Οι δρόμοι των Κύπριων στην Αυστραλία (1870-2021

Το οδοιπορικό μιας επικής κατάκτησης με νεαρά παιδιά που ξεμπάρκαραν από  βρετανικές σκούνες, αμούστακα μέλη μεγάλων και άπορων οικογενειών που είχαν να παντρέψουν τις αδελφές τους, άκληροι νέοι μεγάλων πατριαρχικών οικογενειών που δραπέτευαν από τη μιζέρια και τη φτώχεια των χωριών τους, για να χαρίσουν την ελπίδα στους γονείς και στα υπόλοιπα αδέλφια που άφηναν πίσω στο νησί, άνδρες που εγκατέλειπαν τη γυναίκα και τα παιδιά τους, για να τους διασφαλίσουν αργότερα μέλλον και πρόσωπο στον ήλιο…

Έχουν περάσει πάνω από 150 χρόνια από την εποχή που οι πρωτοπόροι Κύπριοι ανακάλυψαν την Αυστραλία και σχεδόν εκατό χρόνια από την εμφάνιση των πρώτων συλλογικών τους οργανώσεων στις απέραντες φυτείες ζαχαροκάλαμου και μπανανών στην ημιτροπική Άπω Κουησλάνδη. Νεαρά παιδιά που ξεμπάρκαραν από  βρετανικές σκούνες, φιλοπερίεργοι νέοι που αποζητούσαν την περιπέτεια και την τύχη τους σε χώρες που έβγαιναν από μύθο, αμούστακα μέλη μεγάλων και άπορων οικογενειών που είχαν να παντρέψουν τις αδελφές τους, άκληροι νέοι μεγάλων πατριαρχικών οικογενειών που δραπέτευαν από τη μιζέρια και τη φτώχεια των χωριών τους, για να χαρίσουν την ελπίδα στους γονείς και στα υπόλοιπα αδέλφια που άφηναν πίσω στο νησί, άνδρες που εγκατέλειπαν τη γυναίκα και τα παιδιά τους, για να τους διασφαλίσουν αργότερα μέλλον και πρόσωπο στον ήλιο, σύζυγοι που σκόρπισαν αναζητώντας το μεροκάματο στην αχανή ύπαιθρο τη Αυστραλίας και έμειναν για δέκα και είκοσι χρόνια χωρίς να ξαναδούν τη γυναίκα και τα παιδιά τους,  νέοι και νέες, αυτοεξόριστοι μιας δύσκολης ζωής κι ενός άστοργου μέλλοντος, θύματα όλοι μιας ανοικτίρμονας ζωής, έμπλεης από επαναστάσεις, ξεσηκωμούς, άγρια εκμετάλλευση, στερήσεις και δουλεία, ήταν η πρώτη εποίκηση των Κυπρίων της Αυστραλίας από το 1870 μέχρι και το 1930.

Από την επίσκεψη του αείμνηστου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Δημήτρη Χριστόφια στην Αυστραλία. Φώτο: Κ. Ντεβές

Μετά ήρθαν τα χρόνια του κατατρεγμού, το πέτρινο πρόσωπο του αποικιοκράτη, το βλοσυρό πρόσωπο του νέου δυνάστη, χειρότερο από αυτό του Οθωμανού που προηγήθηκε, μια κατάκτηση που μετριόταν με γρόσια. Χιλιάδες Κύπριοι, Τούρκοι και Έλληνες δραπέτευσαν στην περίοδο του μεσοπολέμου, όταν τα πρώτα μηνύματα είχαν εμφανιστεί στους δρόμους και στα βουνά της μεγαλονήσου, εναντίον των αποικιοκρατών. ΄Ηδη όμως από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 είχαν στηθεί οι πρώτες οργανωμένες συνάξεις, οι άτυπες οργανώσεις των Κυπρίων στη Βόρεια Κουησλάνδη, είχαν ήδη αγοράσει μεγάλες εκτάσεις Ελληνοκύπριοι, ύστερα από σκληρό μεροκάματο, κάτω από τον ήλιο που έκαιγε τις ράγες των βαγονιών που μετέφεραν το ζαχαροκάλαμο. Έσχισαν τα παλιοπουκάμισα και έντυναν τις χούφτες για να μην καούν από τον ήλιο. Είχαν στήσει ήδη τους πρώτους συνεταιρισμούς τους και είχαν από κοινού με κοινοπραξίες αγοράσει τις πρώτες φάρμες, έστησαν τα πρώτα κάφες στην απέραντη εκείνη ύπαιθρο, τα πρώτα αρτοποιεία, είχαν κάποιοι κουβαλήσει και τα επαγγέλματά τους από την Κύπρο, σιδεράς, κουρέας, φούρναρης, ράφτης. Όσοι δεν είχαν επάγγελμα, παρέμειναν στην επαρχία, ζητώντας άσυλο από τους συμπατριώτες τους που ήδη ήσαν γαιοκτήμονες και φαρμαδόροι. Οι πλέον φιλοπερίεργοι αναζήτησαν την τύχη τους στη Βρισβάνη, στην Πέρθη, στην Αδελαΐδα, στο Σύδνεϋ και κάποιοι, λιγότεροι στην Μελβούρνη. Εκεί ρίχθηκαν στις μπίζνες που δεν απαιτούσαν καλή γνώση της Αγγλικής, ούτε και μεγάλα κεφάλαια. Έγιναν αρχικά περιπλανώμενοι έμποροι τροφίμων, άνοιξαν κιόσκια έξω από τους σταθμούς τρένων, πουλούσαν φρέσκα φρούτα, άρτο στα σπίτια, ψάρια στις γειτονιές, κρύο νερό το καλοκαίρι, ζαχαρωτά σε πανηγύρεις. Εκεί, αφού δούλεψαν για μερικά χρόνια, άγρια χρόνια επιβίωσης, με μεροκάματο που μετρούσε 16 με 20 ώρες, στις κουζίνες των κάφες των Ελλήνων συμπατριωτών τους, έγιναν στη συνέχεια κιτσομάνοι, μετά αγόρασαν δική τους μπίζνα, έβαλαν καδένα ρολογιού στο γιλέκο, φόρεσαν καπέλο, άφησαν μουστάκι, φόρεσαν γυαλιστερό μυτερό παπούτσι,  και έβγαλαν φωτογραφία δίπλα στις πρώτες λιμουζίνες των πόλεων για να τις στείλουν στους δικούς τους στην Κύπρο, με επιταγές, το συνάλλαγμα της ελπίδας, όπως έμεινε στην ιστορία.

Αναπαράσταση κυπριακού γάμου. Φώτο: Κ. Ντεβές

Ακολούθησε ο πόλεμος. Χιλιάδες Κύπριοι στρατολογήθηκαν, υπηρέτησαν στο περίφημο Σύνταγμα των Κυπρίων του Βρετανικού Στρατού, εκπαιδεύτηκαν και πολέμησαν στην Ελλάδα, στην Αίγυπτο και αργότερα στην Ιταλία. Τους είχαν τάξει οι αποικιοκράτες, λένε, όπως και στο 1916, στον Πρώτο παγκόσμιο Πόλεμο, την ελευθερία τους, το δικαίωμα να αποφασίσουν, αν ήθελαν κι αυτοί, όπως και οι υπόλοιποι νησιώτες του Αιγαίου να ενωθούν με την Ελλάδα, να πολιτογραφούν πλέον Έλληνες και όχι Βρετανοί. Το πίστεψαν.  Τους εξαπάτησαν. Αμέσως μετά τον πόλεμο άρχισε η μαζικότερη έξοδος των Κυπρίων μεταναστών, αμέσως μετά το 1947. Χιλιάδες εξήλθαν. Οι περισσότεροι στο Λονδίνο και στο Birmingham και άλλοι στην Αυστραλία. Στη Μελβούρνη τώρα εγκαταστάθηκαν οι περισσότεροι. Στα δυτικά προάστεια της Μελβούρνης και στα εσωτερικά, στο Sunshine και στο Brunswick οι περισσότεροι. Κάποιοι, μερικές χιλιάδες, κατέφυγαν στα ορυχεία του κάρβουνου την Κοιλάδα του Latrobe Valley, και στο οροπέδιο του Winchelsea, έξω από το Geelong. Μαζεύτηκαν εδώ κατά χιλιάδες και αβγάτισαν. Παντρεύτηκαν στην πλειοψηφία τους άλλους συμπατριώτες τους, από το νησί τους (σπάνια υπήρξαν εξωγαμίες). Οι Κύπριοι είναι σαν τους Καλύμνιους. Παντρεύονται και νυμφεύονται μόνον Κύπριους, ούτε Καλαμαράδες (δεν τους έχουν και πολύ εμπιστοσύνη), ούτε αλλογενείς και αλλόγλωσσους. Ο δείκτης των ενδογαμιών ανάμεσα στους Κύπριους της Αυστραλίας είναι ο ψηλότερος σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλο  μέρος της Ελλάδας, με εξαίρεση τους Καλύμνιους. Τα αρχεία των Μελών, και οι συνεντεύξεις που έλαβαν χώρα τους τελευταίους μήνες, καταδεικνύουν ότι το 69% των παιδιών τους παντρεύτηκαν Κύπριο ή Κυπρία (ο γενικότερος δείκτης ανάμεσα στους Έλληνες 2ης γενιάς το 2011 ήταν μόλις 38%).

Ο αριθμός των Κυπρίων της Αυστραλίας , με βάση τα στοιχεία της επίσημης Απογραφής (2011 & 2016), αλλά και διασταυρώσεις των μεταβλητών παραγόντων, γλώσσας, θρησκεύματος και  καταγωγής, εκτιμάται σε 72.000, εκ των οποίων οι 13.500 είναι Τουρκοκύπριοι. Η πλειοψηφία τους είναι εγκαταστημένοι στη Μελβούρνη, που αποτελεί και το εθνογλωσσικό κέντρο του Ελληνισμού της Αυστραλίας.

 

 

Οι πρώτες οργανωμένες εγκαταστάσεις των Κυπρίων έλαβαν χώρα στην Κουησλάνδη, όπου και είχε εγκατασταθεί εκεί διάσπαρτος ο Κυπριακός Ελληνισμός. Το εξήντα τοις εκατό των Κυπρίων είχε εγκατασταθεί στις επαρχιακές πόλεις Babinda, Home Hill, Ayr, Innisfail  και  Townsville, όπου από το 1924 λειτουργούσαν ήδη άτυπες κοινωνικές οργανώσεις Κυπρίων, προκειμένου να παράσχουν αλληλοβοήθεια, στέγη και εργασία. Το γεγονός ότι ήσαν Βρετανοί υπήκοοι τους παρείχε το δικαίωμα της ισότιμης μεταχείρισης με τους Αγγλο-Αυστραλούς ως προς την εξεύρεση εργασίας και την ευμενή προκατάληψη. Σε πολλές περιπτώσεις, στα δύσκολα χρόνια των οικονομικών κρίσεων και της ανεργίας, πολλοί Κύπριοι συνόδευαν Έλληνες εποίκους της εποχής και με την αιτιολογία ότι ήσαν «Κύπριοι» τους παρείχαν εργασία οι εργοδότες. Το «κυπριακό καμουφλάζ» δρούσε ακόμη και μέχρι της δεκαετία του 1960 στις περισσότερες Πολιτείες της Αυστραλίας. Οι άτυπες κυπριακές οργανώσεις της επαρχίας της Κουησλάνδης, όπως αυτή του Home Hill, ενώ αρχικά λειτούργησε ως Κυπριακή οργάνωση και ίδρυσε και το ναό του Αγίου Στεφάνου στις αρχές του 1930, αργότερα μετατράπηκε σε Ελληνική Κοινότητα.

Οι οργανωμένες και νομικά κατοχυρωμένες Κοινότητες των Κυπρίων οργανώθηκαν στη δεκαετία του 1930 στη Μελβούρνη, Βρισβάνη και Σύδνεϋ και λίγο αργότερα στην Αδελαΐδα. Αιτία της ίδρυσης των Κοινοτήτων και της κοινωνικής και πολιτικής συσπείρωσης ήταν η Οκτωβριανή εξέγερση των Κυπρίων το 1931 εναντίον των αποικιοκρατών, αλλά και η βαθιά οικονομική κρίση που είχε ρίξει στην πενία και στον όλεθρο εκατοντάδες οικογένειες Κυπρίων. Ας σημειωθεί ότι την εποχή αυτή τα κοινοτικά πράγματα αλλά και τα εκκλησιαστικά και πολιτικά ρύθμιζε σχεδόν αποκλειστικά η οικονομική και κοινωνική ελίτ των Κυπρίων και των Ελλήνων. Συγκεκριμένα ήταν οι ελάχιστοι εκείνοι επιχειρηματίες, ιδιοκτήτες εστιατορίων και κάφες, κυρίως κτηματίες με ενεργή συμμετοχή στις πρώιμες τότε κοινωνίες των αστικών πόλεων, που είχαν λόγω και άποψη. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων και των Κυπρίων ήσαν προλετάριοι και αγρότες. Απουσίαζαν οι μπροστάρηδες, οι μορφωμένοι, οι επαγγελματίες. Λειτουργούσε το απέραντο προλεταριάτο, χωρίς μεσαία αστική τάξη, χωρίς κοινωνική ραχοκοκκαλιά, χωρίς τάξη αστών. Η κοινωνική αυτή ελίτ έβαλε τις βάσεις για την κυπριακή συγκρότησε, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη των πρώτων συλλόγων που έφεραν όλες τους ονόματα Κυπρίων ηρώων από την αρχαιότητα, και περίμεναν εναγωνίως την άφιξη του κύριου κορμού της κυπριακής εξόδου μετά το1947.

Υπερήφανοι οι νέοι για την καταγωγή τους. Φώτο: Κ. Ντεβές

Με την άφιξη χιλιάδων Κυπρίων εποίκων (ουσιαστικά δεν υπολογίζονταν ως μετανάστες, αλλά ως έποικοι, όπως και οι Βρετανοί υπήκοοι), προκλήθηκε έντονη διχοστασία μεταξύ των προοδευτικών δυνάμεων που στην πλειοψηφία τους αποτελούσαν τους νέους εποίκους και των συντηρητικών της προπολεμικής περιόδου. Οι αιτίες που προκάλεσαν έντονο ανταγωνισμό και διχασμό ήταν πολλές. Αρχικά υπήρχε η διένεξη μεταξύ παλιών και νέων Κυπρίων εποίκων. Οι μεταπολεμικοί έποικοι συχνά διαμαρτύρονταν για την ελλιπή προστασία και φροντίδα που έλαβαν από τους παλιούς. Μετά ήταν η καχυποψία που προκλήθηκε εναντίον όλων αυτών που είχαν υπηρετήσει στο Βρετανικό Στρατό και είχαν συνεργαστεί με τους αποικιοκράτες Μετά το 1955, ο απελευθερωτικός αγώνας θέριεψε τις διαφορές αυτές. Οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ θεωρήθηκαν από το αυστραλιανό κατεστημένο, όπως και από το βρετανικό ως «τρομοκράτες», γεγονός που προκάλεσε ρήγματα στις ενδοκοινοτικές σχέσεις των Κυπρίων της Αυστραλίας. Ακολούθησε η έντονη ρήξη, η μητέρα όλων των διχοστασιών, το εμφυλιοπολεμικό κλίμα της Ελλάδας. Οι αριστεροί και φίλοι του ΑΚΕΛ, το εργατικό και αγροτικό προλεταριάτο εναντίον των συντηρητικών δυνάμεων. Όταν αυτό μεταβλήθηκε, λίγο πριν από το 1960, σε ρήξη βαθιά και αντιστασιακή  ανάμεσα στους προοδευτικούς που σήκωσαν τη σημαία της ανεξαρτησίας της Κύπρου και στους συντηρητικού πατριώτες που υποστήριζαν την Ένωση με την Ελλάδα, τότε διασπάστηκαν οργανισμοί, προκλήθηκαν νέες οργανώσεις και η διχοστασία πήρε ακόμη και την ενδοοικογενειακή διάσταση. Τα γεγονότα 1963-1964, αν και αρχικά συσπείρωσαν τους Κυπρίους εποίκους της Αυστραλίας, ωστόσο προκάλεσαν νέες ιδεολογικές συγκρούσεις και νέο διχασμό, που εκφράστηκε μετά τον πραξικόπημα της Χούντας και την εισβολή των Τούρκων, ως «εγγυητές» της ασφάλειας των ομογενών τους, τους οποίους όμως μπόρεσαν τα επόμενα είκοσι χρόνια να «αυτοεξορίσουν» σε όλες τις γειτονιές του κόσμου και να τους αντικαταστήσουν με εποίκους της Ανατολίας.

Αντώνης Τούμπουρου. Κορυφαία προσωπικότητα των Κύπριων της Αυστραλίας. Φώτο: Supplied

Οι δύο δεκαετίες που ακολούθησαν 1974-1994, ήταν από τις πλέον δύσκολες στην ιστορία του εποικισμού των Κυπρίων σε ολόκληρη τη Διασπορά. Ιδρύθηκαν νέοι σύλλογοι, γιατί οι προοδευτικοί «μπλόκαραν» κάθε προσπάθεια συντηρητικών υποψηφίων να κερδίσουν έστω και μία εκλογική αναμέτρηση. Όταν αυτό έγινε κατανοητό, ότι δηλαδή δεν είχαν ελπίδα να κυβερνήσουν τους παλιούς ιστορικούς οργανισμούς οι συντηρητικοί,  ιδρύθηκαν νέοι σύλλογοι, φιλελληνικοί (ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια αυτού που είναι αφοσιωμένος στην Ένωση με την Ελλάδα), γεννήθηκαν νέοι σύλλογοι ως Λέσχες, ακόμη και ως άτυπες οργανώσεις. Τελικά, οι Λέσχες, που αποτελούσαν και το αντίπαλο ιδεολογικό δέος για τις κοινότητες, όχι μόνον δεν έβλαψαν αφού τους ηγέτες τους, τους διέκρινες πατριωτισμός και η αγωνία να ακουστεί και η άλλη πλευρά, η άλλη φωνή, αλλά συμπλήρωσαν το κενό και διατήρησαν τα μέλη τους κοντά στην Κύπρο. Απόμεινε μόνον η Λέσχη του Σύδνεϋ εξαιτίας κυρίως του μεγάλου κτηματικού της εκτοπίσματος.

Μετά το 1990 ιδρύθηκαν οι περιφερειακές Κοινότητες των Ελλήνων σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της Αυστραλίας, κυρίως όμως στη Μελβούρνη, όπου λειτούργησαν συνολικά εννέα οργανώσεις. Η προσφορά τους ήταν σημαντικότατη και αξιόλογη και τούτο γιατί δεν «πάτησαν», δεν «παρείσφρησαν», δεν άλωσαν υπηρεσίες που ήδη λειτουργούσαν, διακονήματα που ήδη προσέφεραν οι ιστορικές κοινότητας των Κυπρίων. Προκάλεσαν νέα ανοίγματα, στράφηκαν στην κοινωνική πρόνοια, δημιούργησαν γηροκομεία, κέντρα προνοίας, σχολεία και αθλητικά σωματεία κι έτσι συμπλήρωσαν την προσφορά προς την κοινωνία και τα μέλη. Έτσι, ολοκληρώθηκε η προσφορά των οργανωμένων Κυπρίων στους 40.000 περίπου Κυπρίους της Μελβούρνης.

Μετά το 2000 ανεβαίνουν στην εξουσία πολλά από τα παιδιά των πρώτων Κυπρίων εποίκων. Αναλαμβάνουν ηγετικές θέσεις, παίρνουν μέρος στις αποφάσεις σε μια παροικία κυπρίων όπου το 92% των μελών τους είχαν γεννηθεί στις δεκαετίες του 1920, 1930 και 1940. Ο αδήριτος χρόνος ισοπεδώνει την πρώτη γενιά των εποίκων. Οι ηγέτες που έστησαν τις υποδομές είτε εκδήμησαν, είτε παραμένουν ανήμποροι στα σπίτια και τα κοινωνικά ιδρύματα. Οι ανάγκες του παρελθόντος δεν λειτουργούν. Η αλληλοβοήθεια, η εξεύρεση εργασίας, η ανάμνηση του χωριού, η ανάγκη του συγχρωτισμού και της κοινωνικής συνεύρεσης και κοινής συμμετοχής έπαψαν να έχουν το παλιό τους χρώμα. Η διατήρηση της παράδοσης, των εθίμων, της πολιτιστικής κληρονομιάς, της γλώσσας και των διαλέκτων, παραμένουν οι «σημαδούρες» της πλοήγησης, αλλά ως πολιτιστικά δρώμενα, όχι ως τρόπος ζωής, όπως ήταν στο παρελθόν.

Το 2009 εκλέγεται στην προεδρική εξουσία ο πρώτος αυστραλογεννημένος ηγέτης του Κυπριακού Ελληνισμού στη Μελβούρνη. Ακολούθησαν πολλοί νέοι σε όλες τις εκφάνσεις του Κυπριακού αγώνα και στα συλλογικά του όργανα, της ΣΕΚΑ, την ΠΑΣΕΚΑ , την ΠΟΜΑΚ. Ο ρόλος των Κοινοτήτων αναβαθμίζεται, επαναπροσδιορίζεται, αναδομείται. Το εθνικό πρόβλημα, συνεχίζει να είναι η πηγή του πόνου και της τραγωδίας, είναι όμως και ο κρίκος που ενώνει και συσπειρώνει, είναι το σημείο αναφοράς του μέλλοντος και η ελπίδα που γεννιέται μέσα από αυτό που σήμερα προβάλει ως ανεκπλήρωτο, την ένωση των δύο φυλετικών Κοινοτήτων. Το αδύνατο το εκφράζει και η Ανάσταση. Και η Ανάσταση συμβολικά έδωσε το μήνυμα της ελπίδας, την ελπίδα ότι και το αδύνατο ακόμη μπορεί να συντελεστεί, να ολοκληρωθεί. Κι η ένωση που σήμερα προβάλλει ως αδύνατο σχήμα, είναι το προβαλλόμενο ιδανικό για τον αγώνα των νέων συνελλήνων και φιλελλήνων που έρχονται για να πάρουν τη σκυτάλη.

Κυπριακό καφέ. Φώτο: Γεώργιος Γεωργίου

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΥΠΡΙΩΝ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ

 

Το οδοιπορικό των χιλιάδων Κυπρίων που ανακάλυψαν την Αυστραλία και εγκαταστάθηκαν στην πράσινο Ήπειρο του Νότου, περιγράφεται στη μελέτη που ξεκίνησε το 2020 και συνεχίζεται. Στην εργασία αυτή περιγράφονται οι πρώτες Κυπριακές εποικήσεις, οι πρώτες εγκαταστάσεις στην αχανή ύπαιθρος αλλά και στα μικρά και μεγάλα αστικά κέντρα, σε κάθε Πολιτεία της Αυστραλίας. Περιγράφεται η περιπλάνηση τους στα δάση και στις φυτείες, στα ορυχεία και στα εργοστάσια. Δίδονται τα επαγγέλματα που άσκησαν, οι περιπέτειες που βίωσαν, τα κατορθώματα και η δράση τους. Ακολουθεί η κοινωνική συγκρότηση, η οργάνωσή τους σε σωματεία, η δούλεψή τους, οι αγώνες τους για να προβάλλουν την πολιτιστική τους ταυτότητα, τον πόνο της αποικιοκρατίας που αναδυόταν από το νησί τους μέχρι και το 1960 και τα 14 χρόνια της λευτεριάς. Αναφέρονται οι πρωτοπόροι ηγέτες, οι άνθρωποι που υπηρέτησαν στα κοινά, οι αγώνες τους. Περιγράφεται η γέννηση των σωματείων τους, η προσφορά τους στην Κύπρο καις την Αυστραλία, οι διαφορές και διαφωνίες τους, οι διχοστασίες σε δύσκολες περιόδους. Ακολουθούν τα κεφάλαια που περιγράφουν την κοινωνική και οικονομική ανέλιξη των Κυπρίων, την πολιτισμική συγκρότηση, την τάξη των διανοουμένων, ποιητών, λογοτεχνών, καλλιτεχνών, ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης, των συνδικαλιστών, των εργατών, οι σχέσεις με την Ελλάδα και την Κύπρο, οι σχέσεις με την Αυστραλία, οι αγώνες για το εθνικό θέμα.

Κύριος και βασικός άξονας του βιβλίου που θα προκύψει είναι η Ιστορία της Κυπριακής Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτωρίας. Το μεγαλύτερο μέρος αναφέρεται σε αυτήν, την γένεση,  την εξέλιξη, και την πορεία της στα τελευταία 90 χρόνια της ιστορίας της. Σημαντική είναι και η εξιστόρηση για τις υπόλοιπες Κοινότητες και σωματεία που αποδέχθηκαν να πάρουν μέρος και να συμπεριληφθούν στην έρευνα και στο βιβλίο. Δικαίωμα των ηγετών που διοικούν είναι να πάρει μέρος ο οργανισμός τους  ή να αποστρέψουν το πρόσωπό τους από την πρόσκληση συνεργασίας που τους απευθύνθηκε. Την ευθύνη στην ιστορία θα τη φέρουν οι ίδιοι. Το αν δεν συμπεριλαμβάνεται ο οργανισμός τους και επομένως αποκλείεται έτσι η κατάθεση ιστορίας δεκάδων ίσως και χιλιάδων Κυπρίων αγωνιστών, που ήδη είναι νεκροί και δεν μπορούν να έχουν λόγο στην απόφαση αυτή, ούτε και οι αγέννητοι, αυτό δεν οφείλεται στην απόφαση ή στη διάθεση του συγγραφέα και της ομάδας των συνεργατών του, ούτε και στην Κυπριακή Κοινότητα Μελβούρνης, που είναι ο φορέας υλοποίησης του έργου,  αλλά την ευθύνη στην ιστορία και στις γενιές που θα έρθουν θα την έχουν όλοι αυτοί που αποφάσισαν να αγνοήσουν την πρόσκληση και έδειξαν αδιαφορία.