα στην συγκρουσιακή κατάσταση ακούστηκε μία φωνή: « Πίσω στις ντάπιες!»
Δημιουργήθηκε ανείπωτη σύγχυση. Πολλοί αγωνιστές και γυναικόπαιδα παρασύρθηκαν και επέστρεψαν στην πόλη.

Οι περισσότεροι μαχητές όμως ανοίγοντας δρόμο μέσα απ΄τον εχθρό κατόρθωσαν να φθάσουν στο Ζυγό και από εκεί στην ΄Αμφισσα. ΄Οσοι είχαν μείνει μέσα, ανατίναξαν τις μπαρουταποθήκες, κάνοντας πολίτες του άλλου κόσμου τη ζωή τους και παίρνοντας μαζί τούς Τούρκους που εισωρμούσαν. Το ίδιο πράξαν και οι αγωνιστές που είχαν προγραμματίσει μια ώρα μετά την έξοδο. Στο αρχοντικό του Χρήστου Καψάλη είχαν συγκεντρωθεί 400 γυναικόπαιδα, γέροι και άρρωστοι και ο ηρωικός πατριώτης-όπως είχε υποσχεθεί στο στερνό Συμβούλιο- έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη, που φύλαγε μέσα στο σπίτι του και ανατινάχθηκε στον αέρα με τους αδάμαστους ήρωες και αρκετούς Τούρκους. Η στερνή εστία αντίστασης απόμεινε στο νησί Ανεμόμυλος, εκεί υπήρχε ένα πυροβολείο, όπου είχε καταφέρει ο αποφασιστικός επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ, παίρνοντας μαζί του, συντροφιά στη άλλη ζωή πολλά γυναικόπαιδα. Αυτή η θυσία ήταν η στερνή πνοή του Μεσολογγιού. Χιλιάδες άταφοι νεκροί σκορπισμένοι στα οχειρώματα, στους δρόμους, στις πλατείες και στη λιμνοθάλασσα.

‘Οσον αφορά τον αριθμό των νεκρών αναφέρει στην Εγκυκλοπαίδειά ΕΛΛΑΣ ο λαογράφος Κώστας Ρωμαίος τα ακόλουθα:
«Oι απώλειες της εξόδου δεν είναι εξακριβωμένες. Πιστεύεται ότι στις τρεις φάλαγγες συμμετείχαν 2.500 άτομα, από τα οποία διασώθηκαν 1.300 και από αυτά μόνον 7 γυναίκες. Σύμφωνα με άλλον υπολογισμό, στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου υπήρχαν 4.500 πολεμιστές και 8.000 άμαχοι, και απ΄αυτούς σκοτώθηκαν συνολικά 3.600 πολεμιστές και 7.000 άμαχοι.» (ΕΛΛΑΣ-Εγκυκλοπαίδεια Λαογραφική και Γεωγραφική, Τόμος Β΄σελίδα 184, Έτος 1969).
Στις 12 Απριλίου, ένα απέραντο σύννεφο καπνού απ΄τα καμμένα ερείπια κάλυπτε τον ουρανό και η ηρωϊκή άγια πόλη κατέληγε στα χέρια των Τούρκων, αλλά ανήκε και θα ανήκει στους αιώνες των αιώνων στην αθάνατη ιστορία και στη μνήμη των επιγόνων.
Το Μεσολόγγι έγινε πηγή εμψύχωσης του σκλαβωμένου λαού μας. Η αλτρουιστική θυσία του ενίσχυσε πλατιά τη νοσταλγία της ελευθερίας σε όλα τα μήκη και πλάτη της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας.

Πολλοί λαοί της Ευρώπης συγκινήθηκαν με τον αλτρουισμό των αγνών πατριωτών του Μεσολογγίου. Η φήμη της αντίστασης και της ατσάλινης ψυχής των πολιορκημένων άπλωσε την αξία του δίκαιου και έντιμου αγώνα σε πολλά μήκη και πλάτη της γης.
Ευαισθητοποίησε πολλές φυλές της Ευρώπης και της οικουμένης. Η πίστη στον αγώνα των Μεσολογγιτών ανδρών μαχητών, πληγωμένων, των αγωνιζόμενων γυναικών και τα μηνύματα «Όλα για τη λατρευτή ελευθερία και πατρίδα» με το νου, καρδιά, με το αίμα της ψυχής τους κι όλες τις αισθήσεις της ζωής τους, με την ατσάλινη και ακαταμάχητη αντίσταση των δεκαπέντε μηνών μιας μικρής πόλης με 3-4 χιλιάδες μαχητές ενάντια σε 30.000 άσπλαχνους πολιορκητές, μετέτρεψαν το πανάγιο αίμα τους σε μελάνη και πολλοί αρχηγοί κρατών, διάσημοι συγγραφείς, ποιητές και ζωγράφοι στη Γαλλία, τη Ρωσία, την Αγγλία, τη Γερμανία, την Ελβετία, την Ολλανδία και άλλες χώρες της Ευρώπης και του πλανήτη αγκάλιασαν το πνεύμα της φιλαλληλίας, αλληλεγγύης, ανθρωπιάς και συμπάθειας του φιλοελληνισμού με όραμα-δράση-θυσία για την ειρήνη και την ελευθερία, που πρέπει να χαρίζονται ή να κατακτούνται. Μια γεμάτη τόλμη και αρετή παρακαταθήκη, πρωτότυπη για όλους τους σκλαβωμένους της γης.
Συνταράσσεται ο νους με τη στερνή ευχή που μοιράζονται την ώρα της εξόδου του αποχωρισμού «Καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο».
Τόσο αγάπησαν την ελευθερία και γι’ αυτήν τη ζωή τους απαρνήθηκαν.
Εμείς οι επίγονοι χρωστούμε τα πάντα σε σας. Όσα κι αν γραφούν στους αιώνες θα είναι λίγα μπροστά στη μεγάλη θυσία σας.

Η ΜΝΗΜΗ ΣΑΣ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΜΑΣ ΣΥΝΤΡΟΦΕΥΕΙ.
ΤΙΜΗ ΣΕ ΣΑΣ ΠΟΥ ΦΥΛΑΞΑΤΕ ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ
ΠΟΤΕ ΑΠ΄ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΜΗ ΚΙΝΟΥΝΤΕΣ

Για Σας που γευτήκατε το τέλος της εξόδου του Μεσολογγιού
Τιμή σε Σας που πέσατε
στον ένδοξο αγώνα.
Η κάθε μια απ΄το αίμα σας,
που χύθηκε σταγόνα,
Τη λευτεριά θεμέλιωσε
ειρήνη και ελπίδα,
αφήνοντας ελεύθερη
απ΄τη σκλαβιά πατρίδα.
Ω περιστέρια μας,
πολλά τα βέλη.
που τ’ άγια σας σώματα
κάναν κουρέλι!
Οι πόλεμοι ρημάξανε
σημάδι η ζωή σας,
τολμήσατε διέξοδο
μεσ’ την απόγνωσή σας!
Εκείνοι οι άσπλαχνοι,
σαν άγριοι λύκοι
αρπάξαν το χώμα σας,
που δεν τους ανήκει!
Ηρωες, δεν χαθήκατε
μέσα στις φλέβες είστε
των επιγόνων, των φυλών,
Μάρτυρες Σεις θα ζείτε!
-Δημήτρης Πέτρου Πολυγένης

Βιβλιογραφία
– Εκτύπωση ‘ Απάντων του Διον. Σολωμού. Τυπογραφείο Ροδάκη, Αθήνα 1955, -Εκδ. Μαρή Επιμέλεια Μ. Καλλοναίου.
Ακολούθησαν πιστά την εκδοση Τερζάκη, Κέρκυρα 1859.
– Βασική Παγκόσμιος Εγκυκλοπαιδεία Εκδ. Χ. Πάτση ΑΕ Τόμ. 10, σελ 371-372
– Εγκυκλοπαίδεια ΕΛΛΑΣ λαογράφου Κ. Ρωμαίου. Εκδ, Χρ Γιοβάνης, 1969. Καλλιθέα, 1969, Τόμ.3 σελ. 177-185
-Νεοελληνική Λογοτεχνία-Φυσιογνωμίες. Συγγρ. Αντρέας Καραντώνης, Εκδ. Δημ. Παπαδήμα.Τόμος Πρώτος, Έκδοση Τρίτη, Αθήνα (σελ. 46-51).