Δεν πρόλαβε καλά-καλά να στεγνώσει το μελάνι του άρθρου μου «Νεοσύστατο ελληνικό κράτος και απόδημος ελληνισμός: Το ιστορικό ενός ολέθριου ρήγματος (1844-2021)» για τις διαχρονικά προβληματικές σχέσεις Ελλαδικού Κέντρου – Απόδημου Ελληνισμού από το 1844 έως σήμερα (βλ. «Ν.Κ.» 3.6.2021), και πριν αλέκτορα φωνήσαι, η ελληνική κυβέρνηση και ο ελλαδικός Τύπος ήρθαν – δυστυχώς – να επιβεβαιώσουν αδιάσειστα του λόγου μου το αληθές: Το συνεχιζόμενο κι εντεινόμενο αδιέξοδο στη διαχρονική ρήξη «αυτοχθόνων»-ελλαδιτών και «ετεροχθόνων»-ομογενών». Με το κακόγουστο αυτό σίριαλ να επιδεινώνεται επικίνδυνα, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα και προσφάτως επαγγελόμενα (όρα θέσπιση εορτασμού… «Ημέρας Ελληνικής Διασποράς»! και άλλα παρόμοια φαιδρά φληναφήματα). Έτσι, σα να μην έφτανε ο διαιωνιζόμενος εμπαιγμός με τον άλυτο «γόρδιο δεσμό» της «Ψήφου των Αποδήμων» (σαν άλλο Γιοφύρι της Άρτας), μόλις πρόσφατα προέκυψε ένα ακόμη περιστατικό που ανακαλεί στη μνήμη το λαϊκό: «όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη»!
Αναφέρομαι στην αψυχολόγητη και άκρως επιπόλαια υλοποίηση της απόφασης του υπουργείου Παιδείας της Ελλάδος να εξοβελίσει από την εξεταστέα ύλη των φετινών πανελλαδικών εξετάσεων (2021) ένα κρίσιμο κι ευαίσθητο κεφάλαιο του συγγραφέα και πανεπιστημιακού Γιώργου Μαργαρίτη με τίτλο “Το εξωελλαδικό ελληνικό κεφάλαιο” από το βιβλίο «Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας» (Αθήνα 2020, σ.σ. 38-41). Πρόκειται για τρεισήμισι σελίδες από το πρώτο μέρος του εξεταζόμενου βιβλίου, οι οποίες αναφέρονται στην ελληνική οικονομία από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Φώτο: Supplied
ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΕΝΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Το εν λόγω επίμαχο κι «ενοχλητικό» κείμενο, που αφαιρέθηκε σαν απόστημα και πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων ρίχνοντας λάδι στη φωτιά, είναι – σε αποσπασματική μορφή – το ακόλουθο:
«Για το μικρό ελληνικό κράτος που ασφυκτιούσε στα περιορισμένα γεωγραφικά του όρια, η ύπαρξη αυτών των ισχυρών ομογενειακών ομάδων αποτελούσε οπωσδήποτε μια ελπίδα, μια χρυσή εφεδρεία. Οι σχέσεις όμως των Ελλήνων της διασποράς με το μικρό ελληνικό βασίλειο δεν ήταν, για πολύ καιρό, οι καλύτερες δυνατές. Μέσα σ’ ένα κλίμα ανάπτυξης και υψηλών αποδόσεων που χαρακτήριζε τις ευρωπαϊκές οικονομίες μέχρι τη δεκαετία του 1870 οι επιχειρηματικές δραστηριότητες είχαν περισσότερες ευκαιρίες ανάπτυξης στις αγορές των μεγάλων κρατών της Ανατολικής Μεσογείου. Μόνο ένα ολιγάριθμο τμήμα του ελληνισμού της διασποράς εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα κατά τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. Για τους πολλούς και πιο ισχυρούς παράγοντες της ομογένειας, η μικρή Ελλάδα ήταν μια περιοχή χωρίς ενδιαφέρον. […]
Οι πρώτες δειλές ενδείξεις συνεργασίας του ελληνικού κράτους με τους Έλληνες ομογενείς εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1870. Η εξέλιξη αυτή είναι πιθανό να οφειλόταν στην κρίση του 1873 που μείωσε τις αποδόσεις των ευρωπαϊκών κεφαλαίων και προκάλεσε τη μεταφορά τους προς τα ανατολικά, σε αναζήτηση επικερδών τοποθετήσεων. Η μετακίνηση αυτή πίεσε οικονομικά τους πλούσιους Έλληνες της διασποράς, οι οποίοι αναζήτησαν με τη σειρά τους νέα πεδία επιχειρηματικής δραστηριότητας, ανακαλύπτοντας έτσι και την Ελλάδα.
Οι τοποθετήσεις σε ακίνητα, τοποθετήσεις επίδειξης, που κόσμησαν την Αθήνα με λαμπρά νεοκλασικά αρχοντικά, δίνοντας σε μερικές κεντρικές περιοχές της αριστοκρατικό και κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, αποτέλεσαν τον προάγγελο της δραστηριοποίησης των ομογενών στη χώρα. Η διείσδυσή τους στην ελληνική αγορά έγινε με γνώμονα την αξιοποίηση ευκαιριών για υψηλά κέρδη. Η πώληση, λόγου χάρη, των τσιφλικιών της Θεσσαλίας σε χαμηλές τιμές από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, αποτέλεσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους ομογενείς κεφαλαιούχους. Λίγο αργότερα ακολούθησαν επενδύσεις στο εμπόριο, στις μεταλλευτικές δραστηριότητες, στα δημόσια έργα της τρικουπικής περιόδου και στο δανεισμό του δημοσίου.
Βασικό χαρακτηριστικό αυτών των επενδύσεων ήταν ο ευκαιριακός χαρακτήρας και η ρευστότητά τους. Το κύριο μέλημα φαίνεται ότι ήταν η δυνατότητα γρήγορης απόσβεσης και επανεξαγωγής των κεφαλαίων στο εξωτερικό, στην πρώτη ένδειξη για επικερδέστερες τοποθετήσεις. Η ελληνική αγορά δεν έδινε τόσες υποσχέσεις, ώστε να επιχειρούνται τοποθετήσεις με μακροχρόνιες προοπτικές. Η εύκολη μετατρεψιμότητα της δραχμής ενίσχυσε αυτά τα βραχυπρόθεσμα περάσματα του ομογενειακού κεφαλαίου από τη χώρα. Ο χαρακτηρισμός αυτής της συμπεριφοράς ως κερδοσκοπικής δεν απέχει πολύ από την αλήθεια. […]
Σταθερότερη ήταν η συμπεριφορά των ομογενών κεφαλαιούχων στις αρχές του 20ού, αιώνα, μετά το κίνημα των Νεοτούρκων, τους Βαλκανικούς πολέμους και τις ανακατατάξεις που έφερε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η έξαρση των εθνικισμών, τα πλήγματα στις οικονομικές δραστηριότητες των ξένων, οι πολιτικές εξελίξεις στη Ρωσία, το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η δημιουργία της Κεμαλικής Τουρκίας διέκοψαν με τον πλέον απόλυτο τρόπο τις παραδοσιακές δραστηριότητες των Ελλήνων κεφαλαιούχων στην Ανατολική Μεσόγειο. Αρκετοί από αυτούς προτίμησαν τότε τη μεταφορά των επιχειρηματικών, βιομηχανικών, εμπορικών ή χρηματιστηριακών δραστηριοτήτων τους στο ελληνικό κράτος. Στο μεταξύ όμως το ίδιο αυτό κράτος είχε αλλάξει μορφή και οι δυνατότητές του είχαν διαφοροποιηθεί.
Το κεφάλαιο που συσσώρευσαν οι Έλληνες της διασποράς δεν αποτέλεσε σταθερή βάση για την ανάπτυξη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η παρουσία του δεν υπήρξε σημαντική. Το ευκαιριακό και κερδοσκοπικό έστω πέρασμά του από τη χώρα ενίσχυσε τη ρευστότητα, έδινε πρόσκαιρες αλλά αναγκαίες λύσεις στην έλλειψη κεφαλαίων που ταλάνιζε τη χώρα και βοήθησε σημαντικά στον εκχρηματισμό της ελληνικής οικονομίας».
ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΠΑΛΕΙΨΕΙΣ ΤΟΥ ΕΠΙΜΑΧΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Μια ενδεικτική μόνο ερμηνεία, απ’ τον ελλαδικό χώρο, είναι αυτή του αρθρογράφου Τάσου Κωστόπουλου ο οποίος ισχυρίζεται τα εξής:
«Μια απλή ανάγνωση του κομμένου κεφαλαίου δεν αφήνει δε την παραμικρή αμφιβολία για τους λόγους της απάλειψης: η “κοινωνιολογική” περιγραφή του αντικειμένου, της προβληματικής σχέσης ανάμεσα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και το εξωελλαδικό ομογενειακό κεφάλαιο μεταξύ 1830-1922 δύσκολα συνάδει, γαρ, με το προσφιλές αφήγημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη, την αντιδιαστολή δηλαδή ανάμεσα στον “ανοιχτόμυαλο” (υποτίθεται) ελληνισμό της διασποράς και τους “καθυστερημένους” ιθαγενείς, που χρειάζονται μια οιονεί αποικιακή διαπαιδαγώγηση για να προσαρμοστούν στον σύγχρονο κόσμο» («Το ψαλίδισμα των ομογενών: Το κεφάλαιο που αφαιρέθηκε από τις φετινές Πανελλαδικές», «Η Εφημερίδα των Συντακτών», 13.06.2021).
Ελλείψει χώρου, αρκούμαστε προς το παρόν να επισημάνουμε πολύ επιγραμματικά τα εξής: (α) Την ανησυχητική σπουδή και μυστικοπάθεια με την οποία ενορχηστρώθηκε η παραπάνω ενέργεια της Υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως. Παρόλο που η σχετική απόφασή της (για την αφαίρεση του επίμαχου κεφαλαίου) είχε δημοσιευθεί το καλοκαίρι του 2020, η εκτέλεσή της το φετινό καλοκαίρι πέρασε – εν μέσω πανδημίας του Covid-19 – στα μουλλωχτά. Προφανώς για να μην προκαλέσει θόρυβο εκατέρωθεν.
(β) Η ωμή λογοκρισία, εν καιρώ δημοκρατικού πολιτεύματος, σε ένα βιβλίο που διδάσκεται στον φοιτητόκοσμο για 22 συναπτά έτη (από το 1999) χωρίς να έχει ενοχλήσει κανέναν, καταδεικνύει απερίφραστα τον ολέθριο ρόλο της κομματοκρατίας στην Ελλάδα, που από την Ανεξαρτησία της χώρας έως σήμερα επιμένει εμμονικά να είναι ο αποκλειστικός διαμορφωτής της «εθνικής συνείδησης» των ελληνοπαίδων. Όπως φυσικά το εκάστοτε κυβερνών κόμμα την αντιλαμβάνεται, επαληθεύοντας έτσι τη θέση του αείμνηστου σοφού Ηλία Πετρόπουλου, ο οποίος πριν 43 χρόνια υποστήριζε: «Η νεοελληνική ιδεολογία συμβαδίζει με την αντιφατική εξέλιξη της νεοελληνικής πραγματικότητος. Η νεοελληνική ιδεολογία είναι μια “επίσημη” ιδεολογία. Στην Ελλάδα, όπου πάντοτε βασιλεύει η λογοκρισία, απαγορεύεται η δημοσίευση βιβλίων που αντιτίθενται στην επίσημη ιδεολογία. Το έργον της επίσημης ιδεολογίας είναι διττό· από την μια μεριά καταρτίζει την θεωρία για τον υπερφυσικό και αιώνιο ρόλο της “ελληνικής φυλής” και από την άλλη μεριά αποκρύπτει συστηματικώς όλες τις “κακές” όψεις της νεοελληνικής ζωής. Οι νεοέλληνες ιστορικοί και κοινωνιολόγοι εργάζονται βάσει αυτής της συνταγής. Οι νεοέλληνες ιστορικοί ερμηνεύουν την ελληνική ιστορία δια της ελληνικής ιστορίας. Ουδεμία “Ιστορία της Τουρκίας” κυκλοφορεί στην Ελλάδα» (βλ. Ηλίας Πετρόπουλος, «Υπόκοσμος και καραγκιόζης», εκδ. Γράμματα, Αθήνα, 1978, σ. 9). Καημένε Πετρόπουλε, πόσο επίκαιρος παραμένεις πάντα!…
(γ) Το προαναφερθέν «ψαλίδισμα» στο βιβλίο της Γ΄ Γενικού Λυκείου του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων – Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, προφανώς επιχειρεί να εναρμονιστεί με την γενικότερη (politically correct) πολιτική της σημερινής κυβέρνησης που (πρέπει να) υιοθετεί απέναντι στον Απόδημο Ελληνισμό. Κρατώντας τις λεπτές ισορροπίες, χωρίς να θίγονται τα όποια «κακώς κείμενα» της επίσημης Ιστορίας.
Το μόνο όμως που επιτυγχάνεται με παρόμοιες ενέργειες «κουκουλώματος» του προβλήματος κάτω απ’ το χαλί, είναι η επιβεβαίωση και ανάδειξη τού ιστορικά αγεφύρωτου χάσματος μεταξύ Ελλαδικού Κέντρου – Απόδημου Ελληνισμού. Και η διαιώνισή του με υποκριτικές αλχημιστικές τακτικές. Κυρίως δε με την αναντιστοιχία λόγων και έργων.
Αλλά για τη θέση των Αποδήμων επί του θέματος, προσεχώς.
Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Έχει δημοσιεύσει 24 αυτοτελή βιβλία και 5 μεταφρασμένα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Διετέλεσε δύο φορές εκλεγμένος συντονιστής του Παγκόσμιου Πολιτιστικού Δικτύου του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού – Ωκεανίας (1999-2006).