Ο Ελληνισμός της Διασποράς υπήρξε πρόδρομος και πρωτοστάτης του Εθνοαπελευθερωτικού Αγώνα του 1821. Ουσιαστικά ξεκίνησε απ’ αυτόν κι έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην προετοιμασία, οργάνωση κι έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Ενδεικτικά και μόνο αναφέρω ότι στην τότε ρωσική πόλη Οδησσό ιδρύθηκε από Έλληνες της Διασποράς η Φιλική Εταιρεία το 1814. Επίσης, ότι στις 24 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ηγετική μορφή της Φιλικής Εταιρείας περνούσε τον ποταμό Προύθο (δηλαδή τα σύνορα της Ρωσίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία), αφού προηγουμένως είχε εκδώσει στη Μολδοβλαχία προκήρυξη για την Ελληνική Επανάσταση. Συνεπώς, η συμβολή του διασπορικού Ελληνισμού στην Επανάσταση του ’21 υπήρξε καθοριστική και ανεκτίμητη, καθώς χωρίς αυτόν η τύχη της Παλιγγενεσίας θα ήταν άγνωστη.
Ωστόσο, μια «μαύρη σελίδα» (όχι ιδιαίτερα γνωστή, ίσως στους περισσότερους) αναφορικά με τη σχέση νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους και Ελλήνων της Διασποράς είναι η εξής: Κατά την τελευταία περίοδο της Οθωμανοκρατίας, μια κατηγορία αρκετών Ελλήνων επέλεξε να εκπατριστεί, προκειμένου να σωθεί από τις εκδικητικές αγριότητες των Τούρκων. Μια άλλη κατηγορία Ελλήνων ήταν κάτοικοι περιοχών οι οποίες δεν αποτελούσαν τμήμα του νεοϊδρυθέντος ελληνικού κράτους. Μετά την απελευθέρωση, ένας διόλου ευκαταφρόνητος αριθμός Ελλήνων από τις δύο παραπάνω κατηγορίες επέστρεψε στις ιδιαίτερες πατρίδες του. Αυτό προξένησε ένα εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα – συγκεκριμένα ένα μεγάλο ρήγμα μεταξύ των «αυτοχθόνων» (προεστών) και των «ετεροχθόνων» (αποδήμων). Οι πρώτοι ήταν πολέμιοι των δεύτερων, θεωρώντας τους ανταγωνιστές στη δημόσια εξουσία, την οποία μονοπωλούσαν οι ίδιοι, και απειλή τούτου του προνομίου τους. Συγκεκριμένα, η καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο κ. Ελπίδα Βόγλη, σε συνέντευξή της στην εκπομπή «Μηχανή του Χρόνου» (23.3.2021) υποστηρίζει:
«“Ετερόχθονες” θεωρούνταν οι Έλληνες που έφτασαν στη χώρα είτε τα τελευταία χρόνια της Επανάστασης, είτε με την άνοδο του Ιωάννη Καποδίστρια στην εξουσία. Χαρακτηρίσθηκαν “ετερόχθονες”, γιατί ήρθαν από “άλλη γη” και αντιμετωπίστηκαν με ιδιαίτερη καχυποψία από τους ντόπιους αγωνιστές (αυτόχθονες). Οι “ετερόχθονες” αν και δεν είχαν λάβει ενεργό μέρος στην Επανάσταση, είχαν καλύτερη εκπαιδευτική κατάρτιση. Γι’ αυτό και κατείχαν αξιώματα στον κρατικό μηχανισμό. Ωστόσο, θεωρήθηκαν περισσότερο “ξένοι” παρά Έλληνες. Αν και διέθεταν την ελληνική ιθαγένεια, καθώς ήταν κάτοικοι της χώρας για τουλάχιστον πέντε χρόνια, και είχαν δικαίωμα διορισμού, οι “αυτόχθονες” ένιωθαν παραγκωνισμένοι. Θεωρούσαν ότι αυτοί πολέμησαν και διακινδύνευσαν πολύ περισσότερα για να ελευθερωθεί το ελληνικό κράτος και δεν είχαν δημόσια αξιώματα. Μια ιδέα που είχε πολύ μεγάλη έλξη και γοητεία…».
Η διαμάχη “αυτοχθόνων” – “ετεροχθόνων” ξεκίνησε στα χρόνια της Επανάστασης, αλλά εντάθηκε και κορυφώθηκε τη δεκαετία 1833-34. Αφορμή υπήρξε η Α΄ Εθνική Συνέλευση (14 Ιαναουαρίου 1844) και συγκεκριμένα το 3ο άρθρο του υπό διαμόρφωση συντάγματος, όπου συζητήθηκαν τα κριτήρια καθορισμού των όρων «Έλληνας πολίτης» και τα προσόντα/ιδιότητες που έπρεπε να διαθέτει ο «δημόσιος υπάλληλος» του ελληνικού κράτους. Σε εκείνη τη Συνέλευση τέθηκε ανοιχτά κι επίσημα εκείνη η προϋπάρχουσα μεγάλη διένεξη “αυτοχθόνων” και “ετεροχθόνων” και ο προσδιορισμός των χρονικών και γεωγραφικών ορίων του Αγώνα, καθώς και ο αποκλεισμός των «ετεροχθόνων/ξένων» από τις δημόσιες θέσεις. Κύριο επιχείρημά τους ήταν η απουσία τους κατά τα μαύρα χρόνια της δουλείας, αλλά και η απουσία τους από τους αγώνες για την ανεξαρτησία του Έθνους. Στους θιασώτες αυτού του αποκλεισμού ήταν και ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης, ο οποίος υποστήριζε: «Από τον πατριωτισμό μας εσαπίσαμεν το σπίτι μας. Μας φθάνει πλέον ο πατριωτισμός. Ας αγκαλιάσωμεν τον βασιλέα μας να φκιάσωμεν το σπίτι μας. Αυτοί εκάθησαν τόσα χρόνια και έτρωγαν ψωμί και έφεραν την πατρίδα μας άνω-κάτω. Ας καθίσωμεν τώρα και ημείς να φάγωμεν ψωμί…». Έτσι η περιθωριοποίηση των “ετεροχθόνων” παγιώθηκε, όταν τον Ιανουάριο 1844 γύρω στα 2.600 άτομα, με υπογεγραμμένο αίτημά τους προς τον πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης (αναφορικά με το δημόσιο δίκαιο των Ελλήνων) απαίτησαν να απολυθούν από τις δημόσιες θέσεις τους όσοι επαναπατρίστηκαν στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση της χώρας και, κυρίως, τη συνακόλουθη εκλογή του (ετερόχθονα) Ιωάννη Καποδίστρια – που υπήρξε κι ένας απ’ τους λόγους της δολοφονίας του.
Κατά την ολοκλήρωση των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης, το «Β΄ Ψήφισμα» ανέφερε ρητά ότι άτομα που δικαιούνταν να καταλάβουν δημόσιες θέσεις και αξιώματα ήταν οι εξής: Οι “αυτόχθονες” της ελληνικής επικράτειας και όσοι αγωνίστηκαν σε αυτήν έως το 1827 ή εγκαταστάθηκαν στη χώρα την ίδια χρονική περίοδο. Επίσης, όσοι ετερόχθονες μπορούσαν να αποδείξουν ότι συμμετείχαν στον αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας έως το 1829. Αφού επικυρώθηκε το παραπάνω ψήφισμα, κατά την κ. Ελπίδα Βόγλη: «Μερικές εκατοντάδες “ετερόχθονες” (δηλαδή ως επί το πλείστον Έλληνες που είχαν γεννηθεί εκτός της ελληνικής επικράτειας και μάλιστα προέρχονταν από τους μορφωμένους κύκλους της Ευρώπης και όχι της υπόλοιπης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) απολύθηκαν για ένα προσωρινό μικρό χρονικό διάστημα. Μαζί τους και κάποιοι ξένοι. Τελικά, όμως, η υπόθεση σύντομα λησμονήθηκε…».
Και όντως λησμονήθηκε προσωρινά, αλλά λόγω ανωτέρας βίας. Δηλαδή της απελπιστικά «μικροσκοπικής (γεωγραφικά) Ελλάδας» και της ζωτικής ανάγκης που υπήρχε για ενοποίηση με τον απανταχού Ελληνισμού στο πρόταγμα της «Μεγάλης Ιδέας» (Διόλου τυχαίο, άλλωστε, που η «Μεγάλη Ιδέα» προέκυψε από τον προβεβλημένο “ετερόχθονα” Ιωάννη Κωλέττη στις 14-1-1844 προκειμένου να συμφιλιώσει τις αντικρουόμενες θέσεις «ντόπιων» και «ξένων»). Η αλήθεια όμως είναι ότι ο παραπάνω διχασμός ουδέποτε «λησμονήθηκε» ή επουλώθηκε οριστικά, αφού το «Β΄ Ψήφισμα» σφράγισε ως ταφόπλακα τη σχέση «αυτοχθόνων» (προεστών) και «ετεροχθόνων» (Ελλήνων της Διασποράς) με τον οριστικό εξοστρακισμό και την περιθωριοποίησή τους από τις πολιτικές διεργασίες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Πράγμα που αποτελούσε μέγιστη αδικία και αχαριστία απέναντι στην τεράστια συμβολή του Ελληνισμού της Διασποράς στην Επανάσταση και την απελευθέρωση της σκλαβωμένης πατρίδας.
Οι δυο συντριπτικές νίκες του κοτζαμπασισμού («αυτοχθόνων»-προεστών) έναντι των «ετεροχθόνων» (πρώην εκπατρισμένων Ελλήνων) μπορεί να διευθέτησαν τυπικά το ρήγμα ανάμεσα στις δύο αντίπαλες ομάδες, ουσιαστικά όμως άφησαν μεγάλες και αθεράπευτες πληγές στην εθνική ομοψυχία κι ενότητα που τόσο χρειαζόταν το νεοσύστατο έθνος-κράτος, καθώς και στην κυρίαρχη ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας». Αυτή η ρήξη ανάμεσα στο πολιτικό κατεστημένο και το κοινωνικό αντίπαλον δέος που ουδέποτε αποκαταστάθηκε, λειτούργησε (και δυστυχώς λειτουργεί έως σήμερα) ανασταλτικά – κι ενίοτε καταστροφικά – όσον αφορά την εύρυθμη πορεία του έθνους και την εκπλήρωση των οραμάτων του.
Παρ’ όλα αυτά, το ατυχές γεγονός της ρήξης «αυτοχθόνων» – «ετεροχθόνων» το 1843 και 1844, όσο επιζήμιο κι αν υπήρξε για τα συμφέροντα της ίδιας της χώρας, δεν κατάφερε – ευτυχώς – να λειτουργήσει πλήρως ανασχετικά στις σχέσεις «αυτοχθόνων» Ελλήνων και «ετεροχθόνων» Ελλήνων της Διασποράς. Απόδειξη αυτού είναι το γεγονός της εισροής τεραστίων ομογενειακών κεφαλαίων που επενδύθηκαν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος το 1871 – έτος σταθμός που σηματοδότησε την αναθέρμανση των σχέσεων Ελλάδας-Αποδήμων, αλλά και την ανοικοδόμηση της χώρας. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει καθόλου ότι οι σχέσεις Εθνικού Κέντρου και Ελληνισμού της Διασποράς (όσο αγαστές κι αν φαίνονται για αυτονόητους λόγους) αποκαταστάθηκαν πλήρως. Παρά τις καλές προθέσεις αμφοτέρων των πλευρών, σχεδόν 200 χρόνια αργότερα, συνεχίζει να υπάρχει μια καταφανής καχυποψία, δυσπιστία, αν όχι και ανταγωνισμός, που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε. Ενδεικτικά και μόνο θα αρκεστώ να αναφέρω την αποτυχία του θεσμικού οργάνου του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ), καθώς επίσης και τον διαχρονικό εμπαιγμό, εκ μέρους της Ελληνικής Πολιτείας, αναφορικά με την ψήφο των Αποδήμων – παρόλο που αυτό προβλέπεται κι έχει κατοχυρωθεί από το Ελληνικό Σύνταγμα – και αρκετά άλλα ζητήματα.
Εν κατακλείδι: Το Εθνικό Κέντρο πάντα θεωρούσε – για ευνόητους λόγους – τον Ελληνισμό της Διασποράς των πέντε εκατομμυρίων ως αναπόσπαστο τμήμα του εθνικού κορμού του. Ωστόσο, είναι παντελώς άγνωστο πόσοι απ’ αυτά τα πέντε εκατομμύρια συμμερίζονται αυτή την άποψη. Θα άξιζε να γινόταν κάποτε μια σοβαρή έρευνα-μελέτη σχετικά με αυτό το καίριο ζήτημα, προκειμένου να μην μιλάμε επ’ αόριστον με υποθέσεις και εικασίες. Κλείνοντας, θα πρόσθετα ότι μετά από 200 χρόνια ελεύθερου Ελληνικού Κράτους, είναι καιρός η σχέση του τελευταίου με τον οικουμενικό Ελληνισμό να τεθεί επιτέλους σε νέες, πιο υγιείς και ειλικρινείς βάσεις και να γίνει πραγματικά ουσιαστική προς όφελος αμφοτέρων των πλευρών. Μια τέτοια ενέργεια όντως θα νοηματοδοτούσε τη φετινή ιστορική επέτειο της Παλιγγενεσίας. Αλλά το θέμα είναι τεράστιο και παραμένει πάντα επίκαιρο (με την ψήφο των αποδήμων και όχι μόνο). Γι’ αυτό θα χρειαστεί να επανέλθουμε.
Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Έχει δημοσιεύσει 24 αυτοτελή βιβλία και 5 μεταφρασμένα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Διετέλεσε δύο φορές εκλεγμένος συντονιστής του Πολιτιστικού Δικτύου του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού – Ωκεανίας (1999-2006).