Γιορτάζουμε φέτος τα 200 χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης του 1821 και μάλιστα σε παγκόσμια κλίμακα.

Γιορτάζουμε τους αγώνες της φυλής μας, την εθνική μας αξιοπρέπεια, την εθνική μας υπερηφάνεια.

Σήμερα είναι κατάλληλη η στιγμή να κάνουμε μια μικρή αναδρομή, να αποτίσουμε τον ελάχιστο φόρο τιμής στην τιτάνια προσπάθεια αυτών που οραματίστηκαν και κατάφεραν να ζούμε σήμερα εμείς ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ.

Όμως, η ιστορική αλήθεια, όπως και κάθε αλήθεια πιστεύω, δικαιούται και απαιτεί απόλυτο σεβασμό στα ίδια τα γεγονότα.

Η ιστορική αλήθεια δε νερώνει το κρασί της χάριν οποιασδήποτε σκοπιμότητας και δεν εξαγοράζεται μ’ όσα τόσο γρόσια.

Τα έντυπα Μέσα μας, δες «Νέος Κόσμος», έχει παραχωρήσει τις στήλες του αφιλοκερδώς σε όσους ήθελαν τιμήσει και καταθέσει ένα δάφνινο στεφάνι ή έστω και ένα δαφνόφυλλο.

Θλιβερή διαπίστωση: «Ο Αλέξ κ. Καθηγητά ούτε λεξ για τα LUX». Έτσι απάντησε ο φοιτητής Αλέξ για τα LUX (νόμους) όταν τον ρώτησε ο Καθηγητής του για τα LUX».

Ερωτώ και γω με τη σειρά μου: Τι γνωρίζετε για τον Μακεδονικό Αγώνα;

Ο Μακεδονικός Αγώνας δεν είναι μόνο η σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Σλάβων.

Ο Μακεδονικός Αγώνας είναι η μεγαλύτερη απελευθερωτική προσπάθεια της ελληνικής φυλής από το 1821.

Πριν από τον Μακεδονικό Αγώνα υπήρχε η μικρή Ελλάδα, χρεωκοπημένη στα 1893, ηττημένη στα 1897, ταπεινωμένη.

Μ’ αυτόν η Ελλάδα απέκτησε πίστη στον εαυτό της. Οδήγησε στους ένδοξους χρόνους του 1912-13 και σ’ όλα τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν.

Ας μου επιτραπεί εδώ, εν τάχει, και για τυχόν αναφορές και παρερμηνείες να πω ότι, για διάφορους λόγους, ιστορικούς ή άλλους, τμήμα ενός έθνους χρησιμοποιεί και μια άλλη γλώσσα. Όρα το παράδειγμα Αυστραλίας. Οι πληθυσμοί εξάλλου συνοριακών περιοχών είναι δίγλωσσοι γιατί έρχονται σε επαφή με γειτονικούς λαούς.

Οι σλαβόφωνοι Έλληνες της Μακεδονίας αγωνίστηκαν και έχυσαν το αίμα τους για τον ελληνισμό τους.

Μετά το 1922, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, το θέμα λύθηκε οριστικά και δεν είναι της παρούσης η όποια κατοπινή σλαβική προπαγάνδα.

Αν η Μακεδονία σήμερα απολαμβάνει την ελευθερία της το οφείλει στη μαχητικότητα και αποτελεσματικότητα των ντόπιων αγωνιστών. Των ανθρώπων εκείνων που δεν πτοήθηκαν από τον εχθρό που καιροφυλακτούσε ούτε προπαντός από την εθνική μοναξιά τους.

Για σαράντα και πλέον χρόνια ο γηγενής πληθυσμός της Μακεδονίας, μόνος και αβοήθητος, αγωνίστηκε να διαφυλάξει την ελληνικότητά του πολύ πριν καταφθάσουν από κάθε γωνιά της ελληνικής γης οι γενναίοι μακεδονομάχοι του ένοπλου αγώνα 1904-1908.

Ο καπετάν Κώττας, για παράδειγμα, που η μακεδονική πατριά σήμερα σκύβει ευλαβικά το γόνυ στη μνήμη του, υπήρξε από τις κορυφαίες μορφές του Μακεδονικού Αγώνα. Αναμφισβήτητα η σημαντικότερη που χαρακτηρίζει την Ελληνική Μακεδονική Αντίσταση 1900-1904.

Γεννήθηκε το 1863 στη Ρούλια, ένα χωριό που φέρει σήμερα το όνομά του και θα το βρούμε στα Κορέστια, περιφέρεια αρκετά μεγάλη, ανάμεσα στο Βίτσι και τις Πρέσπες.

Κατά το χρονικό διάστημα 1897-1900, ο Κώττας κατόρθωσε ν’ απαλλάξει την περιοχή Κορεστίων-Πρεσπών από τους ισχυρότερους και πιο αιμοβόρους Τουρκαλβανούς.

Η αντάρτική του δράση ήταν κραυγαλέα. Το όνομα του Κώττα, άρχισε να παίρνει διαστάσεις θρυλικού κι ακαταμάχητου οπλαρχηγού.
Είναι ελάχιστα γνωστό ότι στα σχέδια του Κώττα ήταν και η απελευθέρωση της Φλώρινας και της Καστοριάς. Για τη Φλώρινα είχε ορισθεί η 8η Σεπτεμβρίου 1902 και για την Καστοριά η 20ή Σεπτεμβρίου.

Για το εγχείρημα είχαν ειδοποιηθεί οι Τούρκοι από τον μητροπολίτη Φλώρινας Ιωαννίκιο. Το περιστατικό αναφέρεται σε δημοσιευθείσα διάλεξη του Φλωρινιώτη δικηγόρου, δημοσιογράφου και συγγραφέα Θεόδωρου Βόσδου.

Τον Ιανουάριο του 1904, ο Κώττας πήγε στην Αθήνα όπου τον υποδέχθηκαν ως ήρωα. Ο Στέφανος Δραγούμης μάλιστα τον παρουσίασε στον διάδοχο Κωνσταντίνο.

Η ατυχής πολεμική αναμέτρηση του 1897 με την Τουρκία, η επαναστατική αναταραχή στην Κρήτη, και η φιλοβουλγαρική προπαγάνδα, αφύπνισαν την ελληνική κυβέρνηση η οποία υιοθέτησε στην αρχή την ένοπλη αντίσταση του Μακεδονικού πληθυσμού που ήδη διεξαγόταν στη Μακεδονία.

«Ολόκληρη η ιστορία της αντίστασης αυτής δεν μπορεί ποτέ να ειπωθεί» παρατηρεί εύστοχα ο Βρετανός Καθηγητής Douglas Dakin, στο βιβλίο του «The Greek Struggle in Macedonia 1897-1913» (σελ. 117)

Τον Μάρτιο του 1904. ο Κώττας υποδεχόταν μια μικρή ανταρτική ομάδα από τους Πάυλο Μελά, τον θρυλικό Μίκη Ζέζα από την Ήπειρο, υπολοχαγό του Πεζικού, Αλ. Κοντούλη, Αν. Παπούλια και Γ. Κολοκοτρώνη. Μαζί του ήταν ακόμα ο Παύλος Κύρου, ο Νικόλαος Πύρζας, τρία από τα παιδιά του Κώττα και μερικοί άλλοι, όλοι τους από την περιφέρεια Φλώρινας.

Οι κινήσεις τους έγιναν γνωστές από τους Τούρκους και προκάλεσαν την ανάκλησή τους στην Αθήνα. Τον επόμενο Ιούλιο επιχείρησε νέα έξοδο στη Μακεδονία. Τέλος, στις 18 Αυγούστου ο Μελάς ξεκίνησε για το τρίτο και τελευταίο του ταξίδι.

Το κέντρο δράσης του Παύλου Μελά ήταν τα Κορέστια. Ενάμισυ μήνα μετά έπεσαν σε ενέδρα. Ο Παύλος Μελάς τραυματίστηκε βαριά και πέθανε ύστερα από λίγη ώρα, στις 13 Οκτωβρίου 1904, στο χωριό Στάτιστα του Νομού Καστοριάς. Ο θάνατός του συγκλόνισε και έδωσε νέα ώθηση στην πορεία του Μακεδονικού Αγώνα.

Το 1904, όμως, έφερε και πολλές αποφράδες μέρες στο έργο και στη ζωή του Κώττα. Στις 2 Ιουλίου 1904, προδομένος, αιχμαλωτίστηκε μέσα στο σπίτι του. Σιδηροδέσμιο τον οδήγησαν στο Μοναστήρι και τον έκλεισαν στις φυλακές «Κατίλ Χανέ».

Στο βιβλίο του Ν. Κοεμτζόπουλου «Καπετάν Κώττας – Ο πρώτος Μακεδονομάχος» διαβάζουμε:

«Από τον Αρχείον του Υπουργείου Εξωτερικών καταφαίνεται ότι, ο τότε Πρόξενος της Ελλάδος στο Μοναστήρι Δ. Καλέργης, δια τηλεγραφήματός του από 15/28/6/1904 προς Υπουργείον Εξωτερικών, ανέφερε ότι ο Χιλμή Πασάς αφιχθείς προ διημέρου του είπε ότι ο Κώττας συνελήφθη κατόπιν πληροφοριών δοθεισών υπό του μητροπολίτου Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη.

Το Υπουργείον δι’ αριθμ. 2197/16/29/6/1904 τηλεγραφήματος, ερωτά εάν ο Χιλμή Πασάς λέγει την αλήθειαν. Ο Καλέργης δια του τηλεγραφήματός του αριθμ. 647/28/6/1904 π.η. απαντά: ‘Δεν υπάρχει αμφιβολία περί τούτου’.

Επιπροσθέτως εις το αυτό τηλεγράφημα σημειώνει ότι είχε λάβει προηγουμένως επιστολήν του Καραβαγγέλη εν η σαφώς διεφαίνετο έχθρα αυτού προς τον Κώττα.

Και παρακάτω: Όταν προγενεστέρως ο Καλέργης είχε διαδιβάσει εις τον Καραβαγγέλην παράκλησιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως να υποστηρίξει τον Κώτταν και ενισχύσει χρηματικώς αυτόν δια να ημπορέσει να χτυπήσει τον Μήτρο Βλάχο ο Ιεράρχης δεν έπραξεν τούτο. Ηναγκάσθη όθεν ο Καλέργης να αποστείλει απευθείας χρήματα εις τον Κώτταν εις Ρούλιαν, επεξηγών εις αυτόν και την αιτίαν της καθυστερήσεως.

Ούτος, δηλαδή ο Μητροπολίτης Καστοριάς, Γερμανός Καραβαγγέλης, προτιμούσε να εργάζεται πάντοτε διά μέσου των Τούρκων εις τον αγώνα κατά των Βουλγάρων» (πάλι από το βιβλίο του D. Dakin «The Greek Struggle In Madcedonia 1897-1913», σελ. 182-183, υποσ. 134), ενώ το μίσος του Κώττα κατά των Τούρκων, προσθέτουμε εμείς, και ας μας επιτραπεί το σχόλιο, δεν του επέτρεπε προφανώς να ακουθέι την ιδια τακτική.

Στις 27 Σεπτεμβρίου 1905 τον κρέμασαν στην πλατεία του Ατ-Παζάρ (αλογοπάζαρο) στο Μοναστήρι. Πάνω στο ικρίωμα μόνος του κλώτσησε το σκαμνί ζητωκραυγάζοντας υπέρ της Ελλάδας. Το σώμα του παραδόθηκε στην Ελληνική Κοινότητα και κηδεύηκε ως Έλληνας χριστιανός.

Διαβάζουμε απόσπασμα από το ποίημα «Ο θάνατος του Καπετάν Κώττα» της Αλίκης Νικολαΐδη:

Εκεί στη μέση του Ατ-Παζάρ εκεί στο Μοναστήρι
κρέμασαν τον παλικαρά, τον καπετάν τον Κώττα…
………………………………..
Ο Ακρίτας πάει της Κορεστιάς, ο καλογιός της Ρούλιας,
που ‘συρε πρώτος το χορό πα’ στις Ιδέας τη βίγλα…
Κι ήτανε ΠΕΙΣΜΑ το βιολί και ΠΑΘΟΣ το λαγούτο
και το σαντούρι ΑΠΟΦΑΣΗ και το κλαρίνο ΘΑΡΡΟΣ
και το τραγούδι ΛΕΥΤΕΡΙΑ και το μεθύσι ΕΛΛΑΔΑ…
Ο Ακρίτας πάει της Κορεστιάς, ο Διγενής της Πρέσπας.
Οι γενναίοι μάχονται γενναία και πεθαίνουν γενναία.

Αυτός ήταν ο Κωνσταντίνος Κώττας του Χρήστου και της Δέσποινας, από τη Ρούλια. Υπήρξε αληθινά γενναίος. Στο πάνθεον των γενναίων της νεότερης ιστορίας του Έθνους μας κατέχει θέση εκλεκτή.

Στην είσοδο του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης στη Θεσσαλονίκη, στο αριστερό σας χέρι, κάτω από τις φυλλωσιές των δένδρων, στέκεται ένα χαλκινο άγαλμα δύο μέτρων, του Φλωρινιώτη γλύπτη, Καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών, αείμνηστου Δημήτρη Καλαμάρα, φιλοτεχνημένο το 1960.

Παριστάνει τον πρώτο Μακεδονομάχο Καπετάν Κώττα. Η τεχνοτροπία του δεν σου αφήνει αμφιβολία. Οι τραχιές πτυχές του ζωντανεύουν το έπος του Μακεδονικού Αγώνα.

Στέκεται εκεί σύμβολο στιην αιωνιότητα, μαζί με τον Παύλο Μελά, τον Κύρου, τον Σίμο από τ’ Αλώνια, τον Παύλο από το Κρατερό, τον Πύρζα, τον Ντίνα, τον Νταλίπη, τον καπετάν Βαγγέλη, τον Καραβίτη, τον Βάρδα, τον Βολάνη, τον Μακρή, τον Χατζητάση, τον Σαπουντζή, τον Ρακοβίτη, τον παπα-Σταύρο Τσάμη από το Πισοδέρι, τον παπα-Κώστα από το Τρίβουνο, τον Ναούμη, που απήγαγε μέρα-μεσημέρι τον Καϊμακάμη από τη Φλώρινα και ο χορός σέρνει τα βήματά του και το τραγύδι αντιλαλεί τη λεβεντιά που φανερώνει την ηθική προσωπικότητα των ντόπιων αγωνιστών.

Εδώ θα επιθυμούσα να αφιερώσω τη μικρή μου συμμετοχή στις εκδηλώσεις των 200 χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης του 1821, στον τριτότοκο γιο του Καπετάν Κώττα, συμβολαιογράφο Χρήστο Κώττα, ο οποίος ήταν νονός μου.

Ο πατέρας μου, τον οποίο έδενε βαθιά φιλία με τον νονό μου, συχνά μας διηγιόταν ιστορίες από τη ζωή του καπετάν Κώττα, έτσι όπως τις άκουγε από τον νονό μου.

Η σύζυγος του Καπετάν Κώττα, Ζωή, ακόμα και στα γεράματά της ήταν καλλονή, έλεγε.

Από τον πατέρα μου έχω ακούσει και θέλω να το καταθέσω, ότι ο μπέης του διπλανού χωριού της Χαλάρας είχε βιάσει τη σύζυγο του Κώττα.

Ο Κώττας τότε κρέμασε το δισάκι του, ξεκρέμασε το όπλο του και «καθάρισε», όχι μόνο τον μπέη της Χαλάρας, αλλά και όλους τους μπέηδες και αγάδες της περιοχής. Εξ ου, συν τοις άλλοις, και το αβυσσαλέο μίσος του Κώττα εναντίον των Τούρκων. Η Ζωή Κώττα πέθανε το 1940.

Μόνη της μεγάλωσε τα παιδιά της. Σημειωτέον, ότι όλα τα παιδιά του Κώττα τα σπούδασε το ελληνικό Κράτος.

Εκτός από τον νονό μου, πρόφθασα να γνωρίσω δύο ακόμα από τους γιους του Καπετάν Κώττα, τον Δημήτρη, δικηγόρο, ο οποίος διετέλεσε και δήμαρχος στη Φλώρινα, και τον Βαγγέλη, τραπεζικό υπάλληλο, ο οποίος ζούσε στην Αθήνα. Τον άλλο του γιο, τον Σωτήρη, στρατηγό, δεν έτυχε να τον γνωρίσω.

Ένας ακόμα γιος του, ο Λάζαρος, πέθανε μαθητής Γυμνασίου στην Καστοριά το 1910, όπως έχω ακούσει. Η κόρη του Σοφία, απέκτησε τέσσερα παιδιά.

Τα δύο από αυτά, ο Αθανάσιος και η Ελένη, μετανάστευσαν στην Αυστραλία και εγκαταστάθηκαν στο Wollongong.

Τον Αθανάσιο Τάσση ή Τομ Τάσση, όπως τον αποκαλούσαν, τον έβλεπα κατά καιρούς. Γεννήθηκε το 1905, τη χρονιά που κρέμασαν τον παππού του και πέθανε σε ηλικία 100 ετών.

Με είχε εντυπωσιάσει η ομοιότητά του με τον ένδοξο παππού του. Οξύνους, τολμηρός, διέθετε χιούμορ, φιλάνθρωπος μα πάνω απ’ όλα φιλόπατρις. Όταν κάποια στιγμή τον αποκάλεσα «Γεροπλάτανο» έσκυψε του και έκλαψε.

Αξιώθηκε να αποκτήσει μεγάλη περιουσία και να προσφέρει απλόχερα. Όταν το 1958 υπήρχε ανεργία στο Wollongong, ο Αθανάσιος Τάσης (Τομ Τάσσης) άνοιξε τις πόρτες του εστιατορίου του και τάιζε όλους τους ανέργους. Αυτός αγόρασε και χάρισε το οικόπεδο όπου είναι χτισμένη σήμερα η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού.

Προσωπικά μου έχει εμπιστευθεί άγραφα ακόμα κατορθώματα του ένδοξου παππού του Καπετάν Κώττα.

Η ιστορική αλήθεια πάντα θα στεφανώνεται: «Με δάφνες με πικροδάφνες».