Η Ελλάδα ταξιδεύει στα πέρατα της γης, με τον αθλητισμό και τις αθλητικές δραστηριότητες. Δεν είναι μια, δεν είναι δύο οι Ελλάδες που ταξιδεύουν με τα χρώματά της τα μοναδικά, αλλά και τα ονόματα, τις πόλεις και τα ιστορικά και μυθικά πρόσωπα, εκτός γεωγραφικών συνόρων φτιάχνονται μικρές πατρίδες ή, έστω, μια προέκτασή τους.

Από την Ελλάς Μελβούρνης (South Melbourne Hellas), Hellenic Darwin, Adelaide Hellas, FC Hellas Monachou München, Hellas Verona, Hellas Falcons Chicago κ.λπ., η λέξη Hellas ταξιδεύει όπου Γης, στα σήματα και τις φανέλες των ομάδων. Αυτό είναι ένα πολύ μικρό δείγμα συνέχειας και συνεκτικού κρίκου.

Φώτο: Supplied

Ομάδες οι οποίες φτιάχτηκαν αφετηριακά από μετανάστες, συνεχίζουν να παράγουν, να αναπαράγουν και να δίνουν το παρών στα δρώμενα της κάθε Πολιτείας.

Σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, πάντοτε η παρουσία των μεταναστών ήταν σημαντικότατη στην ανάπτυξη της κοινωνίας και όχι μόνο. Οι δε ομάδες συνεχίζουν να δίνουν το παρών σε όλες τις κατηγορίες στα μέτρα των πρωταθλημάτων.

Συνέβαλαν δε, στα μέγιστα της προώθησης του αθλήματος και δη του ποδοσφαίρου. Τα παιγνίδια τους, άλλωστε, αποτελούν και αποτέλεσαν πόλο εκτόνωσης, συνεύρεσης και ψυχαγωγίας.

Στο πολυπολιτισμικό περιβάλλον που ζούμε, αρκετά Ελληνάκια, ομογενείς της καινούργιας γενιάς συμμετέχουν σε όλους τους χώρους και σε διάφορα πόστα του αθλητισμού και του ποδόσφαιρου. Παρενθετικά, αρκετοί ομογενείς δοκίμασαν την τύχη τους και συνέχιζαν την καριέρα τους στην Ελλάδα, όπως και το αντίστροφο.

Στο χώρο της γραφής, σε ένα άλλο πεδίο, το κάτωθι κείμενο, σαν μια προσέγγιση σχέσης, ποδοσφαίρου, ποίησης, γραφής, ανάμνησης και εικόνας, προσπαθεί να φτιάξει ένα άλλο ημίχρονο. Από άλλη οπτική γωνία.

Βιογραφίες πολλές, αφιερώματα αρκετά, ταινίες και ντοκιμαντέρ επίσης, κυκλοφορούν και θα κυκλοφορούν πάντα για το ποδόσφαιρο.

Συγγραφείς, αθλητικογράφοι, παλιοί ποδοσφαιριστές, σκηνοθέτες, αναλυτές, σε συλλογικά έργα και με ιδιωτικά πονήματά τους, καταγράφουν και θα συνεχίζουν να βγάζουν στο φως, στην τέχνη, βιώματα, στιγμές, εκτιμήσεις, εμπειρίες, γεγονότα αλλά και τις σκέψεις τους από τα της περί στρογγυλής θεάς παιγνίδια και τερτίπια.

ΚΕΡΚΙΔΑ ΚΑΙ ΦΩΝΕΣ

Το σίγουρο, πάντως, είναι, ότι γήπεδο χωρίς θεατές είναι κάτι το οξύμωρο. Το έχουμε διαπιστώσει, άλλωστε, και τώρα τα τελευταία χρόνια με όλα τα περιοριστικά μέτρα και στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο.

Μια έτσι-μια αλλιώς, μια άδεια γήπεδα, μια μισογεμάτα και πολύ τηλεόραση. Από απόσταση, και ψυχαγωγία και κουβέντες . Όταν όμως τα πράγματα αλλάξουν, η βουή, η ιαχή, το σύνθημα, τα πανό από την ανθρώπινη παρουσία στις κερκίδες, τότε το θέαμα είναι αλλιώς. Το παιγνίδι στο γήπεδο, μεταφέρεται και στην εξέδρα. Ίσως και αντιστρόφως.

Ο ποιητής και σχολιαστής Γιάννης Κουβαράς στην εφημερίδα «Αυγή» (1/3/2015) για το βιβλίο των Σπύρου
Μπουκάλα-Καρκαγιάννη και Ιάσωνα Σχινά-Παπαδόπουλου, με τον γενικό τίτλο «Συνθήματα και τραγούδια των ελληνικών γηπέδων – Μια καταγραφή των οπαδικών συνθημάτων Ολυμπιακού, Παναθηναϊκού, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ, Άρη και Πανιωνίου», Εκδόσεις Άγρα, επισημαίνει και τα εξής:

«Οι συντάκτες μελετούν τη συνθηματολογία των γηπέδων, εντοπίζουν και σχολιάζουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους αλλά και τα κοινά στοιχεία τους. Τα κατηγοριοποιούν σε λατρευτικά (για την ομάδα τους) και σε υβριστικά-περιπαικτικά (για τις αντίπαλες ομάδες).

Στα πρώτα η ομάδα ταυτίζεται με τη θρησκεία ως επί Γης αντιπρόσωπος του θεού («Θρύλε, θεέ μου/Ολυμπιακέ μου», «Είμαστε αλάνια/κι έχουμε τον ΠΑΟΚ για θρησκεία» – εδώ υπό τις ευλογίες τραγουδιού του ιερουργού Τσιτσάνη). Στα υβριστικά, που είναι και τα περισσότερα, κυριαρχεί ο εμπαιγμός, η υβριστική φρασεολογία με κέντρο τη γενετήσια πράξη, η λοιδορία, ο ρατσισμός κ.ά.

Οι συγγραφείς τονίζουν το ρόλο του αλκοόλ και των ναρκωτικών ουσιών που κυριαρχούν στη συνθηματολογία, σε κυριολεκτική ή μεταφορική χρήση, σταθμεύουν στην ιδιαίτερη εφευρετικότητα των απαντητικών συνθημάτων, εντοπίζουν τους ρυθμούς στους οποίους βασίζονται τα συνθήματα, σε διαχρονικά συνήθως κι αναγνωρίσιμα μοτίβα (από τα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα και τον εθνικό ύμνο μέχρι αντάρτικα της αντίστασης, τον Τσιτσάνη, τον «Δρόμο» του Λοΐζου κ.ά.).

Εξίσου μεθοδικά προσεγγίζουν τα τραγούδια των γηπέδων, με πλήθος επισημάνσεων για τη μορφή, τη γλώσσα, αλλά και την απαραίτητη για την απομνημόνευση ρίμα.

Υπογραμμίζεται ότι «αποτελούν μια μορφή ανώνυμης, λαϊκής ποίησης, βωμολοχικής ή μη» και τονίζεται ο ρόλος τους στη διαμόρφωση μιας συλλογικής ταυτότητας.

Με τα τραγούδια και τα συνθήματά τους οι οπαδοί θέλουν να εμψυχώσουν τους παίκτες της λατρεμένης τους ομάδας, γιατί άλλο αποτέλεσμα πλην της νίκης, όποιος κι αν είναι ο αντίπαλος, δεν νοείται. Θέλουν όμως και να χλευάσουν τους παίκτες (και τους οπαδούς) του αντίπαλου συλλόγου, να τους τσακίσουν το ηθικό. Την επιμέλεια του βιβλίου είχε ο συγγραφεας και αρθρογράφος της «Καθημερινής», Παντελής Μπουκάλας.

Ένα άλλο δείγμα γραφής αποτελεί το βιβλίο του καθηγητή Λέων Ναρ «Το παιχνίδι της εξέδρας», Εκδόσεις
Μεταίχμιο 2014. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια από τον πρόλογο:

«Το βιβλίο το έγραψα για να ξανανιώσουμε πάλι μαζί, κάτι από αυτή τη μαγεία που σε μεγάλο βαθμό, έχει χαθεί. Να πάμε στο γήπεδο παρέα, παρόλο που εμένα πάντα μου άρεσε να περπατώ προς το γήπεδο μόνος. Να δούμε το όποιο ματς συντροφιά με τις σκέψεις μας, με την ανυπομονησία μας, να συναντήσουμε και τους υπόλοιπους της παρέας έξω από τη θύρα που κάθε φορά ανταμώνουμε.

Να νιώσουμε μαζί την ατμόσφαιρα του γηπέδου, εκεί που όλοι έχουμε φάει τόνους από σουβλάκια αμφίβολης προέλευσης, γιατί, ως γνωστόν, κανείς δεν έπαθε ποτέ τίποτα από τα «βρόμικα» των γηπέδων.

Εκεί που όλοι έχουμε φύγει, σε κάποιον έστω αγώνα, πέντε λεπτά πριν να τελειώσει, για να μην μπλέξουμε σε κίνηση, εκεί που όλοι, κάποια φορά, έχουμε κάνει μανούρα, επειδή κάποιος άλλος κάθισε στο δικό μας καρεκλάκι. Εκεί, στο γήπεδο με το τρανζιστοράκι, παλιότερα, στο αυτί, τώρα με το smartphone στο χέρι, στο γήπεδο που ποτέ δεν ξέρεις ποιον μπορείς να συναντήσεις, στο γήπεδο παρέα με τους προπονηταράδες της εξέδρας».

Ο συντάκτης Τάσος Μπούρας στην έκδοση της εφημερίδας «Τα Νέα» (18/3/2010), σημειώνει ανάμεσα στα άλλα:

«Η αλήθεια είναι ότι η χαμηλή ποδοσφαιρική κουλτούρα των Ελλήνων οπαδών φαίνεται εκ πρώτης όψεως από τα παρατσούκλια που προσδίδουν στις αντίπαλες ομάδες. Για παράδειγμα, στην Αγγλία η Έβερτον είναι οι “εφοπλιστές”, η Άρσεναλ τα “κανόνια”, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ οι “μπέμπηδες”, η Γουέστ Χαμ τα “σφυριά”, τα αντίστοιχα προσωνύμια των ελληνικών ομάδων δεν είναι και τόσο… σικ. “Γαύροι” οι Ολυμπιακοί, “βαζέλες” οι Παναθηναϊκοί, “χανούμια” οι ΑΕΚτζήδες, “σκουλήκια” οι Αρειανοί, “γριές” οι Ηρακληδείς, “γύφτοι” οι ΠΑΟΚτζήδες και “τυριά” οι Λαρισαίοι.

Βέβαια, οι οπαδοί σε όποια ομάδα και αν ανήκουν έχουν και κάτι κοινό. Την ποδοσφαιρική διάλεκτο, δηλαδή, τις κωδικοποιημένες λέξεις που όλοι στο ποδόσφαιρο γνωρίζουν την ερμηνεία τους.

Για παράδειγμα, το “κοράκι” είναι ο διαιτητής, οι “πλαϊνοί” οι επόπτες. Όταν ακούγεται η λέξη “βρέχει” το παιχνίδι είναι “σικέ” γιατί κάποιος έχει πάρει “πακέτα” (χρήματα). Οι στραβοκλωτσιές κάνουν τον παίκτη… “ξυλοκόπο”.

Ο τερματοφύλακας που δεν βρίσκει την μπάλα είναι “τροχονόμος” ή έχει “μανταλάκια”. Αν η φύση δεν χάρισε στον παίκτη το προσόν της ταχύτητας θα ακούσει συχνά τον χαρακτηρισμό “κρέας”. Και αν κάποιος είναι καλός παίκτης, αλλά κάνει ύποπτα λάθη στο παιχνίδι είναι “ματιασμένος”».

ΠΡΟΠΟΝΗΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣ

Ο Θανάσης Σκρούμπελος, δημοσιογράφος και συγγραφέας, μέσα απόο το βιβλίο του «Του Μπούκουβι την ομαδάρα» Εκδόσεις Τόπος, 2018, ανατέμνει την ταραγμένη κοινωνικά και πολιτικά εποχή (Ιουλιανά, Πραξικόπημα) με την πορεία και την ιστορία του Ολυμπιακού.

Ο μεγάλος Ούγγρος προπονητής πήγε το καλοκαίρι του 1965 και έφυγε τον Δεκέμβριο του 1967. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα αναμόρφωσε τον Ολυμπιακό και έγινε ένας από τους μεγαλύτερους θρύλους του.

Ταυτόχρονα, πέρα από βολικούς μύθους και εικασίες, αποκαλύπτει πώς ήρθε και γιατί πραγματικά έφυγε από τη χώρα και τον Ολυμπιακό ο Μπούκοβι. Το βιβλίο περιλαμβάνει πλήρες χρονολόγιο των αγώνων του Ολυμπιακού με ηγέτη τον Μπούκοβι καθώς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό.

Χαρακτηριστική είναι η λεζάντα της εποχής, από την αθλητική εφημερίδα «Το Φως». Στην πρώτη του χρονιά ως προπονητής, κέρδισε το πρωτάθλημα και οι παίκτες και λάτρεις του Ολυμπιακού, βρέθηκαν στο μαγαζί του Ζαμπέτα και τραγουδούσαν ανάμεσα στα άλλα για να πικάρουν τους Παναθηναϊκούς το «πάει, πάει και δεν γυρίζει πια».

Κάθε εποχή έχει τα δικά της ινδάλματα και τη δική της ιστορία. Προφορική και γραπτή. Και, στην τελική, η μπάλα, παίζεται μέσα στο γήπεδο. Εκεί είναι ο χώρος της. Ο αέρας και οι ανθρωποί της. Αποδελτιώνω ένα απόσπασμα συνέντευξης του Μίμη Παπαϊωάννου στον συγγραφέα Σωτήρη Κακκίση, από την εφημημερίδα «Ελευθεροτυπία» (7/2/1985):

«Μέσα από το ποδόσφαιρο θα πρεπει να βγάλει αυτό που θέλει. Οχι στο καφενείο ή στα αποδυτήρια ή να πιάσει τον προπονητή του ή να δικαιολογήσει κάτι άλλο με το ποδόσφαιρο,στο πατέρα ή στην μάνα του.

Άμα θέλει το ποδόσφαιρο, παίζοντας και αγωνιζόμενος θα τους πείσει όλους αυτούς. Πρέπει να μιλάει μεσα από το παιγνίδι, να μην λέει λόγια άλλα».

Όσο για τις προτιμήσεις του, για ποδοσφαιριστές της εποχής, δίνει ακόμη ένα στίγμα των σκέψεών του:
«Χατζηπαναγής, Λουκανίδης, Κούδας, Παπαϊωάννου, Δομάζος, Σιδέρης, όλοι κάτι είχανε.

Ο καθένας είχε κάτι δικό του. Άλλος είχε τσαγανό, άλλος σκόραρε , όλοι κάτι είχανε και γίνανε και κρατήσαμε. Και όλοι κάτι στερηθήκαμε».

Για πολλά χρόνια στον πάγκο της Άρσεναλ , ο Αλσατός Άρσεν Βενγκέρ, μιλάει για την δική του στέρηση, με αφορμή το βιβλιο του «My life in red and white»: «Ζήτημα ζωής ή θανάτου ήταν για μένα η Άρσεναλ. Χωρίς εκείνη έζησα πολλές στιγμές απέραντης μοναξιάς και οδύνης», ενώ δεν παραλείπει να επισημάνει τις σκέψεις του για την προπονητική και την πορεία του ποδοσφαίρου στην Ευρώπη, στο παγκόσμιο χάρτη και δη, της Αγγλίας.

Ας μείνουμε, όμως, στην γηραιά Αλβιώνα. Σίγουρα, όλοι θα έχουμε δει την ταινία -από τις πολλές για το ποδόσφαιρο- «Bend it like Beckham» (2002), όπου ένα κορίτσι μεταναστών, αγαπάει το ποδόσφαιρο και έχει ως ίνδαλμα τον Ντέιβιντ Μπέκαμ.

Ένα ακόμη δείγμα, ότι το άθλημα, απευθύνεται σε όλους.

Για όλους και όλα ο Άλεξ Φέργκιουσον, στην αυτοβιογραφία του, επί των ποδοσφαιρικών, τα λέει και τα γράφει με σαφήνεια. Παρ΄ολίγο, βέβαια, μετά την αποχώρησή του, από την Manchester United να έπαιρνε και κάποιο πόστο στην ομάδα του Παναθηναϊκού.

Για πολλούς, ο κορυφαίος προπονητής που έχει περάσει από τους πάγκους των ποδοσφαιρικών γηπέδων -27 χρόνια στην ίδια ομάδα- με αμέτρητους τίτλους και επιτυχίες εξελίχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του αθλήματος. Στο βιβλίο αυτό, ο Σερ Άλεξ αφηγείται με εντυπωσιακό τρόπο την εκπληκτική πορεία του από η γειτονιά που γεννήθηκε στη Γλασκώβη μέχρι την κορυφή του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.

Η πιο ενδιαφέρουσα και πολυσυζητημένη βιογραφία αθλητικής προσωπικότητας όλων των εποχών, της οποίας, από τον Νοέμβριο του 2013, έχουν πουληθεί 800.000 αντίτυπα στην Αγγλία.

Μαζί βρέθηκαν στο ξακουστό «Μαρακανά» τo 2000 στο Κύπελλο Συνομοσπονδιών (ή αλλιώς 1ο Παγκόσσμιο Κύπελλο Συλλόγων) απο τις πέντε ηπείρους ο Sir και ο Άγγελος Ποστέκογλου, ως προπονητής τότε της Ελλάς Μελβούρνης, πρωταθλήτριας ομάδας της περιόδου, στην Ωκεανία. Αυτό αποτελεί ένα μικρό δείγμα των σταθμών της γενικότερης ποδοσφαιρικής του σταδιοδρομίας, τόσο εντός συνόρων όσο και εκτός.

Άλλωστε, ο δικός μας Άγγελος, ξεδιπλώνει τις σκέψεις του στο βιβλίο «Changing the Game» (Author Ange
Postecoglou with Andy Harper, 2016) ένα ταξίδι στην διαδρομή του, από τα παιδικά χρόνια και το
ποδόσφαιρο αλάνας ως την κατάκτηση του Ασιατικού Κυπέλλου.

Όπως σημειώνει και η παλιά δόξα των αυστραλιανών γηπέδων και δημοσιογράφος αναλυτής Andy Harper, ο Άγγελος Ποστέκογλου είναι μια εμβληματική προσωπικότητα στο χώρο του ποδοσφαίρου. Ευχόμαστε τα καλύτερα στο νέο του κεφάλαιο ως προπονητής στη Σκωτία και στις διοργανώσεις της Ευρώπης, με τη φημισμένη Celtic FC.