Λίγο παρατραβηγμένο; Ίσως. Αλλά γι’ αυτό φταίει ο Νίκος Δήμου! Για τον τίτλο εννοώ.

Μεταγενέστερο, και κατά πολύ, το χρονογράφημά μου έπρεπε νάναι, κατ’ ανάγκη, πιο δραματικό, πιο διαφορετικό, ίσως και πιο προκλητικό.

Παρμένο -με μια μικρή δα ανατροπή– από το σατυρικό του βιβλίο «Η Δυστυχία του να είσαι Έλληνας» (Ίκαρος, 1975 – εδώ, για να είμαστε σωστοί αναγνωρίζουμε τον εκδοτικό οίκο και τη χρονολογία που πρωτοκυκλοφόρησε).

Και ναι, διάβαζα την ίδια εποχή τη «Νεοελληνική Ταυτότητα» (ιδιωτική έκδοση, 1978) του Χρήστου Γιανναρά. Η αλήθεια είναι ότι πρώτα διάβασα την προέκταση της «Δυστυχίας», «Οι Νέοι Έλληνες» (Νεφέλη, 1980) φοιτητής στη περιβόητη βιβλιοθήκη Fisher του Πανεπιστήμιου Σίδνεϊ – που έτυχε να ‘χει μια ανερχόμενη ελληνική συλλογή (που συμπεριλάμβανε την πλήρη συλλογή του περιοδικού «Αντί», που ήταν στον 4ο όροφο και όχι στον 6ο όπου ήταν τα φιλολογικά) ένεκα της Έδρας Νεοελληνικών (και Βυζαντινών παρακαλώ) Σπουδών στην οποία, για λίγο καιρό, εργάστηκα.

Τότε, βλέπεις, είχα και την ψευδαίσθηση να γίνω ακαδημαϊκός νεοελληνικών σπουδών. Δεν άντεξε. Στα 25 την είχε ήδη διαδεχθεί μια άλλη πιο επίμονη ψευδαίσθηση – να γίνω πολιτικός!

Η «Δυστυχία» κινούνταν μέσα στο πνεύμα της αυτογνωσίας, του κυνισμού, του σαρκασμού, του χιούμορ της εποχής και εντασσόταν στα πλαίσια της άμεσης μεταπολίτευσης με τα βιβλία του Αντώνη Σαμαράκη («Το Λάθος», «Το Διαβατήριο», «Ζητείται Ελπίς»), τα τραγούδια του Κώστα Χατζή («Δε βαριέσαι αδελφέ», «Ένας Γερμανός και μια Εβραία», «Απ’ το αεροπλάνο», «Ο κύριος κανείς», «Σπουδαίοι άνθρωποι αλλά», «Η Συνείδηση», «Το ταμ-ταμ», «Στο διεθνές το μαγαζί», κ.ά.). και το θεατρικό, και κατόπιν κινηματογραφικό, έργο με τους Νίκο Κούρκουλο και Μπέτυ Λιβανού, «Ένα Γελαστό Απόγευμα» του Φρέντυ Γερμανού (Κάκτος, 1979). Αχ μεταπολίτευση πόσο μας έλειψες!

Για μένα η μελαγχολία του Έλληνα περιστρέφεται πάνω σε τρεις άξονες – αρχικά είχα «ενότητες» αλλά είπα να το αλλάξω μήπως παρεξηγηθώ. Άλλωστε, η «ένωση», σε σχεδόν όλες της τις κλήσεις, έχει μια ενδότροφη συνθηματολόγηση που αν δεν την προσέξουμε καταλήγει στη διχόνοιά, την προσφυγιά, και τις «χαμένες πατρίδες».

1.

Κατά βάθος ο Έλληνας είναι ιδιώτης.

Βλέπεις ο Έλληνας (και η Ελληνίδα) επιτυχαίνει ως μονάδα του ενός, όταν ψάχνεται, όταν αναζητεί, όταν δημιουργεί, φιλότιμα, με ανιδιοτέλεια, με προκοπή και στωικότητα.

Βάλε μας συλλογικά και το μείγμα αλλάζει. Το φαινόμενο της «οχλοποίησης», η τάση να μπούμε σε «μαντρί» σε γενικότητες και ομαδικά σχήματα μας οδηγά σε ιστορικά και κοινωνικά αδιέξοδα: με το κραύγασμα ενός ξέφρενου λαϊκισμού, με αποθέματα ενός ρομαντικού απορριπτικού εθνικισμού, μιας σχεδόν υποκριτικής νοοτροπίας που εξισώνει ενώ αποσιώπει –άλλωστε, ο σοσιαλισμός αρχίζει στις προσωπικές μας σχέσεις- σε μια εποχή όπου η παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα των κοινωνικών μέσων δικτύωσης συνδέει ενώ ταυτόχρονα αποξενώνει, ισοπεδώνοντας, στην καλύτερη περίπτωση, τις πολιτιστικές νησίδες της διαφορετικότητας που δεν έχουν καταναλωτική αξία, και αντιτάσσονται στα αιχμηρά καπιταλιστικά πρότυπα ενός εκδημοκρατισμού που έμεινε στάσιμος από τον 19ο αιώνα.

2.
Ανέκαθεν ως Έλληνες μπερδεύουμε το έθνος με το κράτος.

Άλλωστε, η «σύγχυση» ξεκίνησε από τα γεννοφάσκια του (νεο)ελληνικού κράτους με το την Ελληνική Επανάσταση. Δύση ή Ανατολή, Ευρώπη ή Ρωσία (κατόπιν Σοβιετική Ένωση και πάλι Ρωσία), Ορθοδοξία ή δυτικισμός, Κολοκοτρώνης ή Μαυροκορδάτος, Μεγάλη Ιδέα ή εκσυγχρονισμός, Ευρωπαϊκή Ένωση ή Πανορθοδοξία; Ενα δίλημμα που σηματοδοτεί την πορεία της νεοελληνικής ιστορίας από τότε που ιδρύθηκε.

Το πρόβλημά είναι ότι η συγκομιδή του Έλληνα δεν πολύ-ταιριάζει με τον κρατικισμό. Και επανερχόμαστε στους Έλληνες πέρα από τα κρατικά σύνορα της Ελλάδας.

Ίσως η «ανταλλακτική» εξω-ελλαδική κρατική ιδιότητα των Ελληνοκυπρίων να εκδηλώνει μια συνοχή πλησιέστερη στην Ελληνο-Αυστραλιανή διασπορική εμπειρία.

Το δίλλημα των Ελληνοκυπρίων οδήγησε σε επιλογές, περιπέτειες και ρήξεις με αποτέλεσμα να προστεθεί στη λιτανεία των «χαμένων πατρίδων» η βόρεια Κύπρος.

Η προσήλωσή μας προς τα «Εθνικά Κέντρα» –και κάθε κέντρα γι’αυτό το λόγο– θα δει μετα-εισβολικά και μετα-πραξικοπηματικά τον Κύπριο ποιητή Μιχάλη Παρσιαρδή –που πέθανε πρόσφατα, τιμής ένεκεν– να αφουγκραστεί παραπονετικά: «Είμαστε Έλληνες.

Δεν καρτερούμε τίποτα,/τίποτα απ’ την Αθήνα./Είμαστε Έλληνες,/Έλληνες του πικρού καιρού/και της Απελπισίας.» («Ο Δρόμος της Ποίησης, Β´» 1976).

Έχει μια καβαφική και συνάμα σεφερική πικρο-γεύση το ποίημα. Θαρρώ ότι το είχα ξανά δηλώσει –κάπου, κάποτε– ότι ο Ελληνισμός στην Κύπρο δοκιμάζεται σε καθημερινή βάση.

Προς αποφυγή παρεξήγησης, όχι όπως το φαντάζονται ορισμένοι. Όπως δοκιμάζεται και στη Διασπορά. Είναι επόμενο ότι αυτό που μας απασχολεί θα’ναι αυτό που μας «ενώνει».

3.
Ως Έλληνες έχουμε μια ιδιαίτερη σχέση με το χρόνο-χώρο.

Με τόπους, με χρονολογικές καμπές, που καταλήγουν, ποικιλότροπα, στο αδιέξοδο της ανάμνησης.

Και εδώ ανακαλώ τον αγαπημένο μου δίσκο του Παντελή Θαλασσινού, «Ο Άγιος Έρωτας»: «Εκεί που σβήνει η μνήμη, κι αρχίζει να ξεχνά,/αυτός ο τόπος μόνο, δεν είναι πουθενά,/Κανένας δεν τον ξέρει, και δεν τον μελετά/μ’ αυτός που υποφέρει, τον ψάχνει και ρωτά.» («Ο τόπος», MBI, 2001, Στίχοι: Ηλίας Κατσούλης).

Μνεία σε συλλογικές επετείους από τις προσωπικές παρυφές του συναισθηματισμού, ψηλαφώντας αδέξια ένα ξεχασμένο ρεμπέτικο απόηχο που ακούγαμε κάποτε παιδιά.

πως λέει και ένα άλλο τραγούδι: «Τι ‘ναι αυτό που μας ενώνει/μας χωρίζει μας πληγώνει/είναι ο χρόνος που τελειώνει/και ξανά μένουμε μόνοι……», και αφού είχε προηγηθεί το ρεφραίν: «Για να σε βρω στης Σμύρνης την άσβεστη φωτιά/να μου φανερώνεις του Αιγαίου τα μυστικά/να μου τραγουδήσεις πράγματα γνωστά/και να νιώθω πως σε ξέρω από παλιά.»

(«Τι είναι αυτό που μάς ενώνει», από το δίσκο «Νυχτερινός περίπατος στην Ιερά οδό», έτος κυκλοφορίας 1997, στιχουργός: Φίλιππος Πλιάτσικας, συνθέτης: Dragic Sasa).

Μελβούρνη

1η Ιουνίου 2021