Την Κυριακή, 25 Απριλίου, το απόγευμα έγινε στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων Andrianakos του Alphington Grammar, η πολιτική εκδήλωση μνήμης για τον Γιώργο Ζάγκαλη.
Η εκδήλωση οργανώθηκε από το Συνδικάτο Εργαζομένων Σιδηροδρόμων, Τραμ, Λεωφορείων, την Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης και την οικογένειά του.
Στην εκδήλωση παραυρέθηκαν πάνω από 300 άτομα.
Μίλησαν σε αυτή ο Eddie Micallef (τσαίρμαν του Ethnic Communities Council of Victoria), Luba Grigoravich (γραμματέας Rail, Tram and Bus Union – Βικτώριας), Θεόδωρος Μάρκος (αντιπρόεδρος Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης), Τζένη Μικάκου (πρώην πολιτειακή βουλευτής του Εργατικού Κόμματος και υπουργός), Lily D’Ambrosio (πολιτειακή υπουργός Ενέργειας, Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής), Μαρία Βαμβακινού (ομοσπονδιακή βουλευτής Calwell), ο γιος του Γιώργου Ζάγκαλη, Παντελής, και η Ελληνοαυστραλή τραγουδίστρια, μουσικός και φίλη της οικογένειας Ζάγκαλη, Ανθή Σιδηροπούλου.
Δημοσιεύουμε στη συνέχεια την ομιλία του Θεόδωρου Μάρκου, αντιπροέδρου της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης:
«Δεν θυμάμαι να έχω παρευρεθεί σε δημόσια συγκέντρωση όπου ήταν παρών ο Γιώργος και να έχει μιλήσει για λιγότερο από 7 λεπτά…
Να λοιπόν, όμως, που η Κάρμελ μου ζητάει να συνοψίσω την εβδομηντάχρονη δράση του φίλου Γιώργου Ζάγκαλη σε 7 λεπτά. Αυτό βέβαια δεν γίνεται…
Ούτε είμαι ο πιο κατάλληλος για την ανάληψη ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Ελπίζω ότι στο κοντινό μέλλον κάποιος ερευνητής θα ασχοληθεί ενδελεχώς με τη ζωή του Γιώργου, που αναμφίβολα, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την πορεία, όχι μόνο της ελληνοαυστραλιανής κοινότητας, αλλά και γενικότερα τον τρόπο ανάπτυξης και δημιουργίας του πολυπολιτισμικού χαρακτήρα αυτής της χώρας στην οποία όλοι μας ζούμε.
Εγώ θα μιλήσω για την προσωπική μου σχέση με τον Γιώργο και μέσα από αυτή θα φωτίσω κάποιες πτυχές της ζωής και δράσης του.
Κάθε χρόνο τέτοιο καιρό μου τηλεφωνούσε ο Γιώργος… «Θόδωρε ο Μπαρμπαγιώργος… Σου έφερα κάστανα από το Wandiligong».
Ο Γιώργος είχε ένα εξοχικό σε αυτήν την όμορφη περιοχή της Βικτώριας όπου τακτικά περνούσε, ιδιαίτερα τώρα τελευταία, τον ελεύθερο χρόνο του. Μια από τις ασχολίες του εκεί στο χωριό ήταν να μαζεύει κάστανα… Και εγώ συνήθως του απαντούσα ….»Τι έγινε καπετάνιε; Ήρθε η γραμμή;… Επέστρεψες από το χειμερινό σου παλάτι;»
Με τον Γιώργο Ζάγκαλη μας συνδέει μια φιλία και συνεργασία 40 περίπου ετών.
Μια φιλία που την χρωστάω στον πατέρα μου, το Θανάση Μάρκο, που γνώριζε τον Γιώργο από τη δεκαετία του ’50.
Οι δυο τους, μαζί και με πολλούς άλλους συντρόφους στους οποίους θα αναφερθώ λίγο αργότερα, ήταν μέλη του Εργατικού Συνδέσμου «Δημόκριτος», του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας και, βέβαια, της Ελληνικής Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας.
Γιατί λίγο-πολύ, όλοι αυτοί τον ίδιο δρόμο είχαν ακολουθήσει. Ο καθένας τους, είτε για πολιτικούς είτε για οικονομικούς λόγους, έφυγαν από την Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’50.
Όλοι τους ενταγμένοι στον πολιτικό χώρο της Αριστεράς. Και φτάνοντας εδώ στη Μελβούρνη, ένα από τα πρώτα βήματά τους είναι να βρουν το ανάλογο πολιτικό τους σπίτι, που στη Μελβούρνη βέβαια ήταν ο Εργατικός Σύνδεσμος «Δημόκριτος».
Μια οργάνωση που πρωτοϊδρύθηκε το 1935 και συνεχίζει να υπάρχει το 2021, και θα έλεγα η ανάγκη ύπαρξης του «Δημόκριτου» σήμερα είναι ακόμα πιο έπιτακτική … Αλλά ας αφήσουμε αυτή τη συζήτηση για κάποια άλλη μέρα…

Αν και γνώριζα για τον Γιώργο από τα χρόνια της εφηβείας μου, η φιλία και συνεργασία μας αρχίζει κάπου στις αρχές με μέσα της δεκαετίας του ’80. Και αφορμή γι’ αυτό, ήταν μια τυχαία συνάντηση στις εκλογές της Κοινότητας στο Collingwood Town hall το 1984.
Είναι κάπως περίεργο το τι θυμάσαι και τι προτιμάς να ξεχνάς σ’ αυτή τη ζωή… Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, βρίσκομαι σε μια παρέα ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Γιώργης, ο πατέρας μου και ο Βασίλης Στεφάνου .
Ο Βασίλης Στέφανου, γεννημένος στο Καστελόριζο, έφτασε στη Μελβούρνη στα τέλη της δεκαετίας του ’20, στο ίδιο καράβι με έναν άλλο διανοούμενο εκείνης της εποχής, τον Αλέκο Δούκα.
Μαζί με άλλους προοδευτικούς της εποχής τους, όπως ο Θανάσης Σπανός, ο Σταύρος Τσίτας και άλλοι, δημιουργούν τον «Δημόκριτο».
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 τα ίδια αυτά άτομα παίζουν σημαντικό ρόλο και στην δημιουργία της εφημερίδας «Νέος Κόσμος».
Ο Βασίλης, θα έλεγα, την εποχή εκείνη θεωρείτο ο γκουρού της ελληνοαυστραλιανής Αριστεράς, με μεγάλη επιρροή στα στρώματά της.
Όπως στην δεκαετία του ’80, ο Χρήστος Μουρίκης και οι συν αυτώ αποκαλούσαν εμένα και μερικούς άλλους φίλους μου «παιδιά του Ζάγκαλη», έτσι θα έλεγα και εγώ ότι ο Γιώργης και άλλοι, όπως και ο Τάκης Γκόγκος, ήταν παιδιά του Στεφάνου.
Ως παλιοί κομμουνιστές και καθοδηγητές, ο Βασίλης και ο Γιώργος ήθελαν να μάθουν και να μας συμβουλεύσουν για πολλά και διάφορα… Την εποχή εκείνη η δική μου πολιτική δραστηριότητα ήταν γύρω από το φοιτητικό κίνημα, ιδιαίτερα το ελληνοαυστραλιανό. Τότε που η συμμετοχή και η επιρροή της Αριστεράς ήταν στα… χάι της, όπως λέει και ένα λαϊκό τραγούδι.
Έτσι από το 1984 γεννιέται μια φιλία και συνεργασία που τελειώνει μόνο με το θάνατό του. Το 1986, με προτροπή και ενθάρρυνση του Γιώργου, μια παρέα νέων αναλαμβάνει την ευθύνη για το ελληνόφωνο πρόγραμμα της Δευτέρας του Λαϊκού Ραδιοφωνικού Σταθμού, όπως αποκαλούσαμε τότε το 3CR.
Όπως συνηθίζεται στους κόλπους της Aριστεράς, η αλλαγή «προσωπικού» του προγράμματος δεν ήταν και η πιο ομαλή…
Και βέβαια, όπως πάλι συνηθιζόταν να λέγεται, και γι’ αυτό ο Ζαγκαλης έφταιγε… Mπορεί να έχουν δίκιο αυτοί που λένε ότι the truth lies somewhere in the middle… η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πώς να ξεχάσω το φίλο Φώτη Αντύπα που βγήκε στον αέρα τότε διαμαρτυρόμενος ότι οι ρεβιζιονιστές του ’68 κατέλαβαν το σταθμό μας!

Στο Πρόγραμμα της Δευτέρας του 3CR, βέβαια, ο Γιώργος είχε ενεργό συμμετοχή. Το Πρόγραμμα της Δευτέρας, όπως και πολλά άλλα προγράμματα του 3CR, έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στα παροικιακά ερτζιανά του ’80 και ’90, προβάλλοντας εναλλακτική μουσική και πολιτικό λόγο. Κάτι, βέβαια, που δεν άρεσε σε όλους.
Η συνεργασία με τον Γιώργο συνεχίζεται και στον πολυεθνικό ραδιοφωνικό σταθμό 3ZZZ λίγο αργότερα. Μετά από μια πλατιά συνεργασία ατόμων πολλών εθνικοτήτων και πολιτικών χρωμάτων, ο σταθμός αυτός, συνέχεια του αυτοδιαχειριζόμενου ραδιοσταθμού των μέσων του ’70 3ΖΖ, που έκλεισε η κυβέρνηση Malcolm Frazer, παρουσίασε τα πρώτα προγράμματα του το 1988, αρχικά σε πειραματικό στάδιο.
Μαζί με τον Γιώργο Ζάγκαλη υπηρέτησα στο Διοικητικό Συμβούλιο του σταθμού για αρκετά χρόνια, δίνοντας αλλεπάλληλες μάχες για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της δημοκρατικής δομής του σταθμού.
Στενοί μας συνεργάτες στον ελληνικό χώρο ήταν πολλοί και όχι μόνο αριστεροί. Ξεχωρίζω ανάμεσα σε πολλούς άλλους τον Ηλία Διάκολαμπριανό, τον Κώστα Καραμάρκο, τον Μιλτιάδη Καλογερόπουλο, τον Γιώργο Καλλιάνη, την Βούλα Κατσιάνη, τον Σάββα Γρηγορόπουλο και την Σία Πούλου.
Ας επιστρέψω, όμως, σε κάτι που ανέφερα στην αρχή της σύντομης ομιλίας μου.
Ο Γιώργος Ζάγκαλης δεν πέτυχε αυτά που πέτυχε μόνος του. Ήταν κομμάτι και, θα έλεγα, γαλουχήθηκε στο δυναμικό ελληνικό αριστερό κίνημα της δεκαετίας του ’50 και του ’60.
Όλοι αυτοί, ο καθένας με το δικό τους τρόπο, συνέλαβαν και αγωνίστηκαν για τα δικαιώματα των πολλών, όχι των λίγων. Θέλαν τα όργανα τα οποία τους εκπροσωπούσαν να έχουν δημοκρατική δομή και τα μέλη τους να έχουν τον τελικό λόγο. Όχι άλλοι εξωτερικοί παράγοντες.
Κάτω από αντίξοες συνθήκες πολύ διαφορετικές από τις σημερινές, κατάφεραν να βάλουν τα θεμέλια της σημερινής πολυπολιτισμικής Αυστραλίας.
Όλοι τους μέλη του «Δημόκριτου», μέλη της Κοινότητας, κομμάτι της πολυσυζητημένης, πολυδιασπασμένης και ιδεολογικά φορτισμένης ελληνικής Αριστεράς.
Αισθάνομαι ιδιαίτερα τυχερός και περήφανος που είχα την τύχη να γνωρίσω και να συνδεθώ με πολλούς από αυτούς.
Αποτίω λοιπόν φόρο τιμής όχι μόνο στον Γιώργο Ζάγκαλη, αλλά και σε όλους τους συντρόφους, συντρόφισσες και συνεργάτες του, παρά τις διαφορές που μπορεί να προέκυψαν μεταξύ τους και που πλέον δεν βρίσκονται μαζί μας. Αποτίω φόρο τιμής στον πατέρα μου Θανάση Μάρκο και σε όλους τους άλλους που γνώρισα προσωπικά, Κώστα Τσακτσίρα, Θωμά Γέργο, Φάνη Ζιάνα, Πλούταρχο Δεληγιάννη, Γιώργο Φιλόπουλο, Πάνο Γεροντάκη, Διονύση Συκιώτη, Θόδωρο Σιδηρόπουλο, Φώτη Αντύπα, Χρίστο Μουρίκη, Αριστείδη Λόλα, Βασίλη Στεφάνου, Νίκο Μποσινάκη, Σταύρο Τσίτα.
Τελειώνω αυτήν τη σύντομη αναφορά στον Γιώργο με κάτι που δανείστηκα από κάπου αλλού. Θα πρέπει να το θυμίζουμε συνεχώς –ακόμα και σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές. Ο σύντροφός μας Γιώργος (και οποιοσδήποτε άλλος, δηλαδή), δεν έφυγε ούτε αποδήμησε ούτε ξεκίνησε το τελευταίο του ταξίδι. Ο Γιώργος πέθανε. Έτσι απλά και καθόλου παρηγορητικά.
Γιατί εμείς πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει «μετά». Ό,τι είναι να κάνουμε, οφείλουμε να το κάνουμε εδώ και τώρα. Και δεδομένης της απουσίας μιας άλλης, καλύτερης, μεταφυσικής ζωής, θα πρέπει να αφιερώσουμε όλες μας τις δυνάμεις για να κάνουμε καλύτερη και δικαιότερη αυτήν την πραγματική, τη βιολογική ζωή.
Αυτήν που ζούμε, μαζί με άλλους, όσον καιρό μας δίνεται η ευκαιρία, τη ζωή που ζούμε σε αυτόν τον πολύπαθο πλανήτη που ονομάζουμε Γη.
Οφείλουμε να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας να κάνουμε καλύτερη και δικαιότερη, για όλους και όλες, αυτή τη μία και μοναδική ζωή που υπάρχει».