Ο πάτερ φαμίλιας της γνώστης οικογένειας Ψαράκου έφυγε για το αιώνιο ταξίδι

«Ένα κλαδί είναι αδύναμο από μόνο του, αλλά πολλά κλαδιά μαζί είναι ισχυρά και άθραυστα» συνήθιζε να λέει συχνά στα παιδιά του ο Βασίλης Ψαράκος, προσπαθώντας να τους εμφυσήσει την αξία της οικογένειας και της ισχύος εν τη ενώσει.

Ο γνωστός συμπάροικος που ίδρυσε μαζί με τα αδέλφια του την αλυσίδα ντελικατέσεν PSARAKOS, στη Μελβούρνη πριν από 49 χρόνια, έβαζε την οικογένεια πάντα πάνω απ’ όλα. Κι έτσι κι έφυγε το βράδυ της Μεγάλης Δευτέρας, περιτριγυρισμένος από τους δικούς του ανθρώπους.

Άφησε την τελευταία του πνοή ακούγοντας τους αγαπημένους του ύμνους, τα τσάμικα που λάτρευε και τις οικείες φωνές των παιδιών και των εγγονών του.

Τα παιδιά, τα εγγόνια και το δισέγγονο του Βασίλη Ψαράκου τον συνάντησαν στην αποβάθρα του Port Melbourne για τα γενέθλιά του τον Ιανουάριο, και μαζί του πήγαν στο κάθε σπίτι όπου έζησε, ακούγοντας τις ιστορίες της ζωής του. Φώτο: Supplied

Ο Βασίλης Ψαράκος ήταν ο πρωτότοκος γιος μιας πολύτεκνης οικογένειας από το ορεινό χωριό των Λαπαναγών στα Καλάβρυτα. Ήταν μόνο 20 ετών όταν μπάρκαρε για την Αυστραλία, αλλά στα χρόνια που πέρασαν έφερε έναν-έναν, οκτώ από τα δέκα αδέλφια του, να ζήσουν κάτω από την ίδια στέγη στη Μελβούρνη, μέχρι να αποκτήσουν τη δική τους οικογένεια.

«Δεν ήξερε κανέναν στην Αυστραλία όταν έφυγε από την Ελλάδα» είπε στον «Νέο Κόσμο» η κόρη του, Θεοδώρα (Dorothy Stavros). Είχε κάνει τα χαρτιά του για να πάει στο χώρο υποδοχής μεταναστών στην Bonegilla.

Αλλά κατεβαίνοντας από το Πατρίς, στο Port Melbourne, έπιασε κουβέντα με έναν πατριώτη ο οποίος αναγνώρισε το επώνυμό του και επέμεινε να μην φύγει για την Bonegilla. «Δεν αφήνουμε δικό μας παιδί να πάει μόνο του στην Bonegilla. Θα έρθεις με μένα» είχε πει, και έτσι κι έγινε.

Ο νεαρός τότε Βασίλης Ψαράκος έπιασε δουλειά στην General Motors από το πρώτο κιόλας βράδυ που πάτησε το πόδι του στην Αυστραλία. Όταν πήγε να ζητήσει δουλειά τον κράτησαν εκεί για να κάνει τη νυχτερινή βάρδια και η οικογένεια που τον φιλοξένησε έκαναν τα πάνδεινα να τον βρει, νομίζοντας ότι είχε χαθεί στην πόλη, χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα ή τα κατατόπα.

Ο Βασίλης Ψαράκος στα νιάτα του. Φώτο: Supplied

Όλα αυτά τα γεγονότα γύρω από το ταξίδι του στην ξενιτιά, τα έμαθαν τα παιδιά και τα εγγόνια του πρόσφατα, όταν του έκαναν έκπληξη για να γιορτάσουν τα 80ά του γενέθλια τον Ιανουάριο.

Τον συνάντησαν στην αποβάθρα του Port Melbourne και μαζί του πήγαν στο κάθε σπίτι όπου έζησε, κι εκείνος τους διηγείτο τις ιστορίες της ζωής του, μας λέει συγκινημένη η κόρη του.

«Όταν έφτασε στην Αυστραλία ο θείος μου, έμεινε μαζί με τον πατέρα μου στο ίδιο δωμάτιο, μέχρι που αποφάσισαν να αγοράσουν ένα σπίτι. Στη γειτονιά τότε συνάντησε τη μητέρα μου και δεν άργησε να ζητήσει το χέρι της από τον μεγάλο αδελφό της. Μέσα σε τρεις μήνες έγινε ο γάμος τους στην Αγία Τριάδα του Richmond».

Η Θεοδώρα εξηγεί ότι μεγάλωσε σ’ ένα σπίτι που ήταν πάντα γεμάτο. «Μέναμε πάνω από το μαγαζί μαζί με τους θείους μας, οι οποίοι παρ’ ότι έφυγαν όταν παντρεύτηκαν, συνέχιζαν να δουλεύουν όλοι μαζί στο μαγαζί. Τώρα ακόμα δουλεύουν μαζί, κι εμείς επίσης, αλλά και τα δικά μας παιδιά ακόμα έχουν αρχίσει να κάνουν βάρδιες εκεί, ενώ σπουδάζουν».

Ο Βασίλης Ψαράκος πριν από κάποια χρόνια, στο γνωστό ντελικατέσεν των αδελφών Ψαράκου, που κλείνει 49 χρόνια ζωής τον Ιούνιο. Φώτο: Supplied

«Πάντα ήθελε να έχει τους ανθρώπους του γύρω του, τους πελάτες του, τους συμπατριώτες του. Δημιούργησε δυνατές φιλίες» προσθέτει η Θεοδώρα, και εξηγεί ότι μετά από τόσα χρόνια οι πελάτες πλέον έγιναν φίλοι.

Την Κυριακή των Βαΐων, μία ημέρα πριν φύγει, συγκεντρώθηκε όλη η οικογένεια στο πατρικό για να μαγειρέψουν μαζί για μια τελευταία φορά. Ήταν σαν ένα τελευταίο αντίο.

«Ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ δυνατός άνθρωπος. Ανθεκτικός, πειθαρχημένος, παραδοσιακός και αρκετά αυστηρός μαζί μας. Ήταν και βαθιά θρησκευόμενος. Ό,τι έκανε στη ζωή του, στη δουλειά του ή με την οικογένειά του, ήταν όλα συνδεδεμένα με την Εκκλησία. Τη μόνη μέρα που είχε ελεύθερη ήταν την Κυριακή, αλλά και τότε ξυπνούσε χαράματα για να πάει στην εκκλησία».

Επέστρεψε στο χωριό του μόνο δύο φορές στη ζωή του, και η πρώτη φορά ήταν 30 χρόνια μετά την άφιξή του στην Αυστραλία. Αλλά ποτέ δεν ξέχασε την πατρίδα του.

Όταν άνοιξαν τα αδέλφια το πρώτο μαγαζί στο Thornbury το 1972, ο Βασίλης Ψαράκος ήθελε να δώσουν το δικό τους όνομα στην επιχείρηση. Ήταν περήφανος για το ελληνικό του όνομα και την ελληνική του κληρονομιά, ενώ για το λογότυπο του μαγαζιού επέλεξαν το χρώμα μπλε, για να θυμίζει την Ελλάδα.

«Η βαθιά του πίστη ήταν αυτή που τον κράτησε, και εμάς το ίδιο, τα τελευταία δυόμισι χρόνια, απ’ όταν χάσαμε τη μεγάλη αδελφή μας, τη Νικολίτσα, που ήταν και το πρώτο του παιδί. Και η πίστη μας είναι αυτή που θα μας βοηθήσει τώρα που έφυγε.

Ξέρουμε ότι βρίσκεται σ’ ένα καλύτερο μέρος» λέει η Θεοδώρα, ενώ θεωρεί ότι δεν είναι τυχαίο που έφυγε Μεγάλη Δευτέρα, καθώς η αγαπημένη του περίοδος του χρόνου ήταν η Μεγάλη Εβδομάδα.

Ο Βασίλης Ψαράκος ήταν ο πρωτότοκος γιος μιας πολύτεκνης οικογένειας από το ορεινό χωριό των Λαπαναγών στα Καλάβρυτα.

Ο Ψαράκος είχε διασθανθεί, επίσης, την αξία της πολυπολιτισμικότητας. Στο κατάστημα, εκτός από τα ελληνικά προϊόντα, έφερνε προϊόντα και από την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία.

Έκανε παρέα με όλες τις φυλές, έμαθε Αγγλικά και αγαπούσε την Αυστραλία, έγινε η πατρίδα του, αλλά διατηρούσε και τα ελληνικά έθιμα.

Ήταν ιδιαίτερα περήφανος για τα εγγόνια του που παρακολούθησαν το ελληνικό σχολείου Αγίου Ιωάννη και μιλούσαν καλά τη γλώσσα.

Όταν δύο από τα εγγόνια του δημιούργησαν το μουσικό συγκρότημα «Dio Patrides», τους ζήτησε να γράψουν ένα τραγούδι για την κληρονομιά τους, δίνοντάς τους τα λόγια που ήθελε να τραγουδήσουν αναφερόμενοι στην καταγωγή τους, στις δύο τους πατρίδες, και να συνεχίσουν τον δρόμο που χάραξαν οι παππούδες, οι γιαγιάδες και οι γονείς τους.