Με βάση αναντίλεκτες πρωτογενείς φιλολογικές μαρτυρίες, στόχος του άρθρου είναι να δείξει την αντίθεση ανάμεσα στην εκπεφρασμένη εθελοδουλία της Εκκλησίας απέναντι στον Οθωμανό Τούρκο, από τη μια μεριά, και από την άλλη την ηρωική εθελοθυσία των μαρτύρων της ελευθερίας του Γένους των Ελλήνων.

Πρώτα όμως να αποσαφηνίσουμε τους όρους της επικεφαλίδας του άρθρου, «αμιράς» και «Τουρκορρωμαίος».
Ως μη εξ επαγγέλματος μεσαιωνολόγος ή μεσαιωνοδίφης, κατέφυγα στο εύογκο «Λεξικό Μπαμπινιώτη», το οποίο – δυστυχώς – δεν με βοήθησε.

Στο «Λεξικό Κριαρά» βρήκα μία αχτίδα φωτός, μόνο ως προς τη λέξη «αμιράς», η οποία (από το αραβικό «amir») σημαίνει «άρχοντας», τίτλος πολοτικο-στρατιωτικός («Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας», σχετικό λήμμα).

Ως προς τη σύνθετη λέξη «Τουρκορρωμαίος» (με αυτή την ορθογράφηση) η εύρεση της σημασίας της στα λεξικά, μου φάνηκε, αν όχι ανέφικτη, τουλάχιστον δυσέφικτη.

Την πρωτοσυνάντησα σε κείμενα των καθηγητών Απόστολου Βακαλόπουλου και Ιωάννη Χασιώτη (τον πρώτο, χρόνια τώρα, όταν συνέγραφα τη διδακτορική μου διατριβή, τον είχα σηκώσει από το κρεβάτι του, νύχτα, μη υπολογίζοντας σωστά τη διαφορά ώρας Αυστραλίας-Ελλάδας, για να μου λύσει μία απορία!). Τα εν λόγω κείμενα είναι τα ακόλουθα:

1. «Ότι ο Μωάμεθ ο Πορθητής αισθάνθηκε τόσο έντονα τη γοητεία της βυζαντινής βασιλεύουσας . . . , ώστε να λάβη σοβαρά υπ’ όψη του τις παροτρύνσεις του Γεωργίου Τραπεζουντίου και να γίνη αληθινός «αμιράς Τουρκορρωμαίων», παραμένει από έλλειψη στοιχείων μόνο μια σαγηνευτική υπόθεση» (Βακαλόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», Εκδοτική Αθηνών 1975, τόμ. Ι’, σελ. 23-4).

2. «Ο Μεχμέτ Β’ προσπάθησε να αξιοποιήσει τη λαμπρή βυζαντινή παράδοση, χρησιμοποίησε τον ενδεικτικό τίτλο «αμιράς Τουρκορρωμαίων», υιοθέτησε την ελληνική ως επίσημη διπλωματική γλώσσα του κράτους και δεχόταν – ή προσποιόταν ότι δεχόταν – με ικανοποίηση τις προτάσεις των Ελλήνων για συνεργασία» (Χασιώτης, ό.π. σελ. 248).

Ο Βακαλόπουλος (φαίνεται να) δείχνει δύο πράγματα: α) ότι ο Γεώργιος Τραπεζούντιος είναι ο ονοματουργός της λέξης «Τουρκορρωμαίος», και β) ότι δεν είναι βέβαιο αν ο τίτλος «αμιράς Τουρκορρωμαίων» χρησιμοποιήθηκε από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή. Να σημειώσω εδώ ότι το χάλκινο μετάλλιο που απεικονίζει τον Πορθητή ως «BIZANTII IMPERATORIS» («αυτοκράτορα των Βυζαντινών»), δεν αποτελεί αδιάσειστο στοιχείο, δεδομένου ότι ο όρος «Βυζάντιοι» δεν είναι ταυτόσημος με τον όρο «Τουρκορρωμαίοι». Ο Χασιώτης όμως δείχνει ότι ο Πορθητής έχει χρησιμοποιήσει τον τίτλο «αμιράς Τουρκορρωμαίων».

Προσωπικά, επειδή δεν έχω διαβάσει το σύγγραμμα του καθηγητή Γιώργου Ζώρα, με τίτλο «Γεώργιος ο Τραπεζούντιος και αι προς ελληνοτουρκικήν συνεννόησιν προσπάθειαι αυτού» (Αθήνα 1954), δεν έχω ξεκάθαρη θέση επ’ αυτού.

Ωστόσο, έχω υπόψη την άποψη (δεν την έχω όμως δει επιβεβαιωμένη) ότι ο Γεώργιος ο Τραπεζούντιος, λίγες μέρες μετά την Άλωση της Πόλης (γύρω στον Ιούλιο), πρότεινε στον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή, μέσω ενός σύντομου συγγράμματος, τη θεάρεστη κίνηση να ενωθούν οι Τούρκοι μουσουλμάνοι με τους Ρωμαίους (Ρωμιούς) χριστιανούς, και να γίνουν «Τουρκορρωμαίοι», δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στις δύο αβρααμικές μονοθεϊστικές θρησκείες.

Αυτό όμως που είναι απόλυτα επιβεβαιωμένο, είναι η συγγραφή ενός συγγράμματος (το 1798), με τον σχοινοτενή τίτλο «Διδασκαλία πατρική συντεθείσα υπό του μακαριωτάτου πατριάρχου της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ κυρ Ανθίμου εις ωφέλειαν των ορθοδόξων χριστιανών».

Επιπλέον, στο εξώφυλλο διαβάζουμε την αφιέρωση: «Τοις εντευξομένοις, Άνθιμος ελέω Θεού πατριάρχης της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ και πάσης Παλαιστίνης». Το σύγγραμμα αυτό, μεταξύ άλλων (inter alia) λέει:

«Ιδέτε λαμπρότατα τι οικονόμησεν ο άπειρος εν ελέει και πάνσοφος ημών Κύριος, δια να φυλάξη και αύθις αλώβητον την αγίαν και ορθόδοξον πίστην ημών των ευσεβών, και να σώσει τους πάντας. Ήγειρεν εκ του μηδενός την ισχυράν αυτήν βασιλείαν των Ωθωμανών αντί της των Ρωμαίων ημών βασιλείας…, και ύψωσε την βασιλείαν αυτήν των Ωθωμανών περισσότερον από κάθε άλλην, δια να αποδείξη αναμφιβόλως ότι θείω εγένετο βουλήματι, και όχι με δύναμιν των ανθρώπων, και να πιστοποιήση πάντας τους πιστούς, ότι με αυτόν τον τρόπον ευδόκησε να οικονομήση μέγα μυστήριον, την σωτηρίαν δηλαδή εις τους εκλεκτούς του λαούς.

Κατέστησε λοιπόν εφ’ ημάς ο παντοδύναμος Κύριος αυτήν την υψηλήν βασιλείαν («ουκ έστι εξουσία, ει μη από Θεού»), δια να ήναι εις μεν τους Δυτικούς ωσάν ένας χαλινός, εις δε τους Ανατολικούς ημάς πρόξενος σωτηρίας» (σελ. 10-12).

Σαφέστατος εδώ ο πατριάρχης Άνθιμος: πληροφορεί τον Ρωμαίο (Ρωμιό) ορθόδοξο χριστιανό ότι ο Θεός «ύψωσε» τη βασιλεία των Οθωμανών, για δύο λόγους: α) για να σωθούν οι ορθόδοξοι χριστιανοί, και β) για να χαλιναγωγηθούν οι Δυτικοί. Επιπλέον, ο «θείω βουλήματι» βασιλιάς των Οθωμανών (Μεχμέτ Β’) χάρισε στους ορθόδοξους χριστιανούς «πάσαν την ελευθερίαν, εις το να ανοικοδομώσιν εκκλησίας».

Κ’ ενώ οι ορθόδοξοι χριστιανοί όδευαν προς τη σωτηρία τους, αιφνιδιαστικά έρχεται πάλι ο Διάβολος (πώς γαρ ού;) με μία καινούργια «αμαρτία», που ονομάζεται «ελευθερία»! Πρόκειται για μία «νεοφανή και έντεχνη παγίδα»! Διαβάζουμε:

«… δια να εκτραχηλήση [ο Διάβολος], και αύθις να φέρει εις απώλειαν τους εγκαταλειφθέντας εκλεκτούς πιστούς, εμεθοδεύθη εις τον τρέχοντα αιώνα μίαν άλλην πονηρίαν και απάτην ξεχωριστήν, δηλαδή το νυν θρυλούμενον σύστημα της ελευθερίας…» (σελ. 13).

Με την «ψευδή και ανύπαρκτον ελευθερίαν του παρόντος βίου» να έρχεται καλπάζοντας, το ορθόδοξο χριστιανικό ποίμνιο πρέπει ν’ αντιδράσει, αλλά πώς; Απλά, να φράξει τα αφτιά του και να μη δώσει «καμμίαν ακρόασιν εις ταύτας τας νεοφανείς ελπίδας της ελευθερίας» (σελ. 14).

Όταν οι πιο πάνω φλήναφοι του πατριάρχη Άνθιμου, περί «υψηλής βασιλείας» των Οθωμανών και περί σωτηρίας των ορθοδόξων χριστιανών μέσω αυτής της «θείω βουλήματι» βασιλείας, υπέπεσαν στην αντίληψη του εν Ρώμη διατρίβοντος τότε Αδαμάντιου Κοραή, ο σπουδαίος αυτός φιλόπατρις λόγιος και διαφωτιστής αντέδρασε μ’ ένα ανώνυμο συγγραμμάτιο, που φέρει τον (ομοίως σχοινοτενή) τίτλο:

«Αδελφική διδασκαλία προς τους ευρισκομένους κατά πάσαν την Ωθωμανικήν επικράτειαν Γραικούς», και με τη διασάφηση: «Εις αντίρρησιν της ψευδωνύμως εν ονόματι του Μακαριωτάτου Πατριάρχου Ιεροσολύμων εκδοθείσης εν Κωνσταντινουπόλει Πατρικής Διδασκαλίας» (Ρώμη 1798).

Παρατηρούμε εδώ ότι ο Κοραής αμφιβάλλει αν ο κάλαμος, από τον οποίο ξεπήδησε η «Πατρική Διδασκαλία», ήταν του πατριάρχη Άνθιμου. Διότι, κατά τον Κοραή, ο συγγραφέας ενός τέτοιου «μωρού συγγράμματος» πρέπει να έχει χάσει «παντελώς τας φρένας» ή να «μετεσχηματίσθη εκ ποιμένος εις λύκον» (σελ. iii-iv).

Ο Κοραής ανησυχεί μήπως οι Ευρωπαίοι, «αναγνόντες αυτό [το σύγγραμμα] κατά τύχην, συμπεράνωσιν, ότι τοιαύτα είναι όλων των Γραικών τα φρονήματα, ότι είμεθα όχι μόνον δούλοι, αλλά και φίλοι της δουλείας, όχι μόνον δέσμιοι, αλλ’ ότι και καυχώμεθα εις τα δεσμά . . .».

Και παροτρύνει: «Ανάγκη λοιπόν είναι να κηρύξωμεν εις όλην την Οικουμένην (αντιλέγοντες εις το μωρόν τούτο σύγγραμμα) ότι το κατά των τυράννων μίσος είναι ριζωμένον εις τας ημετέρας καρδίας…» (ό.π.).

Τη στιγμή που ο Κοραής έγραφε αυτές τις αράδες (το 1798), κάποιοι άλλοι Έλληνες ήρωες επαναστάτες σφαγιάζονταν από το χέρι και το μαχαίρι του Οθωμανού Τούρκου. Ιδού πώς το θέτει:

«Παρίστανται ίσως ταύτην την ώραν δέσμιοι έμπροσθεν του τυράννου οι γενναίοι ούτοι της ελευθερίας μάρτυρες. Ίσως ταύτην την ώραν καταβαίνει εις τας ιεράς κεφαλάς των η μάχαιρα του δημίου, εκχέεται το γενναίον ελληνικόν αίμα από τας φλέβας των, και ίπταται η μακαρία ψυχή των, δια να υπάγη να συγκατοικήση με όλων των υπέρ ελευθερίας αποθανόντων τας αοιδίμους ψυχάς» (σελ. iv-v).

Αναμφίβολα, εδώ ο Κοραής είχε στο νου του την αναπόδραστη υπέρ της ελευθερίας θυσία του Ρήγα Φεραίου και των ομοϊδεατών συντρόφων του. Και καταλήγει, συμβουλεύοντας:

«Μήτε πυρ, μήτε σίδηρος ψυχράνη ποτέ εις τας ημετέρας καρδίας την διάπυρον της ελευθερίας αγάπην, το άσπονδον κατά της τυραννίας μίσος.

Έχετε πάντοτε έμπροσθεν των οφθαλμών τα πάνδεινα κακά, όσα καθ’ εκάστην υποφέρετε από τον άγριον έθνος των Τούρκων, και ενθυμείσθε όσα έλεγον οι ημέτεροι πρόγονοι, παροξύνοντες αλλήλους κατά των Περσών – ώ παίδες Ελλήνων, ίτε / Ελευθερούτε πατρίδ, ελευθερούτε δε / Παίδας, γυναίκας, νεών τε πατρώων έδη, / Θήκας τε προγόνων. Νυν υπέρ πάντων αγών».

Η αντίθεση λοιπόν είναι πασιφανής (φανερή τοις πάσι): Από τη μία μεριά έχουμε τους ενθρονισμένους, μη αποχειροβίωτους πατριάρχες να διατυμπανίζουν την «θείω βουλήματι» βασιλεία των Οθωμανών ως «υψηλήν» και «σωτήρια», και από την άλλη έχουμε τους φιλοπάτριδες αγωνιστές και μάρτυρες της ελευθερίας του Γένους των Ελλήνων να σφαγιάζονται από τον Οθωμανό Τούρκο, προτού ακόμη ακουστεί το πρώτο τουφέκι της Επανάστασης.
Όχι, το επαναστατικό μανιφέστο του Ρήγα δεν ήταν κείμενο «πλήρες σαθρότητος», όπως το χαρακτήρισαν οι πατριάρχες, ούτε η υπόθεση της ελευθερίας, υπόθεση του Διαβόλου!

Το μόνο που ο Διάβολος φαίνεται να είχε καταφέρει τότε, ήταν αυτό που είπε ο Κοραής: να μετασχηματίσει τον ποιμένα σε λύκο!