Το ποσοστό των Αυστραλών που έχουν εμβολιαστεί και με τις δυο δόσεις εμβολίων κατά του κορονοϊού ανέρχεται μόλις στο 8. 1.% του πληθυσμού της χώρας.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό (από τα χαμηλότερα των αναπτυγμένων χωρών) που οφείλεται αφενός στην έλλειψη εμβολίων, αφετέρου στις παρενέργειες που προκαλεί κυρίως το Astrazeneca και βεβαίως στις αντιφατικές ανακοινώσεις των αρμοδίων που έχουν προκαλέσει σύγχυση στους πολίτες.
Για την τρίτη δόση του εμβολίου ετοιμάζονται οι φαρμακευτικές εν μέσω διασποράς της ινδικής μετάλλαξης
Σε αγώνα δρόμου έχει επιδοθεί η παγκόσμια ιατρική κοινότητα ώστε να αποτρέψει τις δραματικές συνέπειες της μετάλλαξης Δέλτα που επικρατεί ήδη σε ορισμένες χώρες. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, η ινδική μετάλλαξη ανέτρεψε τα θετικά δεδομένα, ανεβάζοντας επικίνδυνα το επιδημιολογικό φορτίο, γεγονός που απoτυπώνεται στα κρούσματα των τελευταίων ημερών, τα οποία είναι σταθερά πάνω από 30.000.
Αύξηση κρουσμάτων επέφερε η ινδική μετάλλαξη και στο Ισραήλ, ενώ δεν είναι λίγες οι χώρες που «βγάζουν από τα συρτάρι» τα μέτρα της άνοιξης και τα ενεργοποιούν για να προλάβουν το νέο κύμα πανδημίας που φαίνεται να βρίσκεται προ των πυλών.
Οι εμβολιαστικές εκστρατείες «τρέχουν», όμως υπάρχουν και πολλοί πολίτες που αρνούνται να εμβολιαστούν, με αποτέλεσμα να είναι πιο ευάλωτοι στον ιό, καθιστώντας πιο πιθανή τη διασπορά του σε άλλους.
Τι συμβαίνει όμως και με εκείνους που έχουν εμβολιαστεί; Σύμφωνα με την πλειονότητα των επιστημονικών απόψεων, τα ενέσιμα σκευάσματα προστατεύουν ως ένα σημαντικό βαθμό από την ινδική παραλλαγή, κυρίως από τη σοβαρή νόσηση.
Είναι πιθανό, όμως, να μολυνθεί κανείς από τη μετάλλαξη, αλλά θα νοσήσει σαφώς πιο ελαφριά απ’ό,τι εάν δεν είχε εμβολιαστεί.
Αυτή τη στιγμή η επιστημονική κοινότητα εστιάζει στην τρίτη δόση του εμβολίου που θα έχει ως σκοπό την υψηλότερη θωράκιση απέναντι στο ινδικό στέλεχος.
Η αμερικανική εταιρεία Pfizer και η γερμανική BioNTech ανακοίνωσαν ότι αναπτύσσουν ένα νέο εμβόλιο -στην ουσία μια αναβάθμιση του υπάρχοντος εμβολίου τους- που στοχεύει ειδικά στην πιο μεταδοτική παραλλαγή Δέλτα του κορωνοϊού και σκοπεύουν να ξεκινήσουν κλινικές δοκιμές του τον Αύγουστο.
Οι δύο εταιρείες -που θα είναι οι πρώτες οι οποίες σκοπεύουν να δημιουργήσουν ένα εμβόλιο ειδικά κατά της Δέλτα- θεωρούν ότι αυτό θα αποτελέσει ένα έξτρα όπλο στην περίπτωση που μια ενισχυτική δόση του υπάρχοντος εμβολίου τους αποδειχθεί ανεπαρκής κατά της Δέλτα.
Παράλληλα, ανέφεραν ενθαρρυντικά αποτελέσματα από μελέτες ανθρώπων που έλαβαν μια τρίτη ενισχυτική δόση του υπάρχοντος εμβολίου τους. Η έξτρα δόση, έξι μήνες μετά τη δεύτερη, αύξησε την ισχύ των αντισωμάτων κατά του αρχικού στελέχους του ιού και κατά της παραλλαγής Βήτα («νοτιοαφρικανικής») κατά πέντε έως δέκα φορές.
Η αποτελεσματικότητα του τωρινού εμβολίου μπορεί να μειώνεται ένα εξάμηνο μετά τη χορήγηση του και γι’ αυτό, σύμφωνα με τις δύο συνεργαζόμενες εταιρείες, μπορεί να χρειάζεται ενισχυτική δόση ιδίως κατά των παραλλαγών του κορωνοϊού. Τα σχετικά στοιχεία, που δεν έχουν ακόμη δημοσιευθεί, πρόκειται να υποβληθούν στην Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ μέσα στις επόμενες εβδομάδες, κάνοντας έτσι το πρώτο βήμα για να πάρουν την έγκριση χορήγησης ενισχυτικής δόσης, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης», το πρακτορείο Ρόιτερς και τους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς».
Οι υγειονομικές Αρχές του Ισραήλ εκτίμησαν -με βάση νεότερα στοιχεία του Ιουνίου- ότι οι δύο δόσεις του εμβολίου Pfizer/BioNTech παρέχουν προστασία μόνο 64% κατά της Δέλτα όσον αφορά τη λοίμωξη και την απλή συμπτωματική νόσο, αλλά 93% όσον αφορά τη σοβαρή νόσο και τη νοσηλεία λόγω Δέλτα. Όμως αυτή η εκτίμηση έρχεται σε σύγκρουση με άλλες μελέτες που έχουν συμπεράνει ότι το εμβόλιο είναι πολύ αποτελεσματικό έναντι όλων των παραλλαγών.
«Η Pfizer εμφανίζει έναν οπορτουνισμό, βασίζοντας την ανακοίνωση της σε πολύ πρώιμα και ‘αχώνευτα’ στοιχεία από το Ισραήλ. Το πότε θα έλθει η σωστή ώρα για ενισχυτικές δόσεις, είναι μια απόφαση που δεν θα την πάρει η εταιρεία», δήλωσε ο ιολόγος Τζον Μουρ της Ιατρικής Σχολής Weill Cornell της Νέας Υόρκης.
Το υπό ανάπτυξη νέο εμβόλιο κατά της Δέλτα θα στοχεύει σε όλη την πρωτεΐνη-ακίδα του κορωνοϊού και όχι μόνο σε ένα μέρος της όπως έως τώρα.
ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΕΜΒΟΛΙΑΣΤΕΙ
Τα άτομα που μολύνονται με τον νέο κορονοϊό Sars-CoV-2 μετά τον εμβολιασμό τους είναι πιθανό να έχουν χαμηλότερο ιικό φορτίο, μικρότερη διάρκεια λοίμωξης και πολύ ηπιότερα συμπτώματα από τους μη εμβολιασμένους σύμφωνα με έρευνα που περιλαμβάνει στοιχεία από τις συνεχιζόμενες έρευνες του Τμήματος Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου της Αριζόνα και δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine.
«Οι πλήρως εμβολιασμένοι σε ποσοστό 90% δεν πρόκειται να νοσήσουν με Covid-19» επισημαίνει ο Δρ Jeff Burgess καθηγητής στο Κολλέγιο Δημόσιας Υγείας Mel & Enid Zuckerman και συνεχίζει «αλλά ακόμη και αν νοσήσετε, το ιικό σας φορτίο θα είναι χαμηλό και η νόσος πολύ ηπιότερη».
Ενώ τα εμβόλια κατά της COVID-19 αποδεικνύονται εξαιρετικά αποτελεσματικά στην πρόληψη της μόλυνσης κανένα εμβόλιο δεν είναι 100% αποτελεσματικό και μπορεί να σημειωθούν λοιμώξεις, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό. Μεταξύ 3.975 συμμετεχόντων σε δύο μελέτες, οι λοιμώξεις από τον SARS-CoV-2 εντοπίστηκαν σε πέντε συμμετέχοντες που είχαν πλήρως εμβολιαστεί και σε 11 που είχαν μερικώς εμβολιαστεί, καθώς και σε 156 μη εμβολιασμένους συμμετέχοντες. Περίπου οι μισοί από τους συμμετέχοντες προέρχονταν από περιοχές μελέτης της Αριζόνα.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες στη μελέτη που είχαν πλήρως ή μερικώς εμβολιαστεί με mRNA εμβόλια Pfizer και Moderna και μολύνθηκαν, είχαν κατά 40% μικρότερο ιικό φορτίο από αυτό των μη εμβολιασμένων συμμετεχόντων. Το ιικό φορτίο – η ποσότητα του ιού SARS-CoV-2 που βρέθηκε σε ένα δοκιμαστικό δείγμα – θεωρείται ότι παίζει ρόλο στη σοβαρότητα της νόσου και μπορεί να επηρεάσει τη δευτερογενή μετάδοση.
Πέραν της βαρύτητας της νόσου οι ερευνητές εξέτασαν και τη διάρκειά της. Η πλειονότητα των λοιμώξεων μεταξύ των μη εμβολιασμένων συμμετεχόντων διήρκεσε δύο ή περισσότερες εβδομάδες, σε σύγκριση με μόνο μία εβδομάδα μεταξύ των εμβολιασμένων συμμετεχόντων.
Επιπλέον, ο κίνδυνος λοίμωξης COVID-19 με πυρετό ήταν 58% χαμηλότερος για τους εμβολιασμένους συμμετέχοντες, οι οποίοι ανέφεραν κατά μέσο όρο δύο λιγότερες μέρες ασθένειας και συνολική διάρκεια ασθένειας κατά έξι ημέρες μικρότερη από εκείνη των μη εμβολιασμένων ατόμων.
Επίσης βάσει δεδομένων από τις 14 Δεκεμβρίου έως τις 10 Απριλίου, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι δύο δόσεις ενός εμβολίου mRNA ήταν 91% αποτελεσματικές κατά της μόλυνσης με SARS-CoV-2. Επιπλέον, η έκθεση έδειξε ότι η μία δόση εμβολίου αποδείχθηκε 81% αποτελεσματική έναντι της λοίμωξης SARS-CoV-2.
«Βλέπουμε ακόμα τα ίδια υψηλά επίπεδα αποτελεσματικότητας του εμβολίου, οπότε αισθανόμαστε καλά γι ‘αυτό», δήλωσε ο Δρ Burgess. «Αλλά το πιο σημαντικό, είναι ότι έχουμε προσθέσει μια σειρά μέτρων για τη σοβαρότητα της λοίμωξης μεταξύ των εμβολιασθέντων ατόμων σε σύγκριση με τους μη εμβολιασθέντες και καταφέραμε να μετρήσαμε το ιικό φορτίο καθώς και τη διάρκεια της λοίμωξης» σημειώνει ο Δρ. Burgess.