Αναμφισβήτητα νιώθει η Ομογένεια ευγνωμονούσα και αποτίει σεβασμό στη μνήμη ανθρώπων της Ομογένειας, των οποίων η προσφορά στα κοινά, στον συνέλληνα, στα παιδιά και στους νέους υπήρξε πραγματικά τεράστια. Τηρουμένων των αναλογιών, η απώλεια μεγάλων δασκάλων του Ελληνισμού προκαλεί ανείπωτη συγκίνηση και μας κάνει να νιώθουμε έντονη την ορφάνια των πνευματικών μας ανθρώπων. Στα επόμενα δέκα χρόνια θα θρηνήσουμε την καλπάζουσα βιολογική έξοδο χιλιάδων συνελλήνων μεταναστών, καθώς η τότε ακμάζουσα γενιά των πρωτοπόρων της δεκαετίας του 1930, βρίσκεται στα όριά της.
Η Χριστίνα Κολοκοτρώνη υπήρξε σίγουρα μία από τις πλέον συμπαθείς φυσιογνωμίες καλόγνωμης και δημιουργικής δασκάλας. Η ατέρμονη υπομονή της, η παραδειγματική καρτερικότητά της, η ακούραστη καλοσύνη της ήταν τα μέσα που χρησιμοποίησε η δασκάλα αυτή, να ξεπεράσει τα ιστορικά προβλήματα που γεννούσε η μαζική μετανάστευση των Ελλήνων στη Μελβούρνη. Έδρασε ως ιδρυτική δασκάλα στα πρώτα μονοτάξια ελληνόγλωσσα σχολεία που ίδρυσαν οι κοινότητες των Ελλήνων.
Τριάντα παιδιά, σε μία τάξη, όλων των ηλικιών, κάτω από συνθήκες πρωτόγονης οργάνωσης, ωστόσο με αβυσσαλέο πείσμα, επιμονή στο καθήκον, ψυχική ανταύγεια και κυρίως απόλυτη στοργή προς τα παιδιά, η Χριστίνα κατάφερε να διδάξει στα παιδιά της δεκαετίας του 1950 την αγάπη τους για την ελληνική γλώσσα, τη μακρινή πατρίδα και τα έθιμα των γονέων τους.

Ήταν η Χριστίνα καινοτόμος στη μεθοδολογία μάθησης και διδασκαλίας, αφού κατάφερνε να εναρμονίσει τις μαθησιακές ανισότητες, τις δυσκολίες των διαφορετικών ηλικιών. Ήταν ο ιεροφάντης της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης αφού μπόρεσε να πείσει τους μαθητές της κάτω από τις συνθήκες αυτές να αγαπήσουν την ελληνική γλώσσα και οι περισσότεροι από αυτούς να καταστούν τα κύτταρα εκείνα που οδήγησαν την παροικία των Ελλήνων, τη δεύτερη γενιά, σε θέσεις καταξίωσης και επίδρασης.
Κι αργότερα, ως προσοντούχος εκπαιδευτικός που ήταν από την Ελλάδα, δίδαξε σε οργανωμένα σχολεία κοινοτικά και δημόσια, μεταφυτεύοντας σε εκατοντάδες παιδιά τής εποχής την αγάπη τους για την ιδεολογία της Ελλάς, την ελληνική σκέψη και πνεύμα, κάλλος και γοητεία, ιδεολογίες και αξίες που ακόμη φωτίζουν τις καρδιές εκατοντάδων χιλιάδων Φιλελλήνων της οικουμένης. Η Χριστίνα ήταν άνθρωπος του μόχθου και της σιωπής. Επαινούσε χωρίς να φθονεί την καταξίωση των άλλων, έδειχνε ενθουσιασμό με την πρόοδο των άλλων των συμπατριωτών της, έδειχνε τον δρόμο στους μαθητές και στους ανθρώπους με τους οποίους συνέζησε και μοιραζόταν τις ίδιες αγωνίες και προβλήματα. Άνοιγε το σπίτι της και με τον σύντροφο της ζωής της, σχεδόν για εβδομήντα χρόνια, τον ενθουσιώδη και δημιουργικό Τάσο Κολοκοτρώνη, μοιράζονταν τις χαρές της ξενιτειάς στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Φιλόξενη, φιλάνθρωπος και Φιλέλληνας, αγαπούσε και χαιρόταν με την πρόοδο των άλλων. Γεννημένη στα Άνω Πορρόϊα, Σερρών (24.10.1930-6.5.2021) σε μία οικογένεια πέντε θυγατέρων, με τους γονείς της Δημήτρη και Άννα, να την εμφυσούν την αγάπη για τον συνάνθρωπο, η Χριστίνα μετανάστευσε στη Μελβούρνη (Ιούνιος 1955), αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Λίγες ημέρες αργότερα παντρεύτηκε τον Τάσο Κολοκοτρώνη (τον Κολοκοτρώνη της Μακεδονίας) και απέκτησαν δύο θυγατέρες, την Αγγελική και την Άννα. Δύο παιδιά με την ίδια μητρική σύνεση, το ίδιο χαμόγελο της στοργής και την ίδια φρονιμάδα.
Τον Φεβρουάριο του 1957 συνεργαζόμενη στενά με τον δραστήριο Κοινοτάρχη, Ηλία Ρέντζη και το Συμβούλιό του, δίδαξε ως ιδρυτική δασκάλα το πρώτου απογευματινού σχολείου της νέας Κοινότητας του Μπράνσγουικ με 60 παιδιά σε μία αποθήκη του Μιλκ Μπαρ για ένα χρόνο δίχως πληρωμή ως που να αποκτήσει η Κοινότητα δικό της σχολείο. Στην κοινότητα εργάστηκε 24 χρόνια διδάσκοντας την ελληνομάθεια και ελληνικούς χορούς. Δίδαξε επίσης στο σχολείο του Κόμπουρκ, Γκλενρόϋ και Ελληνική Ακαδημία Μελβούρνης και τέλος διορίστηκε μόνιμα από το Υπουργείο παιδείας της Βικτώρια στο Γυμνάσιο Θηλέων του Ρίτσμοντ όπου εργάστηκε 8 χρόνια και σταμάτησε όταν απέκτησε το πρώτο της εγγόνι για να το μεγαλώσει.
Όταν αφυπηρέτησε από τα κοινά, αφιερώθηκε στην υπηρεσία και πάλι των μικρών παιδιών. Ανάλωσε εκατοντάδες ώρες στον εθελοντισμό κι έπλεκε διάφορα παιδικά ρουχαλάκια, έκανε διάφορα κουκλάκια που τα προσέφερε στο Νοσοκομείο Παίδων της Μελβούρνης δωρεά, χωρίς να διεκδικεί εύσημα και βραβεία. Εύσημα και βραβεία αναγνώρισης είναι ο καλός λόγος των μαθητών της που μαθήτευσαν δίπλα της, είναι ο έπαινος των συναδέλφων της που της αναγνωρίζουν και μετά θάνατον την πρωτοπορία στη μάθηση και την πρωτιά στην ανθρωπιά και στη σύνεση.
Εύσημα και βραβεία είναι το έργο της το διδασκαλικό, το συζυγικό και το μητρικό, και στα επέκεινα είναι τα εγγόνια και τα έντεκα δισέγγονα. Θα τη θυμόμαστε ενταφιασμένη πλέον αθόρυβα και σιωπηλά, όπως γεννήθηκε, μεγάλωσε, δημιούργησε μέχρι και τον θάνατό της σε ένα κοιμητήριο του Yan Yean, για να μας θυμίζει το χρέος, και ιδιαίτερα τη στοργή και την αγάπη που πρέπει να δείχνουμε προς τους άλλους. Τον καλό Αγώνα τον Αγωνίστηκε. Εύγε!