Ο Δημήτρης Τρωαδίτης επανέρχεται στο λογοτεχνικό προσκήνιο με την έννατη ποιητική συλλογή του «Με μια εμμονή στην κωλότσεπη» (εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 2020, σελ. 52) η οποία αποτελείται από τον συμβολικό αριθμό των 33 ποιημάτων.
Στο εν λόγω καλαίσθητο τομίδιο ο ποιητής καταθέτει, και πάλι, τους προβληματισμούς του για τα υπαρξιακά αδιέξοδα (ενδεικτικός λ.χ. είναι ο τίτλος του ποιήματος «Χανόμαστε», σ. 25), τα οποία συνυφαίνονται με τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες.
Κατά τον ποιητή, το ανικανοποίητο της ύπαρξης δεν έγκειται στην ίδια, αλλά εν πολλοίς στην ποιότητα της ζωής, δηλαδή στον τρόπο διαχείρισής της – στο πώς αυτή (δεν) βιώνεται.
Στον χαμένο, μη βιωμένο χρόνο, που μοιάζει με «ξέφτια των στιγμών μας / που τρέχουν αλαφιασμένα / να προλάβουν χίμαιρες» («Η ακινησία», σ. 16).
Αποτέλεσμα αυτού είναι οι όποιες «ανάσες» μες στην απέλπιδα καθημερινότητα, εκτός από «στιγμιαίες» να χαρακτηρίζονται και από μια έντονη αίσθηση πνιγηρότητας, όπως αντανακλούν τα ενσταντανέ κάποιων εφιαλτικών βιωμάτων: «ένας σκάβει τον λάκκο του / κι επτά άλλοι / του ρίχνουν χώμα // στον επαρχιακό σταθμό / ένας μόνος του / μοιρολογούσε // σε μια γκρίζα αυγή / τα όνειρα / δεν έχουν καμιά θέση» («Στιγμιαίες ανάσες», σσ. 20-23).
Οι υπαινικτικές ιδεολογικο-πολιτικές θέσεις και απόψεις στο εισαγωγικό ποίημα («να συγκρουστούμε […] στις εμπόλεμες ζώνες», «Με μια εμμονή στην κωλότσεπη», σ. 8) εξειδικεύονται σε επακόλουθα ποιήματα.
Εκεί διαπιστώνεται πως υπεύθυνοι για τα δεινά των ανθρώπων θεωρούνται οι «πραιτωριανοί» (σ. 12) της ανάλγητης και διεφθαρμένης Εξουσίας και οι φορείς της, οι «λίστες φοροφυγάδων / αμείλικτων πολιτικών» που «καταντούν τις «πατρίδες / ξεπουλημένα γραμμάτια / στην αγορά της υποκρισίας» («Οι πατρίδες», σ. 13).
Υπαίτια όμως θεωρείται και η αδιαφορία και παθητικότητα των ανθρώπων που δεν παίρνουν τη μοίρα στα χέρια τους τους («Ποιος μας καταδικάζει να μένουμε / στάσιμοι μ’ απονεκρωμένες κεραίες; // Ποιος μας τυραννά εμποδίζοντάς μας / να γίνουμε αφέντες του εαυτού μας;», «Ερωτήσεις», σ. 14).
Το παραπάνω ιδεολογικο-πολιτικό στίγμα αποκρυσταλλώνεται στο ποίημα «Για την έλευση του μέλλοντος», όπου η ανθρώπινη αδράνεια αντί να πτοεί το ποιητικό υποκείμενο, οράται ως ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο μέσω του αγώνα («Ανεμίζεις τις πίκρες / μαντίλια στο κούτελο / με ιδρώτα μετά το μεροκάματο / σημαίες στα διάσελα / σαν παντιέρες σε οδοφράγματα / τις συντροφεύει με τις ελπίδες […] και την προσδοκία / για την έλευση του μέλλοντος», ό.π. σ. 9).
Τέλος, η παραπάνω στάση παγιώνεται στο ποίημα «Χάρισμα», με τους «αδικημένους […] να θερίσουν με / το δρεπάνι / την ανημπόρια» (σ. 26), ενώ στο ποίημα «Κοίτα τις αρρώστιες» δηλώνεται κατηγορηματικά το όραμα της «επανάστασης»: «αλλά θα επαναστατήσουμε κάποτε / και θ’ ανεμίσουμε λάβαρα τις ευθύνης μας / συγκρούσεις αρχών θα επιδιώξουμε / με προοπτική μακρόχρονου καλοκαιριού / […] βάζοντας φωτιά στην κούφια καθημερινότητα / αποκαθιστώντας ιστορικά / τις μνήμες που αγαπήσαμε» (ό.π., σ. 34).
Το ποιητικό υποκείμενο, συχνά, επιχειρεί να μη χάνει το ηθικό του ενδίδοντας στην απαισιοδοξία και την απογοήτευση, αλλά να διατηρεί το φρόνημά του σθεναρά, με απεγνωσμένες παραινέσεις-προτροπές-εκκλήσεις όπως: «Να μην ενδώσουμε […] // να μην αφεθούμε / […] // να μην επιτρέψουμε στους προσκυνημένους / να νέμονται τις χαρές μας» («Πρόσκληση», σ. 24). Ακόμη και με ντιρεκτίβες του είδους: «Να καθορίσουμε τα ακαθόριστα / να διασπάσουμε να αδιάσπαστα / να συνδέσουμε τα ασύνδετα / να πατήσουμε τα απάτητα / να γιορτάσουμε τ’ αγιόρταστα» («Υποχρεώσεις», σ. 48).
Και αλλού: «να πούμε μια καλημέρα προσδοκίας / να απελευθερώσουμε μια νέα ανάσα / ν’ αναθερμάνουμε τις λιμνάζουσες ελπίδες / να λιποτακτήσουμε απ’ την ανώνυμη ζωή μας» («Μια καλημέρα προσδοκίας», σ. 49).
Παρ’ όλα αυτά, το ποιητικό υποκείμενο παραμένει ειλικρινές.
Έστω και με βαριά καρδιά παραδέχεται τον ενδοτισμό και τη συμφιλίωσή του με την αμείλικτη πραγματικότητα: «συμφιλιώνεσαι / με οποιοδήποτε τίμημα […] παρ’ όλα τα / οραματικά σου κίνητρα / ερειπωμένα σαν κάστρα / […] συμφιλιώνεσαι / μαδώντας την ύπαρξή σου / σαν τη μαργαρίτα» («Συμφιλιώνεσαι», σσ. 37-38).
Έτσι, παρά την αποφασιστικότητα για αλλαγή πλεύσης στη ζωή, οι ανατροπές ακυρώνονται λόγω ανωτέρας βίας: «Κι είπες […] / αλλά μας σταμάτησαν στο δρόμο / τα σύνορα / και οι προσταγές // κι είπες […] αλλά υπακούσαμε ξανά / στα άχρωμα κελεύσματα / των δημοσιολόγων του τίποτα / κι είπες ν’ αντισταθούμε / […] αλλά γράφουμε σε θολά τζάμια / για να σώσουμε την υστεροφημία μας…» («Κι είπες», σσ. 17-18).
Εξού και η επώδυνη ομολογία της επακόλουθης κι αναπότρεπτης ήττας: «οι πόνοι αστερισμοί διαψεύσεων / ανακυκλωμένα λόγια / […] // οι πόνοι πετροβολητό στ’ αδέσποτα / να διώξουμε το γρύλλισμά τους / να ουρλιάζουμε μόνοι μας» («Οι πόνοι», σ. 19). Και αλλού: «έτσι κι αλλιώς / οι συναινέσεις / δεν θα έρθουν ποτέ / δολοφονήθηκαν / κι οι κυκλοθυμίες / της εργατικής τάξης» («Η πόλη», σσ. 40-41).
Η παρούσα ποιητική συλλογή μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να φαίνεται αλλοπρόσαλλη με τις συνεχείς αμφιταλαντεύσεις και παλινωδίες του ποιητικού υποκειμένου. Αυτό όμως δεν έχει αρνητικό πρόσιμο καθώς, όπως ισχυρίζεται ο Ρώσος σκηνοθέτης Κονσταντίν Μπογκομόλοφ, «Η τέχνη γεννιέται από αμφιβολίες και παράγει αμφιβολίες».
Έπειτα, αυτό το χαρακτηριστικό αποτελεί εγγενές ταυτοτικό στοιχείο της ποίησης του Τρωαδίτη. Εξηγούμαι: Το παρόν πόνημα του τελευταίου έχει σαφώς μεταιχμιακό χαρακτήρα. Κινείται δηλαδή στο μεταίχμιο μιας μανιχαϊστικής θεώρησης του κόσμου, στα όρια μεταξύ δύο αντιτιθέμενων πόλων: πεσιμισμού-αισιοδοξίας, διάψευσης-επαλήθευσης, ήττας-νίκης, σκότους-φωτός, κλπ.
Μέσα σ’ αυτή τη “γκρίζα ζώνη” του ποιητικού οικοσυστήματος αναπνέει, ζει και γονιμοποιείται η όλη ποιητική διεργασία του Τρωαδίτη. Απ’ αυτήν απορρέουν τα ερεθίσματα και η θεματολογία του και αυτήν ουσιαστικά εκμεταλλεύεται, αξιοποιώντας τις ποικίλες ποιητικές εφαρμογές που προσφέρει.
Σ’ αυτή τη “μεθοριακή ζώνη” χτυπά η καρδιά της ποίησής του. Και μόνο κάποιοι τίτλοι ποιημάτων, όπως λ.χ. το «Πάνω-κάτω στα όρια» (σ. 43), είναι ενδεικτικοί του μεταιχμιακού χαρακτήρα της. Ωστόσο, η αμφίρροπη αυτή στάση («χορεύουμε σε αναμμένα κάρβουνα / τρεκλίζουμε σε τεντωμένο σκοινί», «Νέα όνειρα φτερουγίζουν» σ. 50) δεν οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες (κοινωνικο-πολιτικούς ή άλλους), όπως ενίοτε υπαινίσσεται («ίσως η εποχή είναι λάθος, ό.π. σ. 44).
Αντιθέτως, οφείλεται σε ενδογενείς παράγοντες (μια κατάσταση του νου και της ψυχής) και είναι προϊόν του ανικανοποίητου, δηλαδή ίδιον της καθαυτής ιδιοσυστασίας της ύπαρξης, όπου τα στοιχεία του κακού-καλού, άσχημου-ωραίου, κόλασης-παράδεισου συνυπάρχουν αλληλοσυγκρουόμενα.
Αυτό διαπιστώνεται πειστικότερα στα αυτοαναφορικά ποιήματα της συλλογής, θεματολογία των οποίων είναι η ίδια η ποίηση. Εδώ ο ποιητής, ενώπιος ενωπίω, βρίσκεται συγκεχυμένος, αμφιταλαντευόμενος και διαχασμένος ανάμεσα στις ιδεολογικο-πολιτικές του πεποιθήσεις και τον σκεπτικισμό του για τη λειτουργία και – κυρίως – τον (ωφελιμιστικό) σκοπό της ποίησης στη ζωή (βλ. «Εξαΰλωση», σ. 30).
Σ’ ένα παρορμητικό εγχείρημα να συγκεράσει τις δύο διχογνωμίες, καταλήγει αιφνιδίως στο αποφαντικό: «γιατί η ποίηση / ή θα γίνει επανάσταση / ή δεν θα υπάρξει ποτέ» («Εξαγγελία», σ. 31). Η ταύτιση ποίησης-επανάστασης, παραδόξως, επαναλαμβάνεται με τους στίχους: «Θέλω να γράψω ένα ποίημα // […] ανατρεπτικό σαν τις επαναστάσεις / που άλλαξαν τα πάντα» («Θέλω να γράψω ένα ποίημα»», σ. 46).
Το ακόμη παραδοξότερο όμως είναι ότι όλα τα παραπάνω έρχονται να αναιρεθούν στο ποίημα «Τίποτα δεν είναι πραγματικό» (σσ. 35-36).
Εδώ ο ποιητής, απογοητευμένος από τη διάψευση των ιδεολογικο-πολιτικών του οραμάτων, αλλά και από τις μάταιες προσδοκίες του από την ποίηση («αλλά γράφουμε σε θολά τζάμια / για να σώσουμε την υστεροφημία μας» ομολογεί στο «Κι είπες», σ. 18), φτάνει αναπόφευκτα σ’ ένα τέλμα.
Συνειδητοποιώντας, ίσως, το γεγονός ότι κανένα ποίημα δεν υπήρξε ποτέ καταλύτης οποιασδήποτε ανατροπής, αλλά ούτε και καμία επανάσταση άλλαξε ποτέ ριζικά τη μοίρα της ανθρωπότητας, αναγκάζεται να καταφύγει στην παρηγορητική θαλπωρή (comfort zone) της ουτοπίας, με αποτέλεσμα να αμφισβητεί τελικά τόσο την ποίηση όσο και την ίδια την… πραγματικότητα!
Εξού και το παραληρηματικό ξέσπασμα με τους υπερρεαλιστικούς απόηχους στο ποίημα «Τίποτα δεν είναι πραγματικό» («ένας οίστρος καμώνεται / πως έρχεται θριαμβευτικά / να με συναντήσει […] / τίποτα δεν είναι πραγματικό / είναι απομιμήσεις / ανεστραμμένα είδωλα / από το χάος στο άπειρο», ό.π., σ. 35) – πράγμα που επιβεβαιώνει την προηγούμενη διαπίστωσή μας ότι η απαισιοδοξία και το ανικανοποίητο της ζωής έχουν βαθύτερες υπαρξιακές και μεταφυσικές καταβολές.
Ποια είναι όμως αυτή η περιώνυμη «εμμονή» που επικαλείται ο ποιητής; Μα η εγκαρτέρηση και – κυρίως – η επιμονή στη δράση και η αισιόδοξη προοπτική του αγώνα, όπως μαρτυρείται στο εισαγωγικό ποίημα («με μια εμμονή στην κωλότσεπη / και μια σιγουριά στην ψυχή / να ξεριζώσει τις μολυσμένες καρδιές», σ. 8). Ακόμη κι όταν η προοπτική της μη εγγυημένης νίκης φαντάζει άπιαστο όνειρο, το μεσσιανικό μήνυμα που κυριαρχεί είναι αυτό του αγώνα προκειμένου «να σκορπιστεί μια χούφτα λευτεριά» (ό.π). Θέση που συγκεφαλαιώνεται στο επιλογικό ποίημα με τους στίχους: «η θλίψη μάς ξέρει πολύ καλά / και την ξέρουμε // […]
Ωστόσο, δεν μας καταβάλλει καμία πτώση / τα όνειρα αναπροσαρμόζονται / […] νέα όνειρα φτερουγίζουν» («Νέα όνειρα φτερουγίζουν», σ. 50). Διότι, σε τελική ανάλυση, η αισιοδοξία είναι «μια αφοπλιστική έγερση ψυχής» και μια κατάσταση του νου (state of mind), αφού «εμείς είμαστε που αναπληρώνουμε το κενό / εμείς είμαστε που αναπτερώνουμε την ελπίδα» («Όπου γης και πατρίς», σ. 32).
Επιγραμματικά, οι πιο εμφανείς τεχνοτροπίες της παρούσας συλλογής συνοψίζονται ως εξής: η εναλλάξ χρήση πρώτου προσώπου ενικού και πληθυντικού και δεύτερου προσώπου ενικού – ακόμη και μες στο ίδιο το ποίημα.
Τα διάφορα ρητορικά και άλλα σχήματα λόγου, υπό μορφή ερωτήσεων, καταφάσεων, προστακτικής, κλπ. Η χρήση χαϊκού (βλ. «Στιγμιαίες ανάσες», σσ. 20-33).
Η εικονοπλασία με την υιοθέτηση κινηματογραφικών εφέ. Η χρήση του αυτοβιογραφικού στοιχείου (βλ. «Όπου γης και πατρίς», σ. 32). Η χρήση αυτοαναφορικότητας.
Τα αυτοαναφορικά ποιήματα ( μαζί με το «Θα ήθελα να μιλήσω», σσ. 28-29) που συζητήσαμε είναι, προφανώς, τα καλύτερα δείγματα γραφής του Τρωαδίτη. Πρώτον, διότι ενσαρκώνουν και αντανακλούν τις τεχνοτροπικές αναζητήσεις, τους προβληματισμούς και πειραματισμούς του.
Δεύτερον, διότι υπαινίσσονται την αδυναμία της γλώσσας, αλλά και της ποίησης να συλλάβουν και αποδώσουν ικανοποιητικά το άρρητο της ύπαρξης: το κομφούζιο του εσωτερικού σύμπαντος (σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα, συνειδητό και υποσυνείδητο) καθώς και την παραζάλη του εξωτερικού κόσμου, της ζωής και της τέχνης.
Εν κατακλείδι: Ο Δημήτρης Τρωαδίτης, με το ήδη πλούσιο έργο του και την αφοπλιστική ποιητική του παρρησία, παραμένει εδώ και χρόνια η πιο γνωστή και αξιόλογη φωνή στην ελληνόγλωσση ποίηση της ομογένειας της Αυστραλίας.
Αλλά και από τις πιο ενδιαφέρουσες ποιητικές παρουσίες του απόδημου ελληνισμού. Είναι παρήγορο που έχει αρχίσει να προσέχεται και από την ελλαδική κριτική.
*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Έχει δημοσιεύσει 24 αυτοτελή βιβλία και 5 μεταφρασμένα στην Ελλάδα και το εξωτερικό.