Η μανούλα μου είναι η τυπική Ελληνίδα μάνα. Πάντα ανησυχούσε – και ανησυχεί – αν τρώμε καλά, αν ντυνόμαστε ζεστά για να μην κρυώσουμε και αν οι φίλοι μάς ζηλεύουν και μας εκμεταλλεύονται.
Κάθε φορά που δυσανασχετούσαμε ή διαμαρτυρόμαστε ότι μας πνίγει με την υπερπροστατευτικότητά της, παίρναμε την αποστομωτική απάντηση: «όταν κάνεις παιδιά, θα καταλάβεις».
Όταν το άκουγα αυτό, εκνευριζόμουν τόσο κι ήθελα να γινόταν να αποκτούσα τα παιδιά μου εκείνη τη στιγμή, μόνο και μόνο για να της αποδείξω πως θα ήμουν άλλη.
Λοιπόν, το πλήρωμα του χρόνου έφτασε και απέκτησα δυο κόρες. Δυο υπέροχα πλάσματα που η κάθε μια, με το δικό της τρόπο, μου μοιάζει.
Ιδού η πρόκληση της ζωής, ή κάποιος θα το ονόμαζε, ίσως, κάρμα. Πώς να μεγαλώσεις σωστά τον «εαυτό σου»; Πώς να είσαι η μάνα η αλλιώτικη από τη δική σου; Ειδικά όταν εκείνη είναι εκεί και μάλιστα με ενεργό ρόλο στην ανατροφή και των εγγονιών της;
Και το χειρότερο, όταν διαπιστώνεις με τρόμο ότι κάτι στιγμές ακούγεσαι ή και συμπεριφέρεσαι όπως εκείνη;
Ευτυχώς, τα περιστατικά ήταν ελάχιστα και είχα πλήρη συνείδηση ότι συμβαίνουν, οπότε τα κρατούσα υπό έλεγχο.
Τα χρόνια περνούσαν και τα κοριτσάκια μου μεγάλωσαν μια χαρά κι ας μην τις έφτανα ως την άκρη του ορίζοντα κυνηγώντας τες με το πιάτο για να φάνε κι ας μην τις έντυνα σαν κρεμμύδια αφού δεν κρύωναν και ας μην τους είχα μια λίστα δυο χιλιόμετρα με όλα τα «πρέπει» και τα «μη» τούτου του κόσμου.
Μην με παρεξηγείτε. Ξέρω πως η μανούλα μου με λατρεύει. Εκείνη θα πάρω τηλέφωνο μόλις δω τα σκούρα, σε εκείνη θα εμπιστευτώ τις έννοιες μου, με εκείνη θα μοιραστώ τις στεναχώριες μου, αυτή είναι η δύναμη και το στήριγμά μου, εκείνη ο βράχος μου και το απάγκιο μου στα δύσκολα.
Αλλά… υπάρχει αυτό το άτιμο το αλλά. Ένα αλλά που πηγάζει από το φόβο μου πως δεν ήμουν ποτέ ό,τι ονειρεύτηκε.
Πως δεν εκπλήρωσα τις προσδοκίες της. Και ύστερα είναι κι εκείνο το «μπράβο» που ήταν πάντοτε μισό καθώς στην άκρη του θαρρείς κι έχασκε μια ουρά: «αν το έκανες όπως σου έλεγα εγώ, θα τα κατάφερνες ακόμη πιο καλά».
Φταίει που δεν έλεγα να καταλάβω «την αξία» μου ή τον πραγματικό προορισμό μου κι αναλωνόμουν με ανθρώπους και ασχολίες «κατωτέρου επιπέδου» που δεν μου ταίριαζαν καθόλου. Χμ…
Φταίει και που δεν με ένοιαζε «τι θα πει ο κόσμος». Ένας κόσμος που πάντα έλεγε κι ακόμα λέει και θα λέει στον αιώνα τον άπαντα γιατί αυτή είναι η δουλειά του.
Δώσε και πάρε, λοιπόν, τελικά υπέκυψα σε κάποια – ευτυχώς όχι σε όλα – τα πολύ σημαντικά αλλά, τι τα θες; Η ζημιά έγινε.
Κι έπρεπε να γίνω δασκάλα κι ύστερα δικηγόρος για να καταλήξω στα 48 μου να ασχοληθώ με αυτό που πάντοτε ήθελα, τη δημοσιογραφία. Αυτή είναι, όμως, μια άλλη ιστορία που δεν είναι του παρόντος.
Φορτωμένη με όλα τούτα τα βαρίδια, ούτε κουβέντα για να κάνω το ίδιο στα παιδιά μου. Αυτό που τις συμβουλεύω και θέλω από εκείνες είναι να κάνουν πάντα στη ζωή τους ό,τι τις κάνει χαρούμενες και να μην σκέφτονται τι θα πουν οι άλλοι, ούτε κι εγώ.
Δεν τους έδωσα ποτέ κατευθύνσεις καριέρας ούτε τρόπου ζωής. Με κάθε ευκαιρία τους υπενθυμίζω ότι η ζωή δεν έχει πρόβα και γι’ αυτό οφείλουν να τη ζήσουν όπως εκείνες νομίζουν καλύτερα, φροντίζοντας να δημιουργήσουν τέτοιες συνθήκες έτσι ώστε να είναι πάντα σε θέση εκείνες να επιλέγουν και όχι να τις επιλέγουν.
Όταν αυτές οι συζητήσεις γίνονται μπροστά στη μαμά μου, εκείνη προσποιείται ότι συμφωνεί μαζί μου αλλά, όταν δεν κοιτάω, προσπαθεί με κάθε τρόπο, μάταια ευτυχώς, να τις βάλει «σε ένα δρόμο», αφού «τι ξέρουν τα παιδιά, θέλουν καθοδήγηση», όπως λέει (πίσω από την πλάτη μου).
Εγώ γελάω και φυσικά δεν της θυμώνω, αν και δεν είμαι τόσο σίγουρη όπως κι εκείνη δεν θα μου θυμώσει αν τύχει και διαβάσει αυτό το άρθρο.
Εγώ θα προσπαθήσω να το κρύψω, αλλά, είμαι σίγουρη χωρίς επιτυχία γιατί, πώς τα καταφέρνει και τα διαβάζει όλα. Ακόμα κι εκείνα που δεν έχουν την υπογραφή μου.
Γι’ αυτό και θα κλείσω με μια «συγγνώμη» κι ένα «σ΄αγαπώ» μέσα από την καρδιά μου, γιατί, αν το φιλοσοφήσω λίγο περισσότερο, σε εκείνη οφείλω τελικά αυτό που είμαι, ακόμα και το ότι δεν της μοιάζω…