Μία προσπάθεια να δώσουν απαντήσεις σε ένα από τα πιο συναρπαστικά μυστήρια της χώρας ξεκίνησαν οι αυστραλιανές Αρχές με την εκταφή της σορού του περίφημου «Άνδρα του Σόμερτον», η οποία είχε βρεθεί πριν από 70 χρόνια σε παραλία της Αδελαΐδας.
Τόσο η ταυτότητα όσο και η αιτία θανάτου του άνδρα παραμένουν άγνωστα, αν και μέσα στα χρόνια έχουν διαδοθεί πολλές θεωρίες. Μία από αυτές τον ήθελαν κατάσκοπο την εποχή του Ψυχρού Πολέμου ενώ μία άλλη πληγωμένο εραστή.
Η πρόοδος γύρω από την τεχνολογία του DNA ίσως βοηθήσει τώρα την αστυνομία της Αυστραλίας να φτάσει σε κάποιο συμπέρασμα.

ΤΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ
Το πτώμα είχε βρεθεί την 1η Δεκεμβρίου του 1948 στην παραλία Σόμερτον στην Αδελαΐδα.
Ο άνδρας φορούσε κοστούμι και γραβάτα, ενώ δεν υπήρχε κανένα στοιχείο στις τσέπες του που να υποδηλώνει την ταυτότητά του.
Κατά την αρχική διερεύνηση της υπόθεσης, η αστυνομία βρέθηκε σε αδιέξοδο.
Ο άνδρας θάφτηκε σε νεκροταφείο της Αδελαΐδας, ενώ στην ταφόπλακά του μπορούσε κανείς να διαβάσει «ο άγνωστος άνδρας».
Ωστόσο, μια σειρά από περίεργα αντικείμενα που βρέθηκαν κοντά του, όπως μια βαλίτσα, βγαλμένες ετικέτες ρούχων και κάποια ακατάληπτα γραπτά ενθάρρυναν τη συνωμοσιολογία.
Ο άνδρας κρατούσε, επίσης, ένα κομμάτι χαρτόνι που επάνω είχε τη φράση «τελείωσε» στα Φαρσί.
ΕΛΠΙΔΕΣ ΓΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Η υπόθεση έχει προσελκύσει και το διεθνές ενδιαφέρον, ενώ η υπουργός Δικαιοσύνης της Νότιας Αυστραλίας, Βίκι Τσάπμαν διέταξε την εκταφή της σορού, αιτιολογώντας ότι έλαβε την απόφαση λόγω του «έντονου δημόσιου ενδιαφέροντος».
«Για πάνω από 70 χρόνια, οι άνθρωποι εικάζουν ποιος είναι ο άνδρας και πώς πέθανε» ανέφερε στο ΒΒC.
Μετά την εκταφή, οι ερευνητές θα ξεκινήσουν τη διαδικασία «χτισίματος» του προφίλ DNA του ανθρώπου επιχειρώντας να δώσουν απαντήσεις σε ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια της χώρας.
Η υπόθεση είναι τμήμα της Επιχείρησης «Επιμονή», η οποία έχει στόχο να ταυτοποιήσει όλες τις μη αναγνωρισμένες σωρούς της Νότιας Αυστραλίας.
«Πρόκειται για μια υπόθεση που έχει εξάψει τη φαντασία των ανθρώπων σε ολόκληρη χώρα και τον υπόλοιπο κόσμο – αλλά πιστεύω ότι, τελικά, μπορούμε να φτάσουμε κάποιες απαντήσεις» καταλήγει η Τσάπμαν.