Το στοιχειώδες δικαίωμα για αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής εκατοντάδων Κυπρίων εκτοπισμένων του 1974, ιδιαίτερα ηλικιωμένων που είναι «φυλακισμένοι» σε διαμερίσματα των παλιών προσφυγικών συνοικισμών και οι προσδοκίες των ξένων προσφύγων για μια αποτελεσματική προστασία τους στη χώρα μας αναδεικνύει η σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων του ΟΗΕ που τιμάται κάθε χρόνο στις 20 Ιουνίου.
Ενώ τα τελευταία χρόνια περισσότεροι από 80 εκατομμύρια άνθρωποι διεθνώς έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους λόγω πολέμων και διώξεων και ν’ αναζητήσουν ασφάλεια είτε σε άλλες περιοχές στη χώρα τους ή σε άλλες χώρες, μήνυμα ελπίδας, δύναμης, καρτερίας και συμπαράστασης στους απανταχού πρόσφυγες και ιδιαίτερα στον προσφυγικό κόσμο της Κύπρου στέλνει μέσω του «Φ» ο πρόεδρος της Παγκύπριας Ένωσης Προσφύγων Χρίστος Χατζημανώλης.
Εξάλλου, η τέως βουλευτής του ΑΚΕΛ και πρόεδρος της κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προσφύγων, Εγκλωβισμένων, Αγνοουμένων και Παθόντων στην προηγούμενη Βουλή, Σκεύη Κουκουμά, καταγγέλλει απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις μας ότι τα τελευταία 8 χρόνια της παρούσας διακυβέρνησης «ο προσφυγικός κόσμος που ζει στους συνοικισμούς έχει εγκαταλειφθεί».
Στοιχεία και αριθμούς σε σχέση με την κατάσταση που επικρατεί στους προσφυγικούς συνοικισμούς δίνει στην εφημερίδα μας ο διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, Κυριάκος Κούνδουρος, απαντώντας σε ερωτηματολόγιο για τα προβλήματα των Κυπρίων εκτοπισμένων που διαμένουν για περισσότερα από 40 χρόνια μέχρι σήμερα σε κυβερνητικούς συνοικισμούς.
Από την πλευρά της η Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες στην Κύπρο (UNHCR) που έχει παρουσία, προσφορά και συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία από τον μαύρο Αύγουστο του 1974, διαμηνύει ότι η πρωταρχική λειτουργία της σήμερα είναι «να στηρίξει την Κυβέρνηση στην περαιτέρω ανάπτυξη και ενίσχυση του νομοθετικού της πλαισίου, καθώς και των διαδικασιών και εξουσιών που θα διέπουν ένα σύστημα προστασίας προσφύγων, πλήρως εναρμονισμένο με τα διεθνή πρότυπα».
«Το πρόβλημα με τους παλιούς κυβερνητικούς συνοικισμούς είναι ότι κατοικούνται μόνο από ηλικιωμένους πρόσφυγες της τουρκικής εισβολής του 1974, όλους πάνω από 70 χρόνων κι αυτό συμβαίνει και στον δικό μας συνοικισμό» ανέφερε στον «Φ» ο κοινοτάρχης του συνοικισμού Στρόβολος 3 Παναγιώτης Παρανής από την κατεχόμενη Κάτω Ζώδια, ράφτης στο επάγγελμα.
«Κατοικώ στον συνοικισμό από το 1977 για 44 χρόνια, τα 30 από τα οποία είμαι κοινοτάρχης και σας πληροφορώ ότι από τις 3-4 χιλιάδες εκτοπισμένους που κάποτε κατοικούσαν εδώ, έμειναν σήμερα γύρω στους 500, που είναι ηλικιωμένοι της πρώτης γενιάς προσφύγων. Εγώ ήρθα εδώ με δύο παιδιά που τότε ήταν 3 χρόνων (ο γιος μου) και 6 μηνών (η κόρη μου), τα μεγάλωσα, τα πάντρεψα και έφυγαν από τον συνοικισμό.
Και αυτό συμβαίνει σε όλους τους συνοικισμούς, όπου δεν υπάρχουν νέα ζευγάρια, αφού τα παιδιά των προσφύγων της πρώτης γενιάς έχουν φύγει και έκαναν τις οικογένειες τους αλλού. Έπρεπε οι εκάστοτε κυβερνήσεις να ενθαρρύνουν και να δίνουν κίνητρα στα νέα ζευγάρια για να μένουν στους συνοικισμούς. Αντί αυτού και επειδή έχουν τίτλους ιδιοκτησίας τα παιδιά των πρώτων ενοίκων, όταν αυτοί πεθάνουν πωλούν ή ενοικιάζουν τα διαμερίσματα σε ενδιαφερόμενους ξένους και έτσι τα νέα ζευγάρια που μένουν στον συνοικισμό είναι κυρίως Ρουμάνοι και Βούλγαροι.
Για να καταλάβετε, κάθε οδός του συνοικισμού μας, έχει 4-5 σπίτια ενοικιασμένα ή αγορασμένα από ξένους και σε λίγα χρόνια μόνο ξένοι θα κατοικούν στους συνοικισμούς». Πρόσθεσε ότι ως αποτέλεσμα της εγκατάλειψης και της υποβάθμισης του χώρου, τα περισσότερα εμπορικά καταστήματα του συνοικισμού είναι κλειστά.
«Τα μοναδικά καταστήματα που λειτουργούν εδώ τώρα», είπε, «είναι ένας φούρνος, ένα κομμωτήριο, ένα κατάστημα ειδών προίκας και το δικό μου ραφτάδικο, που το ανοίγω μόνο μέχρι το μεσημέρι αφού δεν υπάρχει δουλειά, δεν υπάρχουν πελάτες, δεν υπάρχει ζωή ή εμπορική κίνηση. Έτσι οι ενοικιαστές αυτών των χώρων, τους έχουν κλειστούς αφού δεν μπορούν να πληρώνουν στο κράτος ούτε τα ενοίκια που οφείλουν».
Απαντώντας σε σχετική μας ερώτηση ο κ. Παρανής μας ενημέρωσε ότι «οι περισσότερες πολυκατοικίες του συνοικισμού επιδιορθώθηκαν τα τελευταία 5-6 χρόνια από το Τμήμα Πολεοδομίας και ενισχύθηκαν με ανελκυστήρες. Μόνο πέντε πολυκατοικίες έμειναν χωρίς ασανσέρ στην οδό Δωδεκανήσου και στην οδό Επαμεινώνδα».
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ Η ΣΤΕΓΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
«Παρόλο ότι πέρασαν 47 ολόκληρα χρόνια και η τούρκικη κατοχή συνεχίζεται, ο προσφυγικός μας κόσμος δεν έχει παύσει να αγωνίζεται για επιστροφή στις πατρογονικές του εστίες», αναφέρει σε μήνυμα του μέσω του «Φ» ο πρόεδρος της Παγκύπριας Ένωσης Προσφύγων, Χρίστος Χατζημανώλης.
Προσθέτει τα ακόλουθα: «Το δικαίωμα της επιστροφής των προσφύγων δεν είναι απλά η ανάκτηση περιουσίας, αλλά αφορά την έννοια της πατρογονικής εστίας, τις ρίζες, τις οικογενειακές και πολιτισμικές καταβολές στο χώρο της φυσικής καταγωγής του κάθε πολίτη. Η Τουρκία κλιμακώνει επικίνδυνα την επιθετικότητα της και συνεχίζει να παραβιάζει συστηματικά τη διεθνή νομιμότητα.
Η Παγκύπρια Ένωση Προσφύγων εκφράζει την αγωνία της για τις κακόβουλες ενέργειες της Τουρκίας, ζητά όπως ληφθούν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για αποτροπή των παράνομων τουρκικών σχεδίων για εποικισμό της Αμμοχώστου και διακηρύσσει τη θέληση και την αποφασιστικότητα της για εξεύρεση μιας δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης του Κυπριακού η οποία να διασφαλίζει τον τερματισμό της κατοχής, τα επεμβατικά δικαιώματα, τις ξένες εγγυήσεις και την απομάκρυνση των τούρκικων κατοχικών στρατευμάτων.
Αυτό θα αποτελούσε και τη μόνιμη λύση του προσφυγικού ζητήματος της Κύπρου. Το θέμα της στέγασης όλων των προσφύγων πρόβαλε έντονα ως ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα ταυτόχρονα με αυτό της διακρίβωσης της τύχης των αγνοουμένων προσώπων. Οι προσφυγικοί καταυλισμοί δεν μπορούν να αντέξουν εσαεί στις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Τα προβλήματα στις εγκαταστάσεις αυτού του είδους είναι πάρα πολλά.
Η ποιότητα ζωής των προσφύγων συμπατριωτών μας είναι πέραν από τραγική.
Από το 1975 άρχισε ο προγραμματισμός και ο σχεδιασμός από το τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως προγραμμάτων στέγασης. Η ριζική αλλαγή των σχεδίων στέγασης των προσφύγων άρχισε από τις αρχές του 1975 με τη δημιουργία κυβερνητικών οικισμών για μετακίνηση βάσει εισοδηματικών κριτηρίων όσων από αυτούς είχαν αρχικά τακτοποιηθεί προσωρινά σε αντίσκηνα και άλλους χώρους.
Συμπληρωματικά να αναφερθεί ότι πέραν των 5 χιλιάδων προσφυγικών οικογενειών έχουν στεγασθεί σε τουρκοκυπριακές κατοικίες. Την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση του 2013 αναπτύχθηκαν και εξελίχθηκαν σημαντικά τα προγράμματα στέγασης των προσφύγων με κύριο χαρακτηριστικό την αναδόμηση κυβερνητικών οικισμών, παραχώρηση κυβερνητικών οικοπέδων σε οικισμούς αυτοστέγασης και οικονομική βοήθεια για ανέγερση κατοικίας, παραχώρηση οικιστικών μονάδων σε οικονομικά ασθενέστερες οικογένειες σε κυβερνητικούς οικισμούς.
Παράλληλα αυξήθηκαν σημαντικά τα ποσά που παραχωρούνταν για σκοπούς ανέγερσης ή αγοράς ιδιόκτητης κατοικίας. Σήμερα μερικά από τα πιο πάνω έχουν ανασταλεί και επί του παρόντος λειτουργούν τα πιο κάτω σχέδια στέγασης προσφύγων για κάλυψη στεγαστικών αναγκών κύρια νεαρών ζευγαριών – παραχώρηση στεγαστικής βοήθειας για αγορά διαμερίσματος/κατοικίας, παραχώρηση στεγαστικής βοήθειας για ανέγερση κατοικίας σε ιδιόκτητο οικόπεδο, παραχώρηση στεγαστικής βοήθειας για επιδιόρθωση οικιστικής μονάδας.
Σημαντική κατάκτηση των εκτοπισμένων υπήρξε η ίδρυση και λειτουργία του Φορέα Ίσης Κατανομής Βαρών που κατάφερε εν μέσω δυσκολιών να αποκαταστήσει εν μέρει την φερεγγυότητα τους με παραχώρηση χαμηλότοκων δανείων, στη βάση υποθήκευσης των περιουσιών τους που κατέχονται σήμερα από τα τουρκικά στρατεύματα, που βοήθησαν στην επαναδραστηριοποίηση και στις σπουδές μελών των οικογενειών τους.
Η Παγκύπρια Ένωση Προσφύγων αποτέλεσε και θα αποτελεί την εμπροσθοφυλακή του αγώνα για απαλλαγή από την τουρκική κατοχή και για διασφάλιση του δικαιώματος επιστροφής των προσφύγων σε ένα επανενωμένο ομόσπονδο κράτος σε συνθήκες ασφάλειας. Παράλληλα και όσο η αποκατάσταση των προσφύγων στα σπίτια και τις περιουσίες τους δεν είναι εφικτή, η ΠΕΠ θα συνεχίσει να προασπίζεται τα δικαιώματα και τα συμφέροντα τους και θα διεκδικεί μέτρα για την στέγαση, την κοινωνική μέριμνα και ανακούφιση τους».
ΑΠΟ ΤΟ 1974 ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ Η ΥΠΑΤΗ ΑΡΜΟΣΤΕΙΑ
Σε σημείωμα της στον «Φ» για το ιστορικό υπόβαθρο της παρουσίας της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο από το 1974, η λειτουργός ενημέρωσης της UNHCR Αιμιλία Στροβολίδου υπενθυμίζει ότι στις 10 Αυγούστου 1974 ο τότε Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, Κουρτ Βάλντχαϊμ, ανακοίνωσε τον διορισμό του Σαντρουντίν Αγά Χαν τότε Ύπατου Αρμοστή του ΟΗΕ, ως συντονιστή της ανθρωπιστικής βοήθειας για την Κύπρο.
Λίγες μέρες μετά τον διορισμό, ο Ύπατος Αρμοστής και δύο υπάλληλοι της Ύπατης Αρμοστείας έφτασαν στο νησί προκειμένου να αποτιμήσουν από πρώτο χέρι τις πιο επείγουσες ανάγκες βοήθειας. Μια αρχική έκκληση για $22 εκατομμύρια έγινε από τον Ύπατο Αρμοστή τον Σεπτέμβριο, προκειμένου να καλυφθούν επείγουσες ανάγκες στέγασης και διατροφής, και για οικιακό και κοινοτικό εξοπλισμό.
Μέχρι τον Δεκέμβριο του 1974, ο στόχος των $22 ξεπεράστηκε, καθώς η συνολική αξία των εισφορών ανήλθε στα $23,4 εκατομμύρια. Τα τρία πρώτα χρόνια της επιχείρησης έκτακτης ανάγκης στην Κύπρο, η Υ.Α. του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες εκταμίευσε περισσότερα από $83 εκατομμύρια για ανθρωπιστική βοήθεια προς τους εκτοπισμένους πληθυσμούς και των δύο κοινοτήτων.
Τα κεφάλαια για τα προγράμματα βοήθειας είχαν παρασχεθεί κυρίως από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, ενώ η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα πρόσφερε τρόφιμα. Μέχρι το 1998 οι ανάγκες ανθρωπιστικής βοήθειας για τους εσωτερικά εκτοπισμένους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους είχαν μειωθεί και η ευθύνη για τη συνέχιση των αναπτυξιακών προγραμμάτων μεταφέρθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία σε άλλες υπηρεσίες του ΟΗΕ υπεύθυνες για αναπτυξιακά προγράμματα.
To 1998 άρχισαν να φτάνουν στο νησί βάρκες με μεγάλους αριθμούς αιτητών ασύλου και μεταναστών.
Υπήρχε επίσης σημαντική αύξηση στον αριθμό των αιτητών ασύλου ως αποτέλεσμα του πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Λόγω έλλειψης εθνικής νομοθεσίας για τη χορήγηση ασύλου και των απαραίτητων θεσμικών διευθετήσεων και εξουσιών, οι λειτουργικές ευθύνες για την καταγραφή των αιτητών ασύλου που έφταναν στο νησί από άλλες χώρες, καθώς και η εξέταση των αιτήσεών τους για καθεστώς πρόσφυγα, είχαν περιέλθει στην ‘Υπατη Αρμοστεία.
Σταδιακά η κυπριακή κυβέρνηση με την βοήθεια της Ύπατης Αρμοστείας άρχισε να αναπτύσσει νομοθετικό πλαίσιο και τις απαραίτητες διαδικασίες και δυνατότητες για ένα πρόγραμμα προστασίας προσφύγων σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα.
*Πηγή: Φιλελεύθερος.