Όπως επισημάναμε σε προηγούμενο άρθρο μας [βλ. «Νεοσύστατο ελληνικό Κράτος και απόδημος ελληνισμός: Το ιστορικό ενός ολέθριου ρήγματος (1844-2021), «Ν.Κ.», 3-6-2021], «ο Ελληνισμός της Διασποράς υπήρξε πρόδρομος και πρωτοστάτης του Εθνοαπελευθερωτικού Αγώνα του 1821 [η δε] η συμβολή του διασπορικού Ελληνισμού στην Επανάσταση του ’21 υπήρξε καθοριστική και ανεκτίμητη, καθώς χωρίς αυτόν η τύχη της Παλιγγενεσίας θα ήταν άγνωστη».

Ωστόσο, η Εθνεγερσία του ’21 δεν επήλθε ως κεραυνός εν αιθρία. Αντιθέτως, υπήρξε προϊόν πολύχρονων προβληματισμών και διεργασιών, κυρίως κατά την περίοδο των προεπαναστατικών χρόνων.

Όταν δηλαδή είχαν ωριμάσει οι συνθήκες και είχε συνειδητοποιηθεί και εδραιωθεί η πεποίθηση στο υπόδουλο ελληνικό γένος ότι έπρεπε οπωσδήποτε να απαλλαγεί από τα δεσμά της μακρόχρονης δουλείας γιατί δικαιούτο να ζήσει ελεύθερα όπως και η υπόλοιπη «φωτισμένη» Ευρώπη.

Εξού και η εθνική «αφύπνιση» και Αναγέννηση του Ελληνισμού εκδηλώθηκε από μια σειρά πρόωρων κινημάτων κι εξεγέρσεων που δυστυχώς καταπνίγηκαν στο αίμα. Σ’ αυτή την «αφύπνιση» και Αναγέννηση πρωταγωνιστικό ρόλο διεδραμάτησε η οργανωμένη Ελληνική Διασπορά με τις κοινότητές της και, κυρίως, οι πραματευτάδες της.

Η Εθνεγερσία κι εθνική Αναγέννηση είχε εξαρχής (από το 1760) ως μπούσουλα το «φωτισμό» της αρχαιογνωσίας, αυτόν της Ορθόδοξης παράδοσης και τις ιδέες του Διαφωτισμού. Όπως καταδείξαμε στο άρθρο μας «Ο πρωταγωνιστικός ρόλος του Κλήρου στην Ελληνική Επανάσταση (Μέρος Α΄), εφ. Νέος Κόσμος, 1.4.2021 και Μέρος Β΄), εφ. «Νέος Κόσμος», 3.4.2021, η συμβολή του Κλήρου της Διασποράς (και όχι μόνο) υπήρξε πολυτιμότατη στη συσπείρωση των Ελλήνων, χάρη στο πνευματικό κύρος και την επιρροή που ασκούσε στο υπόδουλο γένος, την Υψηλή Πύλη, τους Έλληνες πραματευτάδες, τους ξένους πολιτικούς και άλλους παράγοντες.

Διότι από αρκετά νωρίς ο διασπορικός ελληνισμός συνειδητοποίησε ότι η απελευθέρωση της σκλαβωμένης πατρίδας του αφορούσε και τον ίδιο – έστω κι αν δεν ζούσε στον κατακτημένο ελλαδικό χώρο – νιώθοντας την επιτακτική ανάγκη να συμβάλει με οιονδήποτε τρόπο σ’ αυτόν τον υπέρ πάντων Αγώνα.

Στα σημαντικότερα πνευματικά κέντρα της Ελληνικής Διασποράς συμπεριλαμβάνονται τα εξής: Κατ’ αρχήν η Βιέννη ήταν το σημαντικότερο πνευματικό και οικονομικό κέντρο της Ευρώπης κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα, οι δραστηριότητες της οποίας κάλυπταν την κεντρική και ανατολική Ευρώπη κι έφταναν έως την Οδησσό.

Σ’ αυτόν το χώρο των επαναστατικών ζυμώσεων δραστηριοποιείτο και ο πρωτεργάτης της Επανάστασης Ρήγας Βελεστινλής (γνωστότερος ως «Φερραίος», αν και αυτό δεν ήταν το πραγματικό του όνομα) ο οποίος ήταν διαφωτιστής, συγγραφέας, εκδότης, επαναστάτης και μάρτυρας. Η Βιέννη κατέστη επίκεντρο της «νεωτερικής» εκδοτικής δραστηριότητας και πόλος έλξης Ελλήνων φοιτητών. Στην Αυστρουγγαρία ζούσαν 90.000 Έλληνες το 1811, σύμφωνα με γραπτά στοιχεία του Ιωάννη Καποδίστρια.

Το Βουκουρέστι, πρωτεύουσα της Βλαχίας, υπήρξε άλλο ένα σημαντικό πνευματικό κέντρο της Ελληνικής Διασποράς, λόγω της «Ακαδημίας» του που λειτουργούσε από την τελευταία δεκαετία του 17ου αιώνα.

Στη Μολδαβία και Βλαχία άνθησε επίσης το ελληνικό στοιχείο, επειδή από τη δεύτερη δεκαετία του 18ου αιώνα η Υψηλή Πύλη διόριζε εκεί σε ηγεμονικές θέσεις οικογένειες απ’ την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να τις ελέγχει καλύτερα.

Η Οδυσσός ήταν ένα ακόμη σημαίνων κέντρο του διασπορικού Ελληνισμού, καθώς το 1811 ζούσαν στη Ρωσία 45.000 Έλληνες. Άλλωστε στην Οδησσό έλαβε χώρα και η ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας το 1914 – αν και το 1818 η έδρα της μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου ήταν το πολιτικο-εκκλησιαστικό κέντρο του Ελληνισμού.

Τέλος, το Παρίσι υπήρξε, αναμφίβολα, απ’ τα πιο σφύζοντα κέντρα του διασπορικού ελληνισμού όπου δραστηριοποιείτο η σημαίνουσα πνευματική μορφή του λόγιου Αδαμάντιου Κοραή – επιμελητή, σχολιαστή κι εκδότη αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και συγγραφέα άλλων βιβλίων.

Το κυριότερο επίτευγμά του ήταν η «Ελληνική Βιβλιοθήκη» (με χρηματοδότες τους Ζωσιμάδες), καθώς συνέβαλε στην προώθηση και διάδοση των κλασικών Γραμμάτων στον ευρωπαϊκό χώρο. Άλλωστε, από τα μέσα του 18ου αιώνα σημειώθηκε ένα έντονο ενδιαφέρον για την ελληνική αρχαιότητα και αύξηση των εκδόσεων που ασχολούνταν με την αρχαία Ελλάδα, την αρχαία ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό. Αντιστοίχως, μειώθηκαν οι κυριαρχούσες έως τότε εκδόσεις που σχετίζονταν με τον βυζαντινό πολιτισμό.

Κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας κυκλοφόρησε ένας διόλου ευκαταφρόνητος, για τα δεδομένα της τότε εποχής, αριθμός βιβλίων. Το 1466 εκδόθηκε το πρώτο χρονολογημένο ελληνικό βιβλίο, και έως το 1800 ο αριθμός των τυπωμένων βιβλίων που κυκλοφόρησαν ανερχόταν σε άνω των 7.000.

Από το 1801 έως το 1821 υπολογίζεται ότι τυπώθηκαν γύρω στα 2.000 βιβλία, σύμφωνα με τελευταία βιβλιογραφικά στοιχεία. Αυτό, αν μη τι άλλο, καταδεικνύει ότι η περίοδος της Οθωμανοκρατίας δεν χαρακτηριζόταν από απόλυτο πνευματικό σκοτάδι, όπως συνήθως διατείνεται, και απόδειξη αυτού είναι η προαναφερθείσα εκδοτική παραγωγή.

Η τελευταία δεν αφύπνισε μόνο τις συνειδήσεις των σκλαβωμένων Ελλήνων, αλλά και αυτές πολλών Ευρωπαίων, οι οποίοι συγκινήθηκαν από τους αγώνες των υπόδουλων, και εν συνεχεία συγκίνησαν τον ευρωπαϊκό Τύπο και τους φιλέλληνες. Το φιλελληνικό κίνημα σηματοδότησε η ίδρυση οργανώσεων κι εντύπων προκειμένου να προβληθεί, προωθηθεί, και στηριχθεί γενικότερα η ιδέα του Εθνοαπελευθερωτικού Αγώνα των υπόδουλων Ελλήνων.

Αρκετοί Έλληνες της Διασποράς (γνωστότεροι και σημαντικότεροι εκ των οποίων είναι οι αδελφοί Ζωσιμάδες, Αρσάκης, Βαρβάκης, Ριζάρης, Βαλλιάνος, Καπλάνης, Δούμπας, Σίνας, κ.ά.) απεδείχθησαν μεγάλοι εθνικοί ευεργέτες, καθώς συνέβαλαν στις ανάγκες του Αγώνα ποικιλοτρόπως.

Για παράδειγμα, ενίσχυσαν τη Φιλική Εταιρεία (που ήταν, άλλωστε, ιδέα και έργο των εμπόρων της Ελληνικής Διασποράς), χρηματοδότησαν διάφορα ευαγή ιδρύματα (νοσοκομεία, πτωχοκομεία, γηροκομεία, κλπ.), εξαγόρασαν την απελευθέρωση Ελλήνων αιχμαλώτων, ανοικοδόμησαν νέους ναούς και επισκεύασαν ερειπωμένους, ίδρυσαν νέα σχολεία και αναστήλωσαν παλαιά, επιμόρφωσαν εκπαιδευτικούς, ίδρυσαν βιβλιοθήκες, ίδρυσαν τυπογραφεία κι εξέδωσαν βιβλία τα οποία προμήθευσαν δωρεάν στην πατρίδα, κλπ.

Σημειωτέον, ότι οι δωρεές των εθνικών ευεργετών δεν αφορούσαν μόνο τις ανάγκες των προεπαναστατικών χρόνων και της ίδιας της Επανάστασης, αλλά συνέβαλαν και σε όλες τις ανάγκες για την ανοικοδόμηση του νεοσύστατου ελληνικού κράτος, όπως π.χ. με την κατασκευή δημοσίων κτιρίων, εκπαιδευτικών κι ευαγών ιδρυμάτων, εκκλησιών κλπ. Τέτοια ενδεικτικά έργα είναι: η Σιναία Ακαδημία, η Ζωσιμαία Σχολή, τα Αρσάκεια Σχολεία, το Βαρβάκειο, η Ριζάρειος Σχολή, η Βαλλιάνειος Βιβλιοθήκη, η «Εταιρεία των Φίλων της Μουσικής» (1870) του Νικολάου Δούμπα και πολλά άλλα.

Τέλος, και παρά τη μεγάλη ρήξη «αυτοχθόνων» κι «ετεροχθόνων» που προέκυψε το 1843 και 1844, όπως αναφέραμε σε προηγούμενο άρθρο μας (3-6-2021), αυτός ο αναμφίβολα επιζήμιος για τα συμφέροντα της χώρας διχασμός, τελικά «δεν κατάφερε –ευτυχώς– να λειτουργήσει πλήρως ανασχετικά στις σχέσεις “αυτοχθόνων” Ελλήνων και “ετεροχθόνων” Ελλήνων της Διασποράς. Απόδειξη αυτού είναι το γεγονός της εισροής τεραστίων ομογενειακών κεφαλαίων που επενδύθηκαν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος το 1871 – έτος σταθμός που σηματοδότησε την αναθέρμανση των σχέσεων Ελλάδας-Αποδήμων, αλλά και την ανοικοδόμηση της χώρας».

*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Έχει δημοσιεύσει 24 αυτοτελή βιβλία και 5 μεταφρασμένα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Διετέλεσε δύο φορές εκλεγμένος συντονιστής του Πολιτιστικού Δικτύου του Παγκόσμιου Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού – Ωκεανίας (1999-2006).