Μόλις είχαμε τελειώσει την συνεδρίαση της ΣΕΚΑ την Πέμπτη το βράδυ και με ρώτησε ο Χάρης Νεοκλέους πότε λογαριάζω να ξαναπάω με τον Γιώργο Ευθυμίου στο γηροκομείο να επισκεφθούμε τον Δάσκαλο, έτσι τον λέγαμε.
Ο Χάρης Σιαμαρής ήταν ιδρυτικό μέλος και στέλεχος της ΣΕΚΑ. Επίσης, στέλεχος της Κυπριακής Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας.
Είχαμε να τον επισκεφθούμε, από τις αρχές του 2020, ακριβώς πριν αρχίσουν οι περιορισμοί της πανδημίας COVID-19.
Αποφασίσαμε λοιπόν και πήγαμε το Σάββατο, 22 Μάιου. Μόλις φθάσαμε στο γηροκομείο, η υπεύθυνη μας υποδέχθηκε με χαμόγελο και αφού εφαρμόσαμε τους σχετικούς κανονισμούς για την COVID-19, μας οδήγησε στο μεγάλο σαλόνι όπου καθόταν ο Χάρης και απολάμβανε τον φθινοπωρινό ήλιο που έμπαινε από το παράθυρο με ανοιχτές τις κουρτίνες.
Ήταν αφοσιωμένος στην ελληνική εφημερίδα «Νέος Κόσμος» και δεν μας είχε πάρει είδηση όταν μπήκαμε στο δωμάτιο.
Μπροστά από την πολυθρόνα που καθόταν ήταν το αναπηρικό καρότσι που τον βοηθά να περπατά. Τον πλησίασα πρώτος και του είπα, «γεια σου Χάρη».
Σήκωσε το κεφάλι του από την εφημερίδα και μόλις με είδε μου χαμογέλασε, έβαλε κάτω την εφημερίδα και άρχισε να λέει «βρε, βρε, βρε, βρε…», και μόλις είδε τον Γιώργο και τον Χάρη να ακολουθούν συνέχισε με μεγάλη χαρά να λέει «βρε, βρε, βρε…, καλώς τους. καλώς ορίσετε».
Καθώς μας έσφιγγε το χέρι, μας κοιτούσε στα μάτια με απορία, προσπαθώντας να θυμηθεί τα ονόματά μας.
«Συγγνώμην κοπέλια μα εν τζιαι θυμούμαι τα ονόματά σας» ήταν μια φράση που επανέλαβε αρκετές φορές κατά την διάρκεια της επίσκεψής μας.
Ήταν η πιο κατάλληλη ώρα που πήγαμε, αμέσως μετά το γεύμα, και έτσι είχαμε αρκετή ώρα μπροστά μας για να τα πούμε ανενόχλητοι.
Μιλήσαμε για τις παλιές εμπειρίες στα κοινοτικά, αστειευτήκαμε και γελάσαμε, μερικά τα θυμόταν προ στιγμής, μερικά όχι. Κάθε τόσο μας έδειχνε τον ενθουσιασμό και την χαρά του που ήμασταν μαζί του.
Ήταν καλοντυμένος και φορούσε τα γυαλισμένα δερμάτινα παπούτσια του, όπως πάντα. Στο πρόσωπο φαινόταν πολύ υγιής και όταν τον ρωτήσαμε για την υγεία του μας είπε ότι νιώθει σαν λιοντάρι.
Καθίσαμε μιάμιση ώρα μαζί, τα είπαμε και περάσαμε ένα ευχάριστο απόγευμα, αλλά έφθασε η ώρα να αποχωριστούμε.
Μόλις σηκωθήκαμε και του είπαμε ότι ήρθε η ώρα να φύγουμε, ήταν σαν ένα μικρό παιδάκι που του παίρνεις το παιχνίδι του, η απογοήτευσή του ήταν τόσο μεγάλη που δεν ήθελε να μας αφήσει να φύγουμε.
Αυτή η αντίδρασή του μας είχε συγκινήσει τόσο πολύ που μας έφερε δάκρυα στα μάτια. Αποχαιρετιστήκαμε και του υποσχεθήκαμε ότι θα ξαναπάμε.
Μας είπε «αύριον να ξανάρτετε κοπέλια, εχάρηκα πολλά που ήρτετε», στην κυπριακή διάλεκτο, όπως συνήθιζε.
Σε κάνει να σκέφτεσαι πόσο εύκολο είναι να δώσεις σε έναν άνθρωπο τόση χαρά και μάλιστα χωρίς να στοιχίσει τίποτα περισσότερο από λίγη ώρα.
Δεν έχει σημασία αν είναι συγγενής ή φίλος ή οτιδήποτε άλλο.
Δεν έχει σημασία εάν ο άνθρωπος, μας θυμάται ή όχι.
Σημασία έχει ότι τον θυμόμαστε εμείς και ότι του δίνουμε τόση χαρά έστω και αν δεν θα θυμάται τίποτα την άλλη μέρα.