Ένα βήμα πριν τον επαναπατρισμό

Τέσσερις Έλληνες της Αυστραλίας μιλούν για την απόφασή τους να επιστρέψουν σύντομα στην Ελλάδα

Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο τα αεροπλάνα δεν πετούν στον ουρανό και αυτή η αίσθηση της απομόνωσης στο μακρινό αχανές νησί που είναι ή έγινε η δεύτερη πατρίδα για πολλούς νεοφερμένους, άρχισε να γίνεται πιο έντονη και πνιγηρή.

Έτσι ο αρχικός ενθουσιασμός για το νέο ξεκίνημα στο εξωτερικό και τις πολύ καλές επαγγελματικές προοπτικές, σιγά – σιγά άρχισε να ξεθωριάζει παραχωρώντας τη θέση του στο άγχος που γέννησε η αβεβαιότητα για το αύριο και ο παρατεταμένος αποχωρισμός από την οικογένεια και το οικείο περιβάλλον.

Πολλοί ήταν εκείνοι που κάτω από το πρίσμα των νέων συνθηκών αναγκάστηκαν να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους απέναντι στη ζωή και τους στόχους τους αποφασίζοντας να επισπεύσουν ή ακόμη και να διακόψουν την περιφορά του κύκλου τους στην Αυστραλία, φέρνοντας πιο κοντά την ημερομηνία επιστροφής τους στην πατρίδα.

Άλλοι πάλι, διαισθάνονται πως κάτι αλλάζει στην Ελλάδα και διαβλέποντας το πολυπόθητο φως στο τούνελ θέλουν να είναι εκεί όταν θα ξημερώσει το καλύτερο αύριο της χώρας συμβάλλοντας στη διαμόρφωσή του με τις εμπειρίες που κέρδισαν ζώντας στο εξωτερικό.

Έτσι θα είναι σα να ξεπληρώνουν το χρέος τους απέναντι στη μια πατρίδα δικαιώνοντας ταυτόχρονα τη δεύτερη για τα όσα τους πρόσφερε απλόχερα.

Συνεχίζοντας το αφιέρωμα του «Νέου Κόσμου» στις ιστορίες των σύγχρονων μεταναστών, αυτή τη φορά μιλήσαμε με κάποιους από αυτούς που βρίσκονται ένα βήμα πριν τον επαναπατρισμό.

ΣΟΦΙΑ ΤΣΙΜΗΔΟΠΟΥΛΟΥ

«Η πανδημία με έκανε να αναθεωρήσω τη στάση μου απέναντι στη ζωή»

Η Σοφία Τσιμηδοπούλου άφησε την οικογένειά της, το ζεστό σπιτικό της και το αγαπημένο της σκυλάκι αναζητώντας μία ακόμη πρόκληση που θα την έκανε να «ξεβολευτεί» και να γνωρίσει ακόμη καλύτερα τον εαυτό της.

Για τη νεαρή κοπέλα, η ζωή δεν είναι άλλο από μία διαρκής αναζήτηση των δυνατοτήτων και των ορίων μας, των πλεονεκτημάτων και των μειονεκτημάτων μας που αποκαλύπτονται μέσα από το συνδυασμό των σωστών επιλογών αλλά και των λαθών μας.

Η Σοφία Τσιμηδοπούλου (όρθια πρώτη από αριστερά) με την οικογένεια του “Νέου Κόσμου”, όπου ξεκίνησε τα πρώτα επαγγελματικά της βήματα εδώ στην Αυστραλία. Φώτο: Κώστας Ντεβές

Αυτή η κοσμοθεωρία της ήταν που την οδήγησε πριν από τρία χρόνια να πάρει τη μεγάλη απόφαση να μπει στο αεροπλάνο και να έρθει στην Αυστραλία.

«Είχα την αυστραλιανή υπηκοότητα από τους γονείς μου που είχαν μεταναστεύσει στο Περθ πριν από πολλά χρόνια. Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Ελλάδα. Όταν ολοκλήρωσα τις πανεπιστημιακές σπουδές μου στο μάρκετινγκ η κρίση είχε ήδη «χτυπήσει» την Ελλάδα οπότε τα πράγματα στην αγορά εργασίας ήταν αρκετά δύσκολα.

Άρχισα να διερευνώ τις επιλογές μου αναζητώντας το καλύτερο για μένα. Το ότι είχα την αυστραλιανή υπηκοότητα ήταν ένα «όπλο» που οπωσδήποτε δεν μπορούσα να αφήσω ανεκμετάλλευτο. Η έρευνά μου με έφερε στη Μελβούρνη όπου χτυπά η καρδιά της ομογένειας της Αυστραλίας.

Ο πρώτος καιρός ήταν δύσκολος και δεν θα πω ψέματα. Ήμουν ολομόναχη σε μια τόσο μακρινή χώρα, χωρίς να γνωρίζω κανένα. Όμως, μου αρέσει να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο – για να μην πω ξεχειλισμένο, οπότε πήρα την πρόκληση και προσπάθησα να δω τη θετική πλευρά της κατάστασης.

Μετά από λίγες εβδομάδες μπήκα στην οικογένεια του «Νέου Κόσμου» και μετά από μερικούς μήνες στην «Πρόνοια», όπου εργάζομαι μέχρι και σήμερα.

Μέσα από αυτούς τους δύο οργανισμούς γνώρισα την παροικία και τον Ελληνισμό της Διασποράς. Ήταν μια μοναδική ευκαιρία και εμπειρία, γιατί, όπως διαπίστωσα, πρόκειται για μια διαφορετική Ελλάδα που αν δεν την βιώσεις δεν μπορείς να την καταλάβεις.

Βέβαια, κακά τα ψέματα, η ζωή της Ελλάδας μου έλειψε και πιστεύω ότι η Αυστραλία έχει να ζηλέψει πολλά ως προς αυτό το κομμάτι. Άσχετα από τα κακά της χώρας μας, που τα γνωρίζουμε όλοι, έχει πολλά καλά και κυρίως είναι αυτό το συναίσθημα του «ανήκειν» που είναι μοναδικό και σε πλημμυρίζει κάθε φορά που επιστρέφεις.

Από την άλλη μου έλειπε πολύ η οικογένειά μου και το κατοικίδιό μου, που το άφησα πίσω. Βρέθηκα μόνη σε έναν τόπο που δεν ήξερα κανέναν και δεν με ήξερε κανένας και απλά πορευόμουν.

Ήταν ο στόχος μου που με κράτησε αυτές τις δύσκολες στιγμές και με βοήθησε να τις ξεπεράσω. Ήμουν κατά κάποιον τρόπο στον «αυτόματο». Είχα πει στον εαυτό μου «θα έρθεις και θα πετύχεις», οπότε το πάλεψα με θετική σκέψη και στάση.

Το αρχικό μου πλάνο δεν ήταν απόλυτα ξεκάθαρο ως προς το χρονοδιάγραμμα, πάντως δεν ήθελα να ξεπεράσω την επταετία παραμονής μου εδώ γιατί μετά μάλλον δεν θα υπήρχε επιστροφή και αυτό ήταν κάτι που δεν ήθελα.
Ωστόσο, ξέσπασε ο κορονοϊός και μάλλον επέσπευσε τα πράγματα.

Η απομόνωση δεν με πείραξε μιας και είμαι φύση μοναχική. Όμως, ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία να μπω στη διαδικασία να σκεφτώ κάποια πράγματα και να επαναπροσδιορίσω τις προτεραιότητές μου και του στόχους μου.

Όλη αυτή η αβέβαιη κατάσταση ήταν σαν ένα χαστούκι που με έκανε να αναλογιστώ το πώς θέλω τη ζωή μου, πού τη θέλω, πού θέλω να είμαι και με ποιους, πού θα είμαι πραγματικά χαρούμενη; Καλή η καριέρα, ωραία τα μεγάλα όνειρα αλλά τι έχει πραγματικά σημασία;

Η πρόκληση της πανδημίας με οδήγησε στο να συνειδητοποιήσω πως τελικά η ουσία βρίσκεται αλλού. Σε εκείνα τα μικρά που κάποτε θεωρούσα δεδομένα και που όταν τα στερήθηκα κατάλαβα την τεράστια σημασία τους.

Είδα, λοιπόν, τον εαυτό μου κοντά στην οικογένειά μου, να παίζω με τη σκυλίτσα μου, να απολαμβάνω τη συντροφιά των φίλων μου και τον καφέ μου με τη μητέρα μου στην αυλή του σπιτιού μας στην Αθήνα.

Ήξερα πως μέσα σε όλα αυτά κρυβόταν η αίσθηση της ελευθερίας που αποζητούσα πάντα. Συνεπώς, η απόφαση της επιστροφής ήταν πλέον μονόδρομος.

Καλώς εχόντων των πραγμάτων, το Νοέμβριο θα είμαι σπίτι μου, στους δικούς μου και θα κάνω Χριστούγεννα μαζί τους. Το περιμένω πώς και πώς.

Σχέδια δεν έχω κάνει ακόμα. Θέλω να πάρω το χρόνο μου και να χαρίσω στον εαυτό μου τις διακοπές που του έχω στερήσει από τον καιρό που τελείωσα το σχολείο. Όσο για το πρώτο πράγμα που θα κάνω πατώντας το πόδι μου στην Ελλάδα θα είναι να πάρω έναν καφέ και κατευθείαν να τρέξω στην αγκαλιά των δικών μου.

Για μένα ο κύκλος «Αυστραλία» έκλεισε οριστικά. Δεν αποκλείεται, βέβαια, να ξανακάνω μια παρόμοια κίνηση, όμως, σε μία χώρα της Ευρώπης πλέον, πιο κοντά στην Ελλάδα. Δεν θα αποφάσιζα ποτέ να απομακρυνθώ ξανά τόσο πολύ από το σπίτι μου.

Θα μου λείψουν πολύ οι φίλοι που έκανα εδώ, αλλά πιστεύω πως θα βρούμε τον τρόπο να κρατήσουμε ουσιαστική επαφή έστω και από μακριά.

Κρατάω όλα τα καλά και πάνω από όλα την σπουδαία αυτή εμπειρία που κέρδισα ζώντας στο εξωτερικό, γνωρίζοντας τη λειτουργία και την νοοτροπία μιας άλλης χώρας και επιστρέφω με την ελπίδα να μπορέσω να δώσω κάτι από αυτά στη χώρα μου.

Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει χάσει πάρα πολλά παιδιά της και νομίζω ότι κατά κάποιο τρόπο μας χρειάζεται να γυρίσουμε πίσω. Ξέρω πως ακόμη τα πράγματα είναι δύσκολα εκεί, αλλά έχω την πεποίθηση ότι κάτι θα γίνει και η πατρίδα μας δεν θα χαθεί».

ΤΖΙΝΑ ΓΡΙΒΑ

«Είναι δύσκολο να έχεις δύο πατρίδες»

Το βράδυ της 14ης Ιουλίου θα είναι ξεχωριστό για την Τζίνα Γρίβα. Είναι το βράδυ που θα επιβιβαστεί στο αεροσκάφος της Qatar για να βρεθεί κοντά στις αγαπημένες της κόρες, Πάμελα και Νικόλ, που λόγω της πανδημίας έχει να δει πάνω από ενάμιση χρόνο.

Η προσδοκία αυτής της τρυφερής επανένωσης είναι που τη βοηθά να ξεπεράσει το άγχος που της προκαλούν τα εμπόδια της γραφειοκρατίας εξαιτίας της πανδημίας αλλά και ο φόβος μιας ενδεχόμενης αναβολής της πτήσης της.

Καθώς αδειάζει το σπίτι που έζησε με τον σύζυγό της, Τάσο, την τελευταία πενταετία και προσπαθεί να κλείσει τις εκκρεμότητες για τον επαναπατρισμό τους, βρίσκει το χρόνο και τη διάθεση να μας μιλήσει για την εμπειρία της Αυστραλίας και την απόφασή της να επιστρέψει.

Η Τζίνα Γρίβα με τον σύζυγό της. Φώτο: Supplied

«Γεννήθηκα στη Μελβούρνη και στα 18 μου επισκέφτηκα την Ελλάδα για διακοπές. Εκεί γνώρισα τον σύζυγό μου και οι διακοπές κράτησαν κάποιες δεκαετίες. Παντρευτήκαμε, αποκτήσαμε δύο κόρες και ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα ξαναγύριζα στην Αυστραλία.

Δυστυχώς, όμως, η κρίση μας ανάγκασε το 2016 να πάρουμε την απόφαση να αφήσουμε τις κόρες μας που είχαν ήδη ξεκινήσει να ζουν τις δικές τους ζωές και να έρθουμε στη Μελβούρνη για να δουλέψουμε και να κάνουμε αυτό που έπρεπε για μας και τα παιδιά μας.

Το αρχικό μας πλάνο ήταν να μείνουμε για 4 με 5 χρόνια και μετά να επιστρέψουμε Ελλάδα. Μέσα σε αυτό το διάστημα προσπαθούσαμε – και ευτυχώς το καταφέρναμε – κάθε χρόνο να πηγαίνουμε πίσω και να περνάμε τα Χριστούγεννα με την Πάμελα και τη Νικόλ.

Εδώ ο σύζυγός μου ασχολήθηκε με το επάγγελμά του, τα κουφώματα αλουμινίου κι εγώ ξεκίνησα να διδάσκω στα ελληνικά απογευματινά και Σαββατιανά σχολεία ενώ παράλληλα προσλήφθηκα στο τμήμα πωλήσεων μιας εταιρίας κατασκευών και τοποθετήσεων επίπλων κουζίνας.

Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολα. Παρόλο που είχα γεννηθεί και είχα ζήσει εδώ, έλειπα τόσα χρόνια που μου πήρε κάποιο χρόνο να προσαρμοστώ και να αποκτήσω τη νοοτροπία της «Ελληνοαυστραλής». Στο τέλος όμως τα καταφέραμε και οι δύο και ξεκινήσαμε τη ζωή μας εδώ.

Η Αυστραλία είναι μια «τυχερή» και καλή χώρα κατά τη γνώμη μου, αλλά δεν έχει την ελευθερία που αισθανόμαστε στην Ελλάδα. Αυτό μου έλειπε εδώ όπως και ο ήλιος, η φρεσκάδα, η θάλασσα… και πάνω από όλα τα κορίτσια μου.
Πέρσι, με την πανδημία δεν μπορέσαμε να πάμε να τις δούμε ενώ η κατάσταση άρχισε να γίνεται πολύ δύσκολη με την παρατεταμένη απαγόρευση των μετακινήσεων και των διεθνών ταξιδιών.

Όλο αυτό μας έκανε να σκεφτούμε πολύ σοβαρά και να αναθεωρήσουμε τις αντιλήψεις μας για το τι αξίζει πραγματικά στη ζωή. Κι έτσι τώρα είμαστε έτοιμοι να φύγουμε.

Ωστόσο θα μας λείψουν πολύ οι άνθρωποι που γνωρίσαμε εδώ και δεθήκαμε μαζί τους. Αυτούς θα τους έχουμε πάντα στην καρδιά μας. Θα μου λείψει πολύ και η οικογένειά μου εδώ.

Είναι δύσκολο όταν έχεις δύο πατρίδες. Γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ, ύστερα έφυγα κι έζησα τριάντα δύο χρόνια μακριά και παρόλο που έχω μια αδυναμία στην Ελλάδα, δεν μπορώ να μην αισθάνομαι και την Αυστραλία ως πατρίδα μου.

Όταν με τι καλό πατήσω το πόδι μου στο αεροδρόμιο της Αθήνας θα κάνω το σταυρό μου και θα πω «Δόξα τω Θεώ που είμαστε όλοι καλά και μπόρεσα να ζήσω αυτή την εμπειρία στην Αυστραλία και να γυρίσω πίσω στα παιδιά μου, εκεί που πρέπει να είμαι».

Αυτό που θέλω να κάνω πολύ γιατί το έχω στερηθεί πέντε χρόνια είναι να κάνω διακοπές στη θάλασσα κι έτσι με βλέπω να περνώ το υπόλοιπο του καλοκαιριού στο εξοχικό μας στην Εύβοια.

Το φθινόπωρο θα βρει τον Τάσο στη δουλειά του κι εμένα να εργάζομαι εξ αποστάσεως στην εταιρία που είμαι εδώ στην Μελβούρνη, καθώς είχα την τύχη ο εργοδότης μου να θέλει να συνεχίσουμε τη συνεργασία μας ακόμη κι αν εγώ βρίσκομαι χιλιάδες μίλια μακριά.

Θα ήθελα, πάντως, να επιστρέψω και στη διδασκαλία των αγγλικών, έστω και για μια-δυο μέρες την εβδομάδα. Είναι το επάγγελμα που έκανα στην Ελλάδα επί τριάντα χρόνια και το αγαπώ πολύ.

Ό,τι και να κάνουμε πάντως θα είμαστε ήρεμοι και ευτυχισμένοι γιατί θα έχουμε κλείσει έναν ακόμα – δύσκολο μεν, επιτυχημένο δε – κύκλο στη ζωή μας».

ΜΙΧΑΛΗΣ ΖΕΡΒΑΣ – ΒΑΛΕΝΤΙΝΑ ΤΟΓΚΑΡΙΔΟΥ

«Η ζωή είναι μικρή και αξίζει να κυνηγάς τα όνειρά σου»

O Μιχάλης Ζέρβας και η Βαλεντίνα Τογκαρίδου είναι από την Αθήνα και ήρθαν στη Αυστραλία το 2013, έχοντας ήδη μόνιμη άδεια παραμονής στη χώρα. Στη Μελβούρνη γεννήθηκε πριν από 17 μήνες η κόρη τους.

Εδώ και λίγο διάστημα, το ζευγάρι πήρε την απόφαση να επιστρέψει στην Ελλάδα, μόλις βρεθεί μια καλή δουλειά και νιώσουν οι ίδιοι έτοιμοι για το ταξίδι της επιστροφής.

O Μιχάλης Ζέρβας και η Βαλεντίνα Τογκαρίδου με την κορούλα τους που απέκτησαν εδώ στην Αυστραλία. Φώτο: Supplied

«Ήρθαμε Μελβούρνη για κάτι καλύτερο και όχι σαν κίνηση απελπισίας.

Από την πρώτη μέρα που ετοιμάζαμε το πλάνο μας στην Αθήνα, δεν είπαμε ότι πηγαίνουμε Αυστραλία για μόνιμα. Απλά θέλαμε να ξεφύγουμε από την οικονομική κρίση, να εμπλουτίσουμε το βιογραφικό μας και όταν νιώθαμε ότι κάναμε τον κύκλο μας θα επιστρέφαμε.

Βρήκαμε σχετικά καλές δουλειές, μετά από αγώνα βέβαια, και είμαστε ευχαριστημένοι επαγγελματικά. Εγώ είμαι πολιτικός μηχανικός και εργάζομαι ως Project Manager και η Βαλεντίνα εργάζεται στον χώρο της προσχολικής αγωγής ως Childcare Educator.

Αυτό που μας έκανε εντύπωση όταν ήρθαμε στη χώρα, ήταν πόσο καλά οργανωμένα είναι όλα ηλεκτρονικά, και ταυτόχρονα πόσο περιορισμένη είναι η προσωπική επαφή. Από τις δημόσιες υπηρεσίες μέχρι τα ταμεία στα σουπερμάρκετ.

Αυτό που μας λείπει περισσότερο από την Ελλάδα είναι οι άνθρωποί μας, οι φίλοι μας και η κοινωνική ζωή της Ελλάδας.

Πριν ξεσπάσει η πανδημία, την επισκεπτόμασταν σχεδόν κάθε χρόνο γιατί θέλαμε να κρατήσουμε την επαφή με τους δικούς μας και να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας.

Τα πρώτα χρόνια που την επισκεπτόμασταν βλέπαμε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν εκεί, δεν υπήρχαν προοπτικές, και φαινόταν ότι οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ονειρευτούν.

Σιγά σιγά όμως, φαίνεται ότι κάτι αλλάζει, και η νέα γενιά είναι πολύ δυναμική και με διάθεση να προσπαθήσει. Υπάρχει πολύ ταλέντο στην Ελλάδα και πιστεύουμε ότι μπορεί να γίνουν όμορφα πράγματα.

Ο λόγος που θέλουμε να επιστρέψουμε είναι ακριβώς επειδή θεωρούμε ότι έκλεισε ο κύκλος μας στην Αυστραλία. Επίσης κάτι που έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στην απόφασή μας, είναι ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας του μωρού μας όταν γεννήθηκε, που μας ανάγκασε να μείνουμε αρκετό καιρό στο νοσοκομείο. Δεν είχαμε στήριξη από πουθενά. Δεν έχουμε οικογένεια εδώ και το περάσαμε όλο αυτό, μόνοι μας!

Επίσης απομυθοποιήθηκε τότε, και το πολύ καλό σύστημα υγείας της Αυστραλίας. Πιστεύω ότι αν πρόκειται για μια εύκολη περίπτωση το αντιμετωπίζουν καλά. Η δική μας όμως ήταν πιο πολύπλοκη και η ανικανότητα πολλών ιατρών και η κακή επικοινωνία μας άγχωσε ακόμα πιο πολύ. Μιλώντας με άλλους γονείς στο Facebook, διαπιστώσαμε ότι είχαν παρόμοιες εμπειρίες.

Επίσης η Αυστραλία, ειδικά όσον αφορά τα μωρά και τα παιδιά, δεν σου δίνει τη δυνατότητα να απευθυνθείς σε ιδιωτικά νοσοκομεία, τα οποία είναι μόνο για εγχειρήσεις ρουτίνας. Άρα και η ιδιωτική ασφάλιση που είχαμε δε μας βοήθησε.

Γενικά πιστεύουμε ότι όσον αφορά τον κοινωνικό τομέα, η ανάπτυξη ενός παιδιού στην Ελλάδα είναι πιο φυσιολογική σε αντίθεση με εδώ, που όλα είναι πιο ψυχρά και αποστειρωμένα.

Πέρα από την επαγγελματική εμπειρία, όλη η ζωή στην Αυστραλία είναι μια εμπειρία που θα την κουβαλάμε πάντα μέσα μας.

Το καλύτερο είναι ότι μας έκανε να εκτιμήσουμε πράγματα που θεωρούσαμε δεδομένα, όπως ένα καλοκαιρινό μπάνιο με φίλους, Χριστούγεννα δίπλα στο τζάκι και εκδρομές στα χιόνια, θεατρικές παραστάσεις στο κέντρο της Αθήνας, μυρωδιές από ούζο και θαλασσινά μετά τον επιτάφιο και πολλά άλλα.

Οι δισταγμοί που έχουμε για την επιστροφή μας στην πατρίδα είναι κυρίως επαγγελματικής φύσεως, αλλά κάθε απόφαση έχει έναν βαθμό ρίσκου. Είμαστε αισιόδοξοι και πιστεύουμε ότι αξίζει να πάρουμε αυτό το ρίσκο και να επιστρέψουμε στην πατρίδα.

Η ζωή είναι μικρή και αξίζει να κυνηγάς τα όνειρά σου. Θεωρώ ότι το να γυρίσεις Ελλάδα είναι και ξεβόλεμα. Νιώθουμε πολίτες του κόσμου και αν τελικά αποτύχουμε, Αυστραλοί πολίτες είμαστε και μπορούμε ανά πάσα στιγμή να επιστρέψουμε».