Κατά την συζήτηση γύρω από το θέμα της ψήφου των Αποδήμων διεφάνησαν δύο βασικές λογικές και αντιλήψεις αναφορικά με την διευκόλυνση της συμμετοχής των εχόντων κατά τον νόμο δικαίωμα συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη κυβέρνησης στην Ελλάδα.

Η πρώτη αντίληψη εκλαμβάνει τους Απόδημους Έλληνες ως τμήμα του λαού του διαβιούντος εντός της επικράτειας ως ενεργούς δηλαδή πολίτες, παρ’ ότι το μεγαλύτερο τμήμα του Απόδημου Ελληνισμού αποτελεί ενεργό τμήμα του λαού άλλων επικρατειών, στηρίζεται δηλ. στην τυπική και μόνον πολιτική σχέση αυτών των ατόμων με το ελληνικό κράτος.

Η αντίληψη αυτή προσβάλλει ευθέως την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, της πρωτογενούς δηλ.εξουσίας, η οποία πρέπει να ασκείται εντός ή επί μίας καθορισμένης χώρας,της επικράτειας, και ενός συνόλου ανθρώπων που διαβιούν εντός αυτής.

Το χειρότερο δε, προσβάλλει το “αυτοδύναμο” της οργάνωση της εξουσίας η οποία διέπει τη συμβίωση του συνόλου των ανθρώπων που διαβιούν εντός ορισμένης χώρας. Εισάγει δηλ. μια ιδιόμορφη ετεροδυναμία στον πυρήνα της έννοιας του κράτους και της κρατικής εξουσίας ως υπέρτατης ικανότητας επιβολής ορισμένης θέλησης επί άλλων θελήσεων, κατά τρόπο ακαταγώνιστο.

Η συντριπτική πλειοψηφία των Αποδήμων Ελλήνων έχει τυπική και μόνον πολιτική σχέση με το Ελληνικό κράτος και δεν υφίσταται την επιβολή της κρατικής εξουσίας του ελληνικού κράτους. Με απλά λόγια: Ένα τμήμα του εκλογικού σώματος δεν θα υποστεί τις συνέπειες των επιλογών του.

Στην αντίληψη αυτή στηρίχθηκε η πρόταση νόμου της ΝΔ ως κυβέρνηση τον Νοέμβριο του 2019 η οποία εκφράστηκε με την μεγαλύτερη δυνατή διαύγεια από τον ίδιο τον πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη κατά την ομιλία του στην Αστόρια:

«Η ψήφος σας θα προσμετράται κανονικά. Το 2023, όταν θα γίνουν οι επόμενες εθνικές εκλογές, θα μπορείτε επιτέλους να ψηφίζετε από τον μόνιμο τόπο διαμονής σας», τόνισε ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την ομιλία του προς την Ομογένεια στο Πολιτιστικό Κέντρο Αγίου Δημητρίου Αστόριας «Πέτρος Γ. Πατρίδης».

Κάτω από την πίεση της ψήφισης ενός νόμου από 200 βουλευτές, ως ορίζει το σύνταγμα και με ουσιαστικά εξασφαλισμένη την υποστήριξη από το ΚΙΝΑΛ (22 βουλευτές) και την ΕΛ.ΛΥΣΗ (10 βουλευτές) η πρόταση νόμου εξασφάλιζε την υποστήριξη 190 βουλευτών (μαζί με τις έδρες τις ΝΔ = 158).

Χρειάζονταν ακόμη 10 βουλευτές για να καταστεί νόμος του κράτους.

Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταθέσει, πολύ πριν την κατάθεση του νομοσχεδίου από την κυβέρνηση, δική του πρόταση νόμου για την ψήφο των Αποδήμων, την οποία είχε επεξεργαστεί κατά την διάρκεια της διακυβέρνησή του και δεν πρόλαβε να την φέρει στην Βουλή ως σχέδιο νόμου για ψήφιση λόγω της παρεμβολής των εθνικών εκλογών.

Την πρόταση αυτή παρουσίασε στην ουσιαστική της κατεύθυνση την άνοιξη του 2017 ο πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής για τον Απόδημο Ελληνισμό ως επίσημος προσκεκλημένος από την Ομοσπονδία στην παρέλαση της 25ης Μαρτίου Αλ. Τριανταφυλλίδης στο Σταθάκειο μέγαρο, με ηχηρή την απουσία των ομογενειακών φορέων.

Το ΚΚΕ υποστήριζε την προσμέτρηση των ψήφων των Αποδήμων στο σύνολο των ψήφων της Επικράτειας, αλλά έθετε ταυτόχρονα και περιοριστικούς όρους στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος των Αποδήμων εκλογέων, οι οποίοι είχαν άμεση συνάφεια με την ουσιαστική χρήση της πολιτικής σχέσης των Απόδημων εκλογέων με την Ελλάδα και όχι απλά την τυπική πολιτική σχέση, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, καθώς επίσης και την αυτοπρόσωπη παρουσία του Απόδημου εκλογέα στα εκλογικά κέντρα.

Η κυβέρνηση έχοντας κατά νου πως ο εκλογικός νόμος παρεμβαίνει στην κοινωνία και δημιουργεί ή μεταμορφώνει το πολιτικό πεδίο καθώς η κοινωνική, ιδεολογική ή κομματική ισορροπία δημιουργείται μέσα και από το εκλογικό σύστημα που επιτρέπει ή απαγορεύει σε ιδεολογίες και συμφέροντα μικρών ομάδων να μπουν στη διαβούλευση των εκλογών και της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, αλλά κυρίως πως μπορεί να δημιουργεί με τις κατάλληλες διατάξεις τεχνητές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες, προσέγγισε κατά την περίοδο της διαβούλευσης τις θέσεις του ΚΚΕ για να εξασφαλίσει και την υποστήριξη των 15 βουλευτών του.

Έτσι το τελικό νομοσχέδιο είχε ουσιαστικά την υποστήριξη 205 βουλευτών πριν καν αρχίσει η συζήτηση στη Βουλή επί αυτού του νομοσχεδίου, το οποίο έλαβε και ισχύ νόμου με αριθμό 4648/2019 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Η δεύτερη αντίληψη είναι συνεπής στην επιταγή του συντάγματος πως “θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία”.

Η αντίληψη αυτή στηρίζεται στην παραδοχή πως η Ελλάδα οφείλει να έχει γέφυρες επικοινωνίας και συνεννόησης με τον Ελληνισμό της Διασποράς χωρίς αυτή η παραδοχή να τραυματίζει την λαϊκή κυριαρχία, διατηρώντας δηλ. στον μέγιστο δυνατό βαθμό το “αυτοδύναμο” της οργάνωσης της κρατικής εξουσίας στην ελληνική επικράτεια.

Εκλαμβάνει το σύνολο των Αποδήμων Ελλήνων των εχόντων κατά τον νόμον δικαίωμα ψήφου ως ενιαία οντότητα παραχωρώντας σε αυτήν ειδική εκλογική περιφέρεια με συγκεκριμένο αριθμό βουλευτών εκ του συνόλου των βουλευτών επικρατείας.

Η αντίληψη αυτή κατοχυρώνει όχι μόνον το δικαίωμα του εκλέγειν χωρίς περιορισμούς των Αποδήμων εκλογέων, αλλά και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, γεγονός που στερεί ο νόμος 4648/16.12.2019 ή μάλλον εναποθέτει στην διακριτική ευχέρεια των κομμάτων να συμπεριλάβει στο ψηφοδέλτιο επικρατείας και Έλληνες εκλογείς του εξωτερικού.

Με αυτή την αντίληψη κατέθεσε στην βουλή ο ΣΥΡΙΖΑ την πρόταση νόμου η οποία αποτελούσε το πόρισμα ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής με την συμμετοχή όλων των κομμάτων.

Στηρίζονταν στις κατά καιρούς προτροπές και αποφάσεις του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού, στην διεθνή πρακτική και στις αποφάσεις ημεδαπών και διεθνών Επιτροπών.

Η πρόταση αυτή εκλάμβανε τον Ελληνισμό της Διασποράς ως ενιαία οντότητα και παραχωρούσε σε αυτήν ειδική εκλογική περιφέρεια της Διασποράς με συγκεκριμένο αριθμό βουλευτών εκ του συνόλου των βουλευτών επικρατείας. Η πρόταση αυτή του νόμου δεν εισήχθη ποτέ από την κυβέρνηση στην Βουλή για συζήτηση.

λη η συζήτηση στη Βουλή για την ψήφο των Αποδήμων διεξήχθη στη βάση των προβλεπόμενων ρυθμίσεων του σχεδίου νόμου της κυβέρνησης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε τελικά το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης για την ψήφο των Αποδήμων με την λογική πως είναι καλύτερα να υπάρξει ένας νόμος, που αν και δεν ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες των Αποδήμων Ελλήνων αποτελούσε μια κάποια αρχή.

Η κυβέρνηση απέρριψε την συζήτηση για την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ με την αιτιολογία πως η πρόταση αυτή προσβάλλει την ισοτιμία της ψήφου των Αποδήμων εκλογέων σε σχέση με τους εκλογείς εντός της Επικράτειας και από την άλλη ψηφίζει εκλογικό νόμο, ο οποίος αποτελεί την επιτομή της παραβίασης της ισοτιμίας της ψήφου.

Η ένθεση της διευκόλυ σης άσκησης δικαιώματος ψήφου από τους εκτός Επικράτειας Έλληνς πολίτες έχει ως στόχο την κατανόηση των προαναφερόμενων όρων και τις επιπτώσεις της στην σύλληψη και την υλοποίηση της μια ή της άλλης άποψης, της πρώτης ή της δεύτερης αντίληψης, έχοντας υπ’ όψιν πως οι ομογενείς μας αναγνωρίζουν την Ελλάδα από τα σύμβολά της.

Αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια επειδή ακριβώς το έθνος με τη πολιτισμική του έννοια συνιστά μία φαντασιακή κοινότητα ανθρώπων, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με κοινές ιδιότητες, όπως κοινή καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία, ιστορία, πολιτισμός.

Και είναι ακριβώς αυτές οι ιδιότητες που συνδέουν ως ένα είδος εθνικού δεσμού (πολιτισμικού δεσμού) τον ομογενειακό Ελληνισμό, γεγονός που σημαίνει πως ο Ελληνισμός της Διασποράς δεν ορίζεται στο πλαίσιο του λαού, αλλά έξω από αυτόν ως πολλαπλές ταυτότητες οντοτήτων με «εθνικούς» μεταξύ τους δεσμούς.

Πάνω σε αυτήν ακριβώς την παραδοχή έρχεται το ΣΑΕ να συνδράμει ως ένα είδος συμπόρευσης του λαού και του έθνους, αλλά και ως θεσμοθετημένη γέφυρα μεταξύ των πολλαπλών πολιτισμικών οντοτήτων που απαρτίζουν τον “Ομογενειακό” Ελληνισμό.

Η “Ψήφος των Αποδήμων” και το “Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού” αποτελούν δύο ισχυρά εργαλεία στην υπηρεσία του όλου Ελληνισμού.

Όλος ο πλανήτης με την σύγχρονη τεχνολογία έχει γίνει ένα μικρό χωριό. Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και του δικαίου θέτει νέους όρους στον αγώνα για την επιβίωση λαών και εθνών, γλωσσών και πολιτισμών.

Οι παλιοί κανόνες και μέθοδοι οργάνωσης του εκτός Ελλάδας Ελληνισμού έχουν χάσει την αίγλη και αποτελεσματικότητά τους χωρίς να αντικατασταθούν από νέους τρόπους οργάνωσης βασισμένους όχι στην πολιτική σχέση των Αποδήμων της α΄ γενιάς με την Ελλάδα, αλλά στην πολιτισμική σχέση των ομογενών των επερχόμενων της α΄γενεών με την χώρα μας, την οποία και αναγνωρίζουν μόνον μέσα από τα σύμβολά της κατά κύριο λόγο και λιγότερο από την βιωματική τους εμπειρία.

Οι νέοι τρόποι θα πρέπει να αναζητηθούν με βάση τις διαδικασίες συγκρότητσης της ταυτότητας “στα σύμβολα και συμβολισμούς, που έχει εσωτερικεύσε κάποιος, με βάση τα οποία μπορεί να διαμορφώσει μιαν ωρισμένη αντίληψη και παραδοχή του “ανήκειν” σε μια εθνοτική ομάδα.

Μπορεί, ακόμα, να γίνει με βάση “υπαρτκτές” ή και “υποτιθέμενες” ιδιότητες του “εμείς” και οι “άλλοι”. Μπορεί να παραχθεί ακόμα σε αφαιρετικό επίπεδο με αφαιρετικές εξιδανικεύσεις και αναγωγές στο παρελθόν ενός έθνους, παρά με ιδιότητες εξαγόμενες από την σύγχρονη πραγματικότητα. (Β. Τσαπαλιάρης: Μορφές Ελληνικότητας στην Ελληνική Διασπορά)

Οι ομογενείς μας των πέντε ηπείρων έχουν την ευκαιρία να παρέμβουν στην διαδικασία ανάδειξης του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού υπερβαίνοντας την δυστροπία και αναποτελεσματικότητα, την ακαμψία και φυλλοβολή των υφιστάμενων οργανωτικών ομογενειακών δομών και των εξουσιαστικών εκκλησιαστικών δομών και να ανιχνεύσουν νέους δημοκρατικούς θεσμούς όχι μόνον για την εκπροσώπησή όλων των ομογενών στο Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού, αλλά και για την επιβίωσή μας ως λαού και ως έθνους.