Με αφορμή την 102η επέτειο της Ημέρας Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου (19η Μαΐου) θα γνωρίσουμε τρία άγνωστα ποντιακά χωριά που υπάρχουν στην Ήπειρο και, πιο συγκεκριμένα, στο Νομό Πρέβεζας και μέσα από την ιστορία τους και τις μαρτυρίες κατοίκων τα δεινά του Ποντιακού Ελληνισμού.
Η τραγωδία του ελληνισμού του Πόντου κλείνει με τον ξεριζωμό όσων επέζησαν, από τις πανάρχαιες κοιτίδες τους, με τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922. Ο ελληνικός πληθυσμός του Πόντου παρ’ ότι αντιστάθηκε γενναία δημιουργώντας αντάρτικο στα βουνά, κυριολεκτικά αποδεκατίστηκε. Όσοι απέμειναν μεταφέρθηκαν με καράβια, κουβαλώντας μόνο την ψυχή τους, στην Ελλάδα.
Ακολουθώντας τη διαδρομή Πόντος-Πειραιάς-Μακρόνησος (όπου παρέμειναν σε καραντίνα λόγω των επιδημιών)-Αμαλιάδα-Λευκάδα-Θεσπρωτία, φτάνουν στην Πρέβεζα όπου δημιουργούν νέα χωριά.

Νέα Κερασούντα, Νέα Σινώπη και Νέα Σαμψούντα τα ονόματά τους, που παραπέμπουν στις αλησμόνητες πατρίδες και στις πατρογονικές εστίες, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν βίαια εξαιτίας των διώξεων και εκτοπισμών των Νεότουρκων από το 1914 έως το 1923 και θέλησαν να κρατήσουν στη μνήμη και των νεότερων γενεών.
Και τα τρία χωριά δημιουργήθηκαν από Πόντιους, που αφού περιπλανήθηκαν για αρκετό διάστημα μέχρι να φτάσουν οι περισσότεροι στο λιμάνι της Τραπεζούντας και από εκεί με καράβια στη μητέρα πατρίδα, σήμερα αποτελούν «κεφαλοχώρια» της περιοχής.
Στο πέρασμα των χρόνων βέβαια και άλλοι κάτοικοι επέλεξαν ως τόπο διαμονής τα συγκεκριμένα χωριά, οι οποίοι δεν ήταν Πόντιοι, αλλά ντόπιοι. Όμως ακόμη διατηρούν το ποντιακό στοιχείο τους, αν σκεφτεί κανείς ότι στα καφενεδάκια ακούς ποντιακούς διαλόγους από τους μεγαλύτερους σε ηλικία αλλά και από νεότερους.
Σε αυτό βοηθούν και οι ενεργοί Ποντιακοί σύλλογοι φροντίζοντας να μη χαθεί ή αλλοιωθεί η ποντιακή παράδοση. Οι παλαιότεροι θυμούνται εκείνα τα χρόνια με νοσταλγία παρά τις κακουχίες που αντιμετώπισαν.
Η ΝΕΑ ΚΕΡΑΣΟΥΝΤΑ
Η κ. Κική Αθανασιάδου-Ηλιάδη, που γεννήθηκε στην Νέα Κερασούντα, λίγα χρόνια αφότου εγκαταστάθηκαν οι Πόντιοι, μας αφηγείται κάποια δικά της βιώματα, αλλά και ιστορίες που άκουσε από τον πατέρα της, ο οποίος ήταν από τους πρώτους κατοίκους του χωριού.
«Οι γονείς μας ξεκίνησαν μέσα στα χιόνια και πέρασαν πολλά για να καταφέρουν να έρθουν και να βρουν έναν τόπο για να μείνουν.
Όταν τους έφεραν στην Ήπειρο, αρχικά πήγαν στην Πέρδικα Θεσπρωτίας, στη συνέχεια στη Σφήνα Αιτωλοακαρνανίας, πέρασαν από τη Φιλιππιάδα Πρέβεζας, αλλά αποφάσισαν ότι το μέρος που ήθελαν να φτιάξουν το χωριό τους ήταν αυτό».
Το μέρος ήταν γεμάτο βλάστηση και δέντρα και σε κοντινή απόσταση υπήρχαν έλη με αποτέλεσμα να αρρωσταίνουν από ελονοσία. Και, όμως, τίποτα δεν τους πτόησε, ήταν δυναμικοί και εργατικοί άνθρωποι .

Αποψίλωσαν την περιοχή και χτίστηκαν σιγά-σιγά κάποια σπίτια. Δούλευαν μέρα-νύχτα για να φτιάξουν το χωριό, χωρίς να ξεκουράζονται παρά μόνο λίγες ώρες το βράδυ και πήγαιναν ξανά στη δουλειά. Αυτό το μετέδιδαν και στα παιδιά τους, που από μικρή ηλικία τα μάθαιναν στην εργασία.
Το σπίτι τους αποτελούνταν από ένα δωμάτιο φτιαγμένο κυρίως από πλίνθους λάσπης με άχυρο και σπανιότερα με πέτρες, ενώ κοιμόντουσαν 7 με 8 άτομα μαζί. Από τα σπίτια αυτά μόνο κάποια πέτρινα σώζονται ακόμα.
Οι οικογένειες που δημιούργησαν το χωριό ήταν περίπου 70 με 80, χωρίς να υπάρχει κάποιος ακριβής αριθμός. Κάποιες έφυγαν, ενώ άλλες αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα στο χωριό που το ονόμασαν Νέα Κερασούντα. Η ονομασία προήλθε από τους κατοίκους που στην πλειοψηφία τους κατάγονταν από τα περίχωρα της Κερασούντας του Πόντου.
Οι δουλειές με τις οποίες «καταπιάστηκαν» αφορούσαν κυρίως την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια καπνού, καλαμποκιού και σιταριού.
Άλλο ένα δύσκολο κομμάτι της προσαρμογής τους στην Ήπειρο ήταν και ο ρατσισμός απέναντί τους. Τους αποκαλούσαν τα γειτονικά χωριά «πρόστυχους» και «τουρκόσπορους» γιατί είχαν έρθει από την Τουρκία.
Αυτό που τους κράτησε όρθιους, όπως αναφέρει η κ. Κική, ήταν, εκτός από την εργατικότητά τους, ότι «στο χωριό ήμασταν αγαπημένοι ο ένας με τον άλλον, είχαμε ομόνοια μεταξύ μας, δεν υπήρχε πονηριά. Υπήρχε αλληλοβοήθεια.
Μεροκάματο δεν πλήρωναν πουθενά οι πατεράδες μας. Τότε έκαναν τα λεγόμενα «κισίκια», ο ένας δηλαδή βοηθούσε τον άλλο, δίναμε, παίρναμε, δεν πεινάσαμε ποτέ, ούτε το 1940. Πήγαιναν τις Κυριακές στις χήρες που δεν είχαν βοήθεια για να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους και βοηθούσαμε και εμείς τα κορίτσια, μετά την εκκλησία.
Για αρκετά χρόνια μιλούσαμε στο χωριό μόνο ποντιακά μετά που ήρθαν και άλλοι κάτοικοι, προσαρμόστηκε η γλώσσα».
«Οι Πόντιοι είχαμε περιουσίες που αφήσαμε πίσω μας. Δεν πήραμε τίποτα μαζί μας εκτός από λίγους που κατάφεραν να περισώσουν κάποιες λιγοστές λίρες. Πολλοί πέθαναν ή χάθηκαν στο δρόμο της επιστροφής, ενώ οι υπόλοιποι ήρθαν χωρίς να έχουν τίποτα απ’ όσα καλά είχαν στον Πόντο. Είχαμε όμως θέληση και δύναμη και σε έναν τόπο που έβλεπες μόνο δέντρα, γι΄ αυτό άλλωστε και δεν το προτιμούσαν οι ντόπιοι, φτιάξαμε ένα ολόκληρο χωριό από τα μεγαλύτερα στην περιοχή».
Στο κέντρο του χωριού δεσπόζουν η εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, πιστό αντίγραφο της εκκλησίας της Κερασούντας του Πόντου που άφησαν πίσω τους, αλλά και το μνημείο με το άγαλμα του Πόντιου αγωνιστή.
Όταν πρωτοήλθαν έκαναν πολλές γιορτές πάντα με τη συνοδεία της ποντιακής λύρας. Χόρευαν, τραγουδούσαν και γλεντούσαν με την ψυχή τους. Χριστούγεννα, Πάσχα, Πρωτομαγιά γίνονταν τα μεγαλύτερα γλέντια.
Τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, αλλά και τον Δεκαπενταύγουστο πηγαίνουν ακόμη και σήμερα στην Παναγία, την εκκλησία που βρίσκεται στο κοντινό κάστρο των Ρωγών, και μόλις σχολάει η εκκλησία πιάνουν τον χορό.
Παρά τις δυσκολίες το γλέντι ήταν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας. Το Πάσχα οι λυράρηδες έφερναν όλα τα σπίτια γύρω και χόρευαν και τραγουδούσαν μέχρι το βράδυ. Για τους παλαιότερους η λύρα ήταν η ψυχή τους. Σήμερα ο Ποντιακός Εκπολιτιστικός Σύλλογος του χωριού διατηρεί τα ήθη και τα έθιμα των Ποντίων αλλά και μαθαίνει χορό, ποντιακή λύρα και ποντιακό θέατρο στους νεότερους.
Μεγάλη ήταν η τιμή για το χορευτικό της συγκρότημα, μιας και ήταν ένα από τα τρία χορευτικά που συμμετείχαν σε εκδήλωση στην Τραπεζούντα του Πόντου για την πρώτη θεία Λειτουργία στην Παναγία Σουμελά που τελέστηκε προεξάρχοντος του Οικονομικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου.
Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του ταξιδιού του μέλους της ομάδας που συμμετείχε,Σοφοκλή Χαριτόπουλου: «Όταν φτάσαμε στην Κερασούντα του Πόντου ακούγαμε για την εκκλησία του Αγίου Νικόλαου.
Η εκκλησία είχε μετατραπεί για αρκετά χρόνια σε φυλακή και στον τρούλο φαίνεται ο Παντοκράτορας. Ρωτήσαμε τον ξεναγό γιατί δεν το είχαν καλύψει και μας είπε πως είχαν δοκιμάσει δύο φορές αλλά οι μάστορες που το επιχείρησαν έπεσαν και σκοτώθηκαν, έτσι το άφησαν.
Βγαίνοντας από την εκκλησία στον προαύλιο χώρο στήσαμε ένα γλέντι με λύρα, τραγούδια και χορό. Ήρθαν τότε κάτι γριούλες με τουρκική φορεσιά, έκλαιγαν και μας μιλούσαν ποντιακά. Είχαν σταματήσει όλα τα αυτοκίνητα και μας χειροκροτούσαν. Ήταν τόσο συγκινητική η στιγμή που δεν θα την ξεχάσουμε ποτέ».
Η ΝΕΑ ΣΙΝΩΠΗ
Σύμφωνα με μαρτυρία του 92χρoνου κ. Στυλιανού Κεχαΐδη, κατοίκου Νέας Σινώπης, κάτοικοι από τα παράλια του Εύξεινου Πόντου (Σινώπη – Σαμψούντα – Τραπεζούντα – Αγιατζίκ – Ερπάμ Τσαρσαμπά) εγκατέλειψαν βίαια τις εστίες τους το 1922 και με πολλές δυσκολίες και αρρώστιες (ελονοσία, τύφος κλπ) ήρθαν πρόσφυγες και εγκαταστάθηκαν στην πεδιάδα της Λάμαρης του Νομού Πρέβεζας.
Ίδρυσαν ένα μικρό χωριό πάνω σε τρεις μικρούς λόφους της περιοχής αυτής γιατί πιο χαμηλά ήταν βάλτος, και το ονόμασαν Νέα Σινώπη.
Το όνομα του χωριού δόθηκε από έναν πρόσφυγα, τον Χατζαβασίλη, που ήταν ο πρώτος που ήρθε στο χωριό και καταγόταν από τη Σινώπη του Πόντου.

Στη Νέα Σινώπη ήρθαν 180 οικογένειες, οι πιο πολλές όμως δεν άντεξαν στις αντίξοες συνθήκες και έφυγαν για τις πόλεις. Οι υπόλοιποι που με πολλές δυσκολίες κατάφεραν να επιβιώσουν έχτισαν τα σπίτια τους με τη βοήθεια ενός μηχανικού και του προέδρου του χωριού Χατζηβασίλη, και δημιούργησαν τη Νέα Σινώπη, ένα όμορφο και ζωντανό χωριό, ενώ πολύ κοντά είναι και το ποντιακό χωριό Αρχάγγελος που ανήκει στη Νέα Σινώπη.
Δραστήριος είναι ο πολιτιστικός Σύλλογος «Διογένης» που διατηρεί τις παραδόσεις και διοργανώνει εκδηλώσεις όπως τα Διογένεια.
Η ιστορία του χωριού της Νέας Σαμψούντας ξεκινάει από το 1922 όταν εγκαταστάθηκαν Πόντιοι πρόσφυγες στον κάμπο της Λάμαρης Πρέβεζας, σε κοντινά σημεία με τις σημερινές τοπικές κοινότητες Νέας Σινώπης και Αρχάγγελου. Οι περισσότεροι προέρχονται από τα χωριά της Σαμψούντας Σερνίτς, Κουρουτσάι, Σάψαρτζα, Τεκέκοϊ , Φουντουτσάχ , Αλματσούχ, Κατίκιοϊ (Άνω Αμισός) Τσάταλτζα, Φουντόκοϊ, Τσάρσαμπα , Γαράταα, Παϊκιόι, καθώς και μερικοί από την Τραπεζούντα , Κερασούντα και Μπάφρα.
Μέχρι και σήμερα διατηρούν τα δικά τους ήθη και έθιμα, τις ιδιαίτερες πολιτιστικές τους καταβολές και το γλωσσικό τους ιδίωμα. Στις 15 Αυγούστου κάθε χρόνο πραγματοποιείται το Παμποντιακό Προσκύνημα στη Μονή Κοζύλη της Νέας Σαμψούντας.
Η ΝΕΑ ΣΑΜΨΟΥΝΤΑ
Ο Σάββας Λώλος γεννήθηκε στις 2 Φλεβάρη 1917, στην Πράσαρη της Κερασούντας, και η οικογένειά του φρόντισε να καταγράψει τις μνήμες του πριν πεθάνει (2020) στη Νέα Σαμψούντα, ως ένα ντοκουμέντο που θα μας θυμίζει τη Γενοκτονία των Ποντίων, οι ψυχές των οποίων ζητούν δικαίωση!
Έφυγε από τον Πόντο με τους γονείς του σε ηλικία 7 ετών. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Σαββίδης. Στην Ελλάδα ήρθε το 1924 με την ανταλλαγή, όπου και καταγράφηκε ως Λώλος. Έζησε παιδάκι τη θηριωδία. Τις βιαιότητες του αιμοσταγούς Τοπάλ Οσμάν, μνήμες που δεν ξεθώριασαν ποτέ.
«Ήταν να μην μείνει σπορά από μας… θα μας έσφαζαν όλους… Μας έσωσε το 1924 η ανταλλαγή… Ο μπαρμπα-Σάββας μιλάει για τη ζωή, για όσα τον στιγμάτισαν από παιδί, για τα χαμένα αδέλφια του, που έμειναν πίσω στον Πόντο, βορά στα χέρια των «τσετέδων». Όλο το χωριό ήταν Έλληνες. Βρίσκεται 20 χιλιόμετρα από την Κερασούντα.
Θυμάται επίθετα. Χριστοδούλου, Ηλιάδης, Παναγιωτίδης, Σαββίδης.
«Ήμασταν Ορθόδοξοι. Η Ενορία μας ήταν του Αϊ Βασίλη. Εγώ γεννήθηκα στην εξορία. Κοντά στο Ερζερούμ. Μετά επιστρέψαμε στο χωριό. Πήγα στην 1η Δημοτικού. Μετά έκλεισαν τα σχολεία. Φωτιές, κακό, εκτελέσεις. Είχα αδέλφια τον Κυριάκο και τον Δημήτρη. Τον Κυριάκο τον σκότωσαν. Ο Δημήτρης, χάθηκαν τα ίχνη του… Θυμάμαι τον παπά που σκότωσαν οι Τούρκοι».
Η αφήγηση του Σάββα για όλα όσα έζησε συγκλονίζει. Η οικογένειά του ζούσε από τη γη. Καλλιεργούσαν καλαμπόκια, ήταν γεωργοί. Ζούσαν σε μια μικρή πεδιάδα, ανάμεσα στα βουνά. Είχαν χριστιανικά ήθη και έθιμα τους. Θυμάται του Τούρκους να γκρεμίζουν εκκλησιές και σχολεία.

«Μάζευαν τις γυναίκε, τις φόρτωναν με τα κεραμίδια από τις στέγες των εκκλησιών και των σχολείων και τις διέταξαν να τα κουβαλήσουν σε άλλα τουρκικά χωριά. Πολλές δεν άντεχαν. Πέθαιναν στον δρόμο» θυμάται και συνεχίζει: «Ήταν εντολή να καθαριστεί ο τόπος. Γι’ αυτό βγήκαν τα παλικάρια μας αντάρτες στα βουνά».
Ο πατέρας μου, όταν θα φεύγαμε μας πήγε να προσκυνήσουμε στο εκκλησάκι στο ύψωμα… Θυμάμαι είπε «Παναγία μου να φθάσουμε ζωντανοί στην Ελλάδα».
Φύγαμε νύχτα από το χωριό. Μέσα από λαγκάδια και ρέματα φτάσουμε στην Τραπεζούντα όπου θα μπαίναμε στα καράβια…». Φτάσαμε μετά από κακουχίες τελικά στην Πάτρα. Η Παναγία βοήθησε. Ήμασταν πολλές οικογένειες.
Μείναμε αρκετό καιρό μέσα σε ένα τούνελ, μετά μπήκαμε σε μια παράγκα. Πήγαινα στο σχολείο με τα πόδια στον Άγιο Ανδρέα. Κάποια μέρα, μας ξαναφόρτωσαν σε καράβι για την Κέρκυρα. Μέσα στο πλοίο, 300 στοιβαγμένες οικογένειες.
Έπεσε αρρώστια, τύφος, πυρετός με διάρροια. Το πλοίο έριξε άγκυρα, ανοιχτά από τον Μούρτο Θεσπρωτίας.
Εκεί, πέταξαν πολλά άρρωστα παιδιά στη θάλασσα. Εμείς ήμασταν στα αμπάρια…
Ο πατέρας με έκρυψε δεν με πήραν χαμπάρι. Με έβαλε προσκέφαλο και με σκέπασε με ρούχα. Ο πατέρας μου, την επομένη το πρωί πήγε κλαίγοντας στον καπετάνιο και τον παρακάλεσε, λέγοντας του πως είμαι, το μοναδικό παιδί του που σώθηκε.
Εκείνος συγκινήθηκε. Αμέσως μετά, κατέβασαν μια βάρκα, μπήκαμε μέσα 15 οικογένειες και μας έβγαλε στον Μούρτο. Έτσι, ήρθαμε στην Πρέβεζα».
Είναι η κατάθεση ζωής από τον Σάββα Λώλο. Τα λόγια του συγκινούν: «Ήμασταν νηστικοί εξαντλημένοι.. Την ψυχή μας μονάχα, φέραμε στην Ελλάδα».
«Δίπλα στο ποτάμι θα βρεις τρία σπίτια μαζί, το ένα δίπλα στο άλλο. Ήταν της οικογένειάς μας. Είχε και βελανιδιές.
Απέναντι η εκκλησία της Παναγιάς, στο ύψωμα, που μοιάζει με αυγό».
Με αυτές τις οδηγίες, από τον ηλικιωμένο πατέρα της, η κόρη του Σταυρούλα, πήγε στον Πόντο, στην Πράσαρη της Κερασούντας για να βρει ό,τι απέμεινε από τον ξεριζωμό. Η φύση, ο τόπος παρέμειναν ίδια όπως τότε. Μόνο οι άνθρωποι έχουν αλλάξει.
*Πηγές: mypreveza.gr, Greek Travel Pages, Agiorgitikanews.weebly.com