Την Παρασκευή, 28 Μαΐου 2021, στις 6.30 το απόγευμα, θα γίνει στην αίθουσα τελετών του Alphington Grammar η παρουσίαση ενός σημαντικού βιβλίου για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις της περιόδου 1912-2020, που αφορά τη μειονότητα των Ρωμιών Χριστιανών Ορθοδόξων στην Τουρκία.

Η μελέτη και ανάλυση στηρίζονται σε πρωτότυπο αρχειακό υλικό που είχε συγκεντρώσει τα τελευταία πενήντα χρόνια ο ιστοριοδίφης και λόγιος Παναγιώτης Καλαϊτζής. Το βιβλίο το οποίο συνέγραψε ο πανεπιστημιακός Δρ. Αναστάσιος Μ. Τάμης, προλογίζει ο εκπαιδευτικός και συνεργάτης του Ινστιτούτου, κ. Παναγιώτης Γκογκίδης.

Η σπουδαιότητα του βιβλίου έγκειται στο γεγονός ότι τα αρχειακά έγγραφα δημοσιοποιούνται για πρώτη φορά, προέρχονται από την Ελλάδα, Τουρκία, Αίγυπτο, Βρετανία και αναφέρονται στις διακρατικές σχέσεις, τις διαφυλετικές σχέσεις των Ρωμιών της Πόλης, της Ίμβρου και Τενέδου, στον τρόπο της μεταχείρισης των Ελλήνων από τις τουρκικές αρχές, τις τουρκικές υπηρεσίες, τον ρόλο των τουρκικών κυβερνήσεων και των θεσμικών τους οργάνων, τις συνέπειες των οργανωμένων διωγμών με αφορμή τα γεγονότα στην Κύπρο το 1964 και στα 1974, το σύστημα της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στα νησιά, τον ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την πολιτική του Δημοκρατικού Κόμματος της Τουρκίας, τους φιλέλληνες Τούρκους λόγιους και πολιτικούς, την τουρκική βιβλιογραφία και βέβαια τον ρόλο των ελλαδικών κυβερνήσεων.

Η μελέτη αυτή ξεκίνησε από το μεράκι ενός αυθεντικού, ευαίσθητου και συνειδητοποιημένου πατριώτη, του Παναγιώτη Καλαϊτζή από τα Αγρίδια Ίμβρου, ο οποίος χωρίς καμμία ιδιοτέλεια στον πλούτο ή στη δόξα, περιέσωζε και διατηρούσε ό,τι είχε σχέση με την Ίμβρο και την Τένεδο.

Για πάνω από πενήντα χρόνια συγκέντρωνε έντυπο υλικό, αρχειακό υλικό, βιβλία και περιοδικά, εφημερίδες, υπηρεσιακά και διπλωματικά έγγραφα, προκειμένου να αναδείξει το μαρτύριο των γηγενών Ορθοδόξων Ελλήνων των δύο αυτών νησιών του Θρακικού Πελάγους.

Να διατηρήσει την πολιτιστική δημιουργία τους στο χρόνο και στην ιστορία, να διαθέσει στην έρευνα και στην επιστήμη τα τεκμήρια της πορείας των κατοίκων τους από την εποχή της αθηναϊκής κληρουχίας, πριν εικοσιπέντε αιώνες, μέχρι τη διασπορά τους σε όλες τις γειτονιές του κόσμου, αναζητώντας ασφάλεια από τη φτώχεια, αλλά κυρίως από τις διώξεις και την πολιτική βία.

Χιλιάδες Ίμβριοι και Τενέδιοι αναγκάστηκαν να διαφύγουν από τα νησιά τους και να αναζητήσουν προστασία στην Ελλάδα, στις χώρες της Αφρικής, καθώς και στις αγγλόφωνες χώρες πέραν του Ατλαντικού και του Ινδικού Ωκεανού.

Η αφοσίωση του Παναγιώτη Καλαϊτζή στην προφορική και γραπτή παράδοση της γενέτειράς του και η μεθοδική και συστηματική εντόπιση του υλικού σε πόλεις της Τουρκίας, της Ελλάδος, της Αιγύπτου και στο Άγιο Όρος, αποτελούν αγώνα γενναιοφροσύνης και γενναιότητας.

Γενναιοφροσύνης διότι το έργο του, μοναδικό στο είδος του, το διέθεσε στην έρευνα και στη δημιουργία γνώσης χωρίς όρους, χωρίς στεγανά, χωρίς λογοκρισία, χωρίς περιοριστικούς κανονισμούς.

Αλλά και γενναιότητας, διότι ο ολιγαρκής και ερημίτης αυτός άνθρωπος που έζησε δέσμιος μιας περιορισμένης ζωής, ως βιοπαλαιστής και δάσκαλος, ανάλωσε τις λιγοστές οικονομίες του, ζώντας κάτω από συνθήκες ασκητού, ώστε να περισώσει την αξιοπρέπεια των νησιών του.

Συγκεντρώνοντας το έντυπο υλικό, το οποίο αριθμεί δεκάδες χιλιάδες σελίδες σε ανατυπώσεις και φωτοαντίγραφα, το ταξινομούσε σε θεματικές κατηγορίες, το συναρμολογούσε σε Δελτάρια, έγραφε τους επεξηγηματικούς προλόγους και στη συνέχεια το διένεμε δωρεάν σε σχολικές, δημαρχιακές και πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες.

Η ευγενής και θηριώδης προσπάθειά του να εκδώσει τον Κριτόβουλο σε τόμους με χιλιάδες έγγραφα, να εκδώσει περιοδικά/εφημερίδες και να συντάξει τον πλέον εμβριθή βιβλιογραφικό άτλαντα για τις νήσους στη μακρινή Αυστραλία, να εκτυπώσει εκατοντάδες τόμους των Δελταρίων και να τα διαδίδει δια χειρός σε πνευματικά ιδρύματα και σε Κέντρα Σπουδής και Μελέτης του Ελληνισμού, τον καθιστούν δίκαια αδέκαστο σταυροφόρο του Ιμβριακού και Τενεδιακού Ελληνισμού.

Ο Παναγιώτης Καλαϊτζής, ως πείσμων ιστοριοδίφης, φιλομαθής αρχειοσυλλέκτης και παρατηρητικός λαογράφος, άτομο που λάτρευε τη γνώση, παρέμεινε ασυμβίβαστος και ανέντακτος διανοούμενος, όπως αυτό διαφαίνεται από τα γράμματα που αντάλλαξε με τους πλέον ίσως επιφανείς Ίμβριους, συμπεριλαμβανομένων και του συνετού πανεπιστημιακού δασκάλου, Νικολάου Ανδριώτη, του καλλιτέχνη Νικολάου Παλαιόπουλου, του φωτογράφου Σπύρου Μελετζή κα άλλων διανοουμένων.

Υπήρξε όμως και κυνικός και ορμέμφυτος, σε πολλά από τα χιλιάδες σημειώματα που αφήνει πίσω του, σε σημείο που να υποβαθμίζει το ρόλο της διοικούσας Εκκλησίας και του Χριστιανισμού, ίσως από υπερβολική και άμετρη λατρεία προς την κλασική παιδεία και το αρχαιοελληνικό μεγαλείο, χωρίς ποτέ να ψηλαφίσει στα γραφόμενά του, τη συμφιλίωση και την προσέγγιση των δύο, μέσα από τα Πατερικά κείμενα.

Αδυναμία του παραμένει, ίσως, η ταύτισή του με τον διαφωτισμό και τον νέο-ουμανισμό, τον οποίον ερμηνεύει ως αγνωστικισμό και τον αποδέχεται. Η ταπεινή αλλά έντιμη καταγωγή του από βιοπαλαιστές γονείς, αυτοσυντηρούμενους αγρότες και περιστασιακά πολυτεχνίτες, του προσέφερε μίζερη ζωή.

Η ζωή στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, γι’ αυτόν αποτέλεσε πάντα μια αναγκαστική διαφυγή από τη φτώχεια. Δεν λειτούργησε ως όραμα δράσης, ως πνευματικό λειτούργημα και δίοδος στη γνώση.

Καθοριστική για τη μέχρι τούδε βιβλιογραφική προσέγγιση στο μαρτύριο της Ίμβρου και Τενέδου παραμένει η ταυτοποίηση των αιτίων που οδήγησαν στην καταστροφή και τον εκτουρκισμό της γενέτειράς του.

Σχεδόν στην ολότητά τους οι ηγέτες των Ιμβρίων και Τενεδίων, ιστορικοί, πολιτικοί, λογοτέχνες συγγραφείς και πνευματικοί άνθρωποι επικέντρωσαν την προσοχή τους στα πολιτικά αίτια, στην τουρκική αδιαλλαξία, στη μαζική ξενοφοβία, στον εθνικιστικό φονταμενταλισμό, και στη συστηματική εκστρατεία των τουρκικών αρχών, οι οποίες μέσα από διώξεις, πολιτική βία και πειθαναγκασμό ολοκλήρωσαν τον εκτουρκισμό των νήσων σε δυο περιόδους (1927-1947 και 1963-1980).

Οι συγγραφείς αυτοί, επίσης, κακίζουν την αβελτερία και την ενδοτικότητα των ελληνικών αρχών μιας ηττημένης Ελλάδας και την ατυχή έως προδοτική διαχείριση του θέματος από την ελληνική διπλωματία.

Ο Παναγιώτης Καλαϊτζής προσεγγίζει το μαρτύριο και την καταστροφή, όχι μόνον ως αποτέλεσμα πολιτικής τυραννίας των Τούρκων, ούτε μόνον της συγκρατημένης μέχρι ηττοπαθούς στάσης της ελληνικής Πολιτείας και πλημμελούς ελληνικής διπλωματίας, αλλά και ως ενδο-κοινοτικό φαινόμενο.

Δεν ήσαν μόνον οι εξωγενείς αυτές αιτίες που οδήγησαν στον εκπατρισμό και στην προσφυγιά τους χιλιάδες κατοίκους των νήσων.

Ο εκτουρκισμός απλώθηκε και με τη συναίνεση της ηγεσίας των Ρωμιών, που δεν διεκδίκησαν τα δίκαιά τους στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, δεν προσέφυγαν σε διεθνή θεσμικά όργανα, δεν αντέδρασαν αποφασιστικά, οργανωμένα και συστηματικά.

Προς τούτο συναποκομίζει τεκμήρια που αποδεικνύουν την ενδοτικότητα των κατοίκων, τη συναλλαγή και τη σύμπραξη των κυρίαρχων προκρίτων και ταγών της δημογεροντίας με τις αρχές κατοχής των νησιών, τη διαφθορά ορισμένων προεστών και αρχόντων, που κέρδιζαν από τον εκπατρισμό των φτωχότερων αγροκτηνοτρόφων και αμπελουργών.

Καταδικάζει επίσης την αφιλάδελφο στάση ορισμένων εκ των ηγετών των οργανωμένων Ιμβρίων της Ελλάδας – ενώ επαινεί αυτήν των Ιμβρίων της Αιγύπτου – οι οποίοι αντί να καταγίνονται με την πολιτική εκτροπή της Τουρκίας, έριζαν μεταξύ τους, χωρίς να υπάρχει συνοχή με τη βάση των μελών τους.

Τέλος, ο Π. Καλαϊτζής, καταφέρεται, κάνοντας εξαιρέσεις, και εναντίον των άπραγων και ανενεργών εκείνων Μητροπολιτών, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να διακρίνουν στο ρόλο τους και εθναρχική διάσταση, σε δύο νησιά που στέναζαν ουσιαστικά σε καθεστώς δουλείας και όχι ισοπολιτείας.

ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΟΙ

Η μελέτη καταδεικνύει ότι η προτεραιότητα που επέδειξε συστηματικά η Τουρκική Δημοκρατία στην άμεση διασφάλιση της πολιτικής κυριαρχίας επί των μειονοτήτων της επικράτειάς της αλλά με παράλληλη εξουδετέρωση των πολιτιστικών, θρησκευτικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών τους, με βασική επιδίωξη τον προοδευτικό παντουρκισμό της χώρας, ουσιαστικά κινήθηκε σε βάρος των μακροπρόθεσμων συμφερόντων της και συνέβαλε στην όξυνση των σχέσεων ανάμεσα στις κύριες εθνοτικές ομάδες, που την συναποτελούν.

Η μελέτη αναδεικνύει ότι η εφαρμογή ισότητας και ισοπολιτείας, από πλευράς των Τουρκικών αρχών, θα είχε ως αποτέλεσμα την ειρηνική συνοίκηση, τη σύμπλευση και την αμοιβαίως προσοδοφόρα ενσωμάτωση των Ρωμιών στον κοινωνικο-οικονομικό ιστό της ευρύτερης κοινωνίας.

Τα έγγραφα των Αρχείων Π. Καλαϊτζή αποδείχνουν ότι σε περιόδους ύφεσης και αλληλοσεβασμού, σε περιόδους γόνιμου συγχρωτισμού, οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων υπήρξαν αμοιβαία εποικοδομητικές και δημιουργικές.

Υπήρξαν εποχές κατά τις οποίες ο Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας, υπουργοί και βουλευτές, νομάρχες και διοικητές των Νήσων, διευθυντές και διοικητές της Αστυνομίας, της Στρατοχωροφυλακής και της Κρατικής Ασφάλειας, δικαστές και μουφτήδες συμμετείχαν σε διακοινοτικές εκδηλώσεις, αντάλλασσαν επισκέψεις, επέδειχναν αμοιβαίο σεβασμό στην πίστη του άλλου, κατανοούσαν την πολιτισμική ετερότητα, διέβλεπαν προνόμια και οφέλη στη συνεργασία και στο συγχρωτισμό με «τους άλλους», και διαχειρίζονταν τους νόμους της πολιτείας με δικαιοσύνη, ισότητα και ισοπολιτεία.

Καταγράφονται στη μελέτη και οι περίοδοι των διώξεων, της πολιτικής βίας, της αυθαίρετης παρεκκλιτικής συμπεριφοράς των λειτουργών του κράτους, η στάση των λαϊκιστών εθνικιστών, των αδιάλλακτων μουφτήδων, των εισαγγελέων, του φανατισμένου πλήθους.

Αναδεικνύονται τα παρασκήνια της πολιτικής και στρατιωτικής εκτροπής, η αντοχή του λαού, τα αίτια του αφελληνισμού, ύστερα από την επιδημική φυγή των Ρωμιών από τις πατρογονικές τους εστίες ύστερα από χιλιάδες χρόνια.

Στόχος της μελέτης δεν ήταν να ενοχοποιηθεί η Τουρκία, για να μην εκτροχιαστεί από την ηθική της βάση η δεοντολογία της έρευνας. Στόχος μας ήταν να καταδείξουμε τα γεγονότα, όπως συνέβησαν. Σε πολλά σημεία επαινούνται όλοι εκείνοι, Ρωμιοί και Τούρκοι συμπολίτες και συννησιώτες, που έδειξαν ανθρώπινο πρόσωπο, που συνέβαλαν σε μια εναρμονισμένη συνοίκηση.

Στόχος της μελέτης δεν ήταν ούτε να αγιοποιήσει το δράμα των Ιμβρίων και Τενεδίων, αλλά να διασώσει για τις μελλοντικές γενεές ερευνητών και αναγνωστών την ιστορική αλήθεια. Και η ιστορική αλήθεια είναι μία, και δεν είναι θέμα ανάγνωσης και ερμηνείας, η ιστορική αλήθεια δεν είναι θέμα τυπολογίας και φιλοσοφικής προδιάθεσης, αλλά ακριβής παράθεση του σχετικού αρχειακού εγγράφου.