Το πρόγραμμα εμβολιασμών της Αυστραλίας κατά COVID-19 δείχνει να βρίσκει καλύτερο ρυθμό, καθώς πλέον όλοι οι πολίτες άνω των 50 ετών, μπορούν να κλείσουν ραντεβού και να κάνουν το εμβόλιο της AstraZeneca.

Οι περισσότεροι πολίτες είναι πρόθυμοι να λάβουν ένα «ασφαλές και αποτελεσματικό» σκεύασμα κατά COVID-19, επισημαίνει νέα έρευνα, αλλά, υπάρχει ακόμη διστακτικότητα, ειδικά μεταξύ όσων ανήκουν σε πολυπολιτισμικές κοινότητες, καθώς η ενημέρωση που έχουν δεν είναι πάντα επαρκής, παρά τις προσπάθειες της ομοσπονδιακής και των πολιτειακών κυβερνήσεων.

Η μελέτη του Australian National University (ANU), υπογραμμίζει μάλιστα πως η ανησυχία κλιμακώθηκε μετά την αλλαγή της οδηγίας για το εμβόλιο της AstraZeneca καθώς υπήρξαν στοιχεία για σπάνιες παρενέργειες με θρομβώσεις.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης, στην οποία συμμετείχαν πάνω από 3.000 άτομα, το 64% πιστεύει πως δεν υπάρχει σωστή διαχείριση στο πρόγραμμα εμβολιασμών.

Αλλά, σε γενικές γραμμές υπάρχει προθυμία, με το 54,7% όσων ερωτήθηκαν, να απαντούν πως σίγουρα θα κάνουν ένα «ασφαλές και αποτελεσματικό» εμβόλιο, έναντι 43,7% που ήταν στις αρχές της χρονιάς.

Ένα ποσοστό 28% απάντησε πως πιθανώς θα το κάνουν και ένα 11% ότι πιθανώς όχι.

Τα ευρήματα είναι σημαντικά, καθώς η κυβέρνηση προσπαθεί να καθησυχάσει το κοινό αίσθημα και να ενδυναμώσει την εμπιστοσύνη στο πρόγραμμα εμβολιασμών, επεσήμανε, σύμφωνα με το SBS, ο συγγραφέας της μελέτης, καθηγητής, Nicholas Biddle.

Για όσους μιλούν μία άλλη γλώσσα, εκτός της Αγγλικής, η έρευνα δείχνει πως 44,8% απάντησαν πως θα κάνουν σίγουρα ένα «ασφαλές και αποτελεσματικό» εμβόλιο, αν είναι διαθέσιμο γι’ αυτούς.

Ο κ. Biddle ανέφερε ότι υπάρχει μία γενική υποστήριξη για τους εμβολιασμούς στις πολυπολιτισμικές κοινότητες, αλλά παραμένει η διστακτικότητα, ένα ζήτημα που πρέπει να διευθετηθεί.

«Υπάρχει μία πραγματική ανάγκη, από πολιτικής άποψης, να καταστήσουμε βέβαιο πως η ενημέρωση είναι συνεπής και με ‘ευαισθησία’ για αυτές τις κοινότητες», είπε και πρόσθεσε πως «είναι σαφές πως υπάρχουν χαμηλότερα ποσοστά και δείχνει πως η κατάσταση πρέπει να διαχειριστεί με τέτοιο τρόπο που θα ξεπεραστεί η απροθυμία».

Η δημοσκόπηση κατέδειξε επίσης πως όσοι βίωσαν διακρίσεις, γενικά ήταν λιγότερο πρόθυμοι να εμβολιαστούν.

«Υπάρχει υποστήριξη στις μη Αγγλόφωνες κοινότητες… υπάρχει μία επιθυμία για εμβολιασμούς, αλλά υπάρχουν παράγοντες που μπορούν να αυξήσουν την απροθυμία», ανέφερε ο κ. Biddle.

Η ανησυχία κλιμακώθηκε μετά την οδηγία των αρμόδιων ρυθμιστικών Αρχών για το εμβόλιο της AstraZeneca πως δεν προτείνεται για όσους είναι κάτω των 50 ετών.

Η ανησυχία για πιθανές παρενέργειες είναι ο βασικός λόγος για όσους δε θέλουν να κάνουν εμβόλιο, με το ποσοστό να ανέρχεται στο 63,3%.

Και 55% αυτών που είπαν πως ανησυχούν απάντησαν ότι σκοπεύουν να περιμένουν περισσότερο χρόνο για να δουν τα στοιχεία πριν εμβολιαστούν.

Η έρευνα βρήκε επίσης ότι το 67,6% όσων απάντησαν πως η Αυστραλία πρέπει να βοηθήσει αναπτυσσόμενες χώρες να έχουν πρόσβαση σε εμβόλια, ακόμη και αν αυτό σημαίνει καθυστέρηση στις χορηγήσεις τους εντός συνόρων.

Υπενθυμίζεται πως σε πρόσφατη, διαφορετική, δημοσκόπηση από το Guardian Essential, σε ένα δείγμα 1.090 ερωτηθέντων στην Αυστραλία, λιγότεροι από τους μισούς άνω των 50 ετών είναι πρόθυμοι να κάνουν το εμβόλιο της AstraZeneca, παρότι προτείνεται από τις αρμόδιες ρυθμιστικές Αρχές.

Μάλιστα, αύξηση καταγράφεται στον αριθμό όσων δηλώνουν πως δε θέλουν να εμβολιαστούν καθόλου κατά COVID-19, με το ποσοστό να είναι πλέον στο 16% από 12% πριν έξι εβδομάδες. Πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό από τότε που διεξήχθη η πρώτη σχετική έρευνα, πέρυσι τον Αύγουστο.