ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΚΑΙ ΟΘΩΜΑΝΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

Το ριζοσπαστικό αυτό ρήγμα στην πολιτική λειτουργία της Εκκλησίας με τη δημιουργία του ελληνικού Κράτους και την διάλυση της Οθωμανικής Aυτοκρατορίας, οδηγεί τελικά σε δύο ιστορικές προσεγγίσεις, αυτές της Αυτοκέφαλης Ελληνικής Εκκλησίας και του Πατριαρχείου.

Ως φορέας της επίσημης θρησκείας του Κράτους, δηλαδή ως επαναπροσδιοριζόμενη από την επιτυχία της επανάστασης εντός των ορίων σύγχρονου ανεξάρτητου κράτους, η Αυτοκέφαλη Εκκλησία αναγκάζεται η ίδια να επαναπροσδιορίσει τη λειτουργία και αποστολή διαλέγοντας ως πυξίδα της το βυζαντινό μοντέλο.

Δίπλα στην πολιτική εξουσία του κράτους είναι η πνευματική συν-εξουσία της απόλυτης αλήθειας. Αυτό, βέβαια, σημαίνει ότι και το ίδιο το Κράτος, ως Κράτος-έθνος, εμπλέκει την πολιτική του σκέψη στην «λογική» της απόλυτης αλήθειας του έθνους, η οποία, μακροπρόθεσμα, συμβάλει αποφασιστικά στην πολυσύνθετη αδυναμία του να ολοκληρώσει τον αστικό προσανατολισμό του ως φιλελεύθερο.

Τώρα σε παροικίες (ιστορικά πρώτα στην Αμερική) όπως αυτές των Ελλήνων της Αυστραλίας, δίνεται η ευκαιρία στο Πατριαρχείο να τοποθετηθεί απέναντι στους πάροικους μετανάστες έξω από την δικαιοδοσία του ελληνικού Κράτους, άρα και εκτός των πλαισίων της πολιτικής χειραφέτησης τα οποία επέβαλε η Επανάσταση.

Αυτό διαλέγει να το κάνει με όρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δηλαδή, το πράττει με την συνεχή άρνηση της ακύρωσης, από την Επανάσταση του ’21, της πολιτικής διάστασής του ως εκπρόσωπο των Ελλήνων χριστιανών.

Μιας όμως και συνεχιστής και εκφραστής του πνεύματος αυτής της ακύρωσης στην Αυστραλία είναι ο θεσμός της κοινότητας, ο οποίος εξίσου αφαιρεί από το Πατριαρχείο το δικαίωμα στην πολύπλευρη πολιτική και κοινωνική εκπροσώπηση των Ελλήνων μεταναστών, στο κοινοτικό πνεύμα των παροικιών, το Πατριαρχείο και η Αρχιεπισκοπή βιώνουν νοερά τη συνέχεια της ήττας τους στην Επανάσταση του 1821 και προσπαθούν να «ακυρώσουν την ακύρωσή της» καταποντίζοντας τις κοινότητες.

Ο αρχιεπισκοπισμός/ενοριασμός, και ο αντίστοιχος παροικιακός μηδενισμός τους, είναι, τελικά, η φαντασίωση του ηττημένου Πατριαρχείου, η οποία, μετατρέποντας τις ελληνοαυστραλιανές παροικίες σε ενοριακούς δορυφόρους, προσπαθεί εντελώς ονειρικά να αντιστρέψει το αποτέλεσμα της Επανάστασης «ανακτώντας» την πολιτική αίγλη του ηγεμονικού αντιπροσώπου των Ελλήνων στην ξένη χώρα. Παραδόξως, η Αρχιεπισκοπή «επουλώνει» το τραύμα της ήττας με το να επανατοποθετεί τις δημοκρατικές παροικίες των Ελληνοαυστραλών στον παναυστραλιανό ορίζοντα του ενοριασμού για να τις αντιπροσωπεύει στον «Σουλτάνο» στον οποίο πληρώνουν τους φόρους τους, που τώρα βέβαια είναι το αυστραλιανό Κράτος.

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ

Στα λεγόμενα του Αρχιεπισκόπου που παραθέσαμε στην αρχή του άρθρου μας, ο αναγνώστης παρατηρεί ένα ιδιότυπο πολεμικό, αντιμαχόμενο ύφος και πάθος. Ο αρχιεπισκοπισμός του εκφράζεται εντοπίζοντας έναν εχθρό, τους «Κοινοτάρχες»,  οι οποίοι «σβήνουν… και μαραίνονται» γιατί χάνουν την «εξουσία», δηλαδή την πολιτική δύναμη να αντιπροσωπεύουν τους Ελληνοαυστραλούς στην ξένη χώρα της Αυστραλίας.

Το πολιτικό αυτό πάθος , το οποίο στην επιφάνεια εκφραζόταν πιο έντονα από τον προηγούμενο Αρχιεπίσκοπο, δεν είναι κάτι τυχαίο ή ιδιοσυγκρασιακό. Ανήκει στην άλογη θέληση του αρχιεπισκοπισμού και είναι η «κραυγή» του Πατριαρχείου στην Αυστραλία, μιας και πηγάζει από το ιστορικό τραύμα της ήττας που αναφέραμε.

Παραδόξως, η πολεμική θριαμβολογία του Αρχιεπισκόπου κρύβει το οντοπαθολογικό βάθος ενός εκκλησιαστικού θρήνου τον οποίο μάταια προσπαθεί η Εκκλησία να εξορκίσει στις παροικίες, εσωτερικεύοντας τη «λαγνεία» του εξουσιασμού, η οποία τώρα εμφανίζεται ως η πολιτική ψύχωση του ενοριασμού και η οποία, όπως υποστηρίξαμε, πηγάζει από το Οθωμανικό της παρελθόν.

Η θεληματική αυτή πολλαπλή εκκλησιαστική άρνηση πυροδοτεί την πολιτική προσέγγιση του αρχιεπισκοπισμού στις παροικίες των Ελληνοαυστραλών ως την «αντεπανάσταση» του ενοριασμού μέσω της οποίας προσπαθεί να εκμηδενίσει την κοινοτική έκφραση του πνεύματος της Επανάστασης του ’21 και, παράλληλα, με δεδομένη την αίγλη και σημασία της, να οικειοποιηθεί το 1821 παρουσιάζοντάς το ως πνευματικά εκκλησιαστικό γεγονός.

Στην οντοπαθολογική φαντασίωση του Πατριαρχείου, η ιστορία «παίζεται» ξανά ως ταινία αλλά τώρα με την Εκκλησία νικήτρια. Η υποθετική «νίκη» της εκκλησίας επί της κοσμικής διάστασης της Επανάστασης, αναδεικνύεται ακριβώς την ιστορική στιγμή κατά την οποία οι κοινοτικές παροικίες μετατρέπονται σε ενοριακούς δορυφόρους.

Η ψύχωση αυτή η οποία οδηγεί στον παροικιακό μηδενισμό είναι η επανεμφάνιση του ηττημένου Πατριαρχείου ως το «φάντασμα» που ξαναγράφει την ιστορία ως μια νέα μυθολογία σωτηριολογικού θριάμβου.

Οι επαναστάτες του ’21 που πρέπει να ηττηθούν είναι τώρα οι «κοινοτάρχες» του 21ου αιώνα και ως ενοριακοί δορυφόροι οι παροικίες θα παρουσιαστούν από τον Αρχιεπίσκοπο στο, λευκό ηγεμόνα -το αυστραλιανό Κράτος- ως πολίτες αλλά χωρίς φωνή, δηλαδή ως ευγνώμονες «υπήκοοι».

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, το ότι ο παθιασμένος λόγος του Αρχιεπισκόπου έχειως ακροατή του το μέλος μιας Κοινότητας η οποία είναι έτοιμη να μετατραπεί σε Ενορία.

Είναι στις παροικίες, λοιπόν, που προσπαθεί και να ανακτήσει την πολιτική διάστασή του το Πατριαρχείο και να αποκρύψει τα πραγματικά αισθήματά του για την Επανάσταση μέσα από τους υπερβολικούς, πολιτικά άνοστους, και άνευ προβληματισμού, πανηγυρισμούς για τα 200 χρόνια του ’21, οι οποίοι -ας το τονίσουμε αυτό- παρουσιάζονται και προβάλλονται στην κατακτημένη πατρίδα του Ιθαγενή Αυστραλού χωρίς ίχνος ιστορικής ευαισθησίας, σεβασμού, και ευθύνης.

Στην Αυστραλία, λοιπόν, ο δημοκρατικός θεσμός της Κοινότητας, ιδιαίτερα όταν εκφράζεται μέσω της ομοσπονδίας, είναι ο πολιτικά θανάσιμος εχθρός της Αρχιεπισκοπής στον βαθμό που η τελευταία φαντάζεται τον εαυτόν της στην ξένη χώρα υποδοχής με υποβαθμισμένους πολιτικούς όρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως πολιτικό αντιπρόσωπο των Ελλήνων χριστιανών.

Ο κοινοτικός είναι εχθρός όχι γιατί δεν είναι ορθόδοξος χριστιανός, αλλά γιατί, παραδόξως, στον βαθμό που είναι, δεν συγχέει την εκκλησιαστική του υπόσταση με την πολιτική του συγκρότηση και αντιπροσώπευση ως Ελληνοαυστραλός πολίτης.

Νοσταλγώντας το λαμπρό Οθωμανικό του παρελθόν, το Πατριαρχείο δεν συγχέει απλώς τις εν λόγω ιδιότητες. Ιστορικά έχει αναπτύξει το εκκλησιαστικό του «είναι» ως η ίδια η άλογη σύγχυση τους, η οποία σύγχυση είναι στην ουσία της άσκηση παθολογικής βίας πρώτα ενάντια στο ίδιο το εκκλησιαστικό σώμα, στις ελευθερίες του ατόμου, και στην συλλογική μας κοινοτική αυτονομία.

Η ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ

Όμως στον ευρύτερο ιστορικό ορίζοντα λειτουργίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας ο αρχιεπισκοπισμός είναι και κάτι άλλο, ακόμη πιο τραγικό.

Στην μακρόχρονη πορεία του Πατριαρχείου το στάδιο του αρχιεπισκοπισμού εκφράζει την ολοκλήρωση της διαφθοράς του χριστιανικού πνεύματος, όχι μόνο γιατί είναι η ίδια η Εκκλησία που τώρα διαλέγει να γίνει πολιτική εξουσία μετατρέποντας τις παροικίες σε ενοριακούς δορυφόρους, αλλά γιατί μιας και αναπτύσσει την θέληση της επιλογής του αρχιεπισκοπισμού μακριά από κρατικές επιβολές και πνευματικούς συμβιβασμούς, θα μπορούσε ελεύθερα, με γνώση και διαύγεια γνήσιου θρησκευτικού πνεύματος, να μην τον είχε επιλέξει.

Η σχέση του με τις παροικίες προσέφερε στο Πατριαρχείο τη μοναδική ιστορική ευκαιρία να αναπτύξει τη θέληση, όχι του πολιτικού ηγεμονισμού του μίσους και της διάσπασης των παροικιών, αλλά αυτή της θεολογικής κάθαρσης και της γνήσιας σωτηριολογικής ενατένισης και πράξης, επιλέγοντας την ανάκτηση του θρησκευτικού πυρήνα της αγάπης του δικαίου μακριά από εξουσιαστικές βλέψεις και κρατικές εξαρτήσεις.

Από τη σκοπιά αυτή, η θέληση της επιλογής του αρχιεπισκοπισμού εκφράζει την ολοκλήρωση της θρησκευτικής διαφθοράς της εκκλησίας ως οντολογική «λαγνεία» της εξουσίας η οποία, όπως τονίσαμε, αρχίζει με την εξωεκκλησιαστική ανάδειξη του χριστιανισμού σε επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για να καταλήξει στην εσωτερίκευσή της με τον αρχιεπισκοπισμό.

Μέσω του αρχιεπισκοπισμού, η Αποστολική Εκκλησία μεταλλάσσεται εκ των έσω σε πολιτικά εξουσιαζόμενο παροικιακό «ηγεμονίσκο», αποβάλλοντας το θεολογικό εύρος της ίδιας της πίστης της.

Ο αρχιεπισκοπισμός ίσως αποτελεί την απόλυτη ακύρωση του θεολογικού «είναι» του οικουμενικού Πατριαρχείου και την αντικατάστασή του με ηγεσίες κενές από την στοιχειώδη πνευματικότητα της βαθιάς, και γεμάτης ελευθερία, προσευχής του οικουμενικού λαϊκού εκκλησιαστικού σώματος.

Η θέληση αυτή τελικά μετατρέπει τη θρησκευτική ανάγκη του χριστιανού παροίκου και τη σωτηριακή αποστολή της ίδιας της Εκκλησίας σε μέσα τυφλής και άγονης εξουσίας που καταντά για τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο και τους επισκόπους η εξουσία του «life style», η οποία, όπως έχουμε αναλύσει αλλού, είναι τέλεια προσαρμοσμένη με τις ιδεολογικές και οντολογικές ανάγκες της λευκής Αυστραλίας της κατάκτησης, του ρατσισμού, και της ταξικής αδικίας.

Συνοπτικά λοιπόν ο αρχιεπισκοπισμός είναι το Πατριαρχείο στο στάδιο της απόλυτης πολιτικής ψευδαίσθησης της πολιτικής θεολογίας και στρατηγικής του ενοριασμού, η αυτοεξορία του στο virtual reality των παροικιών-ενοριών μέσω των οποίων προσπαθεί νοερά να ακυρώσει τις πολιτικές κατακτήσεις της επανάστασης του 1821 απορρίπτοντας έτσι, όπως υποστηρίξαμε, την ευκαιρία της θεολογικής κάθαρσης.

Ο αρχιεπισκοπισμός είναι το βαθύτερο στάδιο της εκκλησίας ως θεσμικής θεολογικής άρνησης της αγαπητικής, και εν δυνάμει κοινωνικά κριτικής ουσίας του χριστιανισμού.

Είναι η Εκκλησία ως ο αθεϊσμός της πολιτικά τυφλής θέλησης στη δύναμη επιβολής και ιστορικής βίας και ασέβειας. Ο αρχιεπισκοπισμός είναι το πάθος της «αντεπανάστασης» ενάντια στο 1821 η οποία μετατρέπει την πολιτική ήττα, το τραύμα, και το θρήνο του Πατριαρχείου σε άλογο μίσος και θριαμβολογία ενάντια στο κοινοτικό πνεύμα των παροικιών.

Όπως τονίσαμε είναι όντως ένα θλιβερό ιστορικό θέαμα, αυτό της εκκλησιαστικής οντοπαθολογίας εν εξελίξει, μια χαμένη ευκαιρία γνήσιας χριστιανικής αναγέννησης.

ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ Η ΠΑΡΟΙΚΙΕΣ ΕΝΟΡΙΑΣΜΟΥ;

Για τις ελληνικές παροικίες της Αυστραλίας, ο 20ος αιώνας ήταν ο αιώνας της ανάπτυξης και εδραίωσης του διευρυμένου κοινοτικού πνεύματος ως ο πολιτικός ορίζοντας των ανοικτών παροικιών της παρεμβατικής πολιτικής και του πολιτισμού οι οποίες, όπως έχουμε υποστηρίξει αλλού, δομούσαν τους εαυτούς τους μέσω της δημιουργικής σύγκρουσης των ιδεολογιών του ξένου και του μαχόμενου πολίτη.

Ο 21ος έχει αρχίσει πλέον να διαγράφεται ως ο αιώνας της υποχώρησης του κοινοτικού πνεύματος και της εδραίωσης του ενοριασμού των «υπηκόων». Με τον ερχομό του νέου αρχιεπισκόπου, ο ενοριασμός εγκαινίασε το τρίτο στάδιο ανάπτυξής του, αυτό της πολιτικής ολοκλήρωσης του αρχιεπισκοπισμού.

Το πρώτο στάδιο (1960-1999) το στιγμάτισε η ανοιχτή σύγκρουση της Αρχιεπισκοπής με τις δημοκρατικές παροικίες, η αντικομουνιστική υστερία της και η εξάπλωση και εδραίωση των Ενοριών. Είναι η ίδια περίοδος, κατά την οποία ο Κοινοτικός Θεσμός αναδεικνύει τον παναυστραλιανό του χαρακτήρα μέσω της Ομοσπονδίας Κοινοτήτων.

Το δεύτερο στάδιο (2000-2018) χαρακτηρίζεται από τη «συμφιλίωση» της Αρχιεπισκοπής με τις κεντρικές Κοινότητες του Σίδνεϊ και της Μελβούρνης.

Ο κύριος στόχος εδώ της στρατηγικής του ενοριασμού ήταν η ουσιαστική διάλυση της Ομοσπονδίας. Η κοινοτική υποχώρηση, η οποία χρειάζεται βαθιά έρευνα για να αποκαλυφθούν τα κύρια αίτιά της, είχε διπλό αποτέλεσμα.

Με την πολιτική εξουδετέρωση της Ομοσπονδίας, οι Κοινότητες μετατρέπονται σε διευρυμένους περιφερειακούς οργανισμούς και οι Ενορίες αναδεικνύονται σε τοπικά κύτταρα της παναυστραλιανής Αρχιεπισκοπής.

Αυτό οδηγεί στο τρίτο και τελευταίο στάδιο (2019- ) του ενοριασμού το οποίο και αποκαλύπτει την ουσία του αρχιεπισκοπισμού. Ο νέος Αρχιεπίσκοπος προβάλει συστηματικά τον εαυτόν του ως τον αποκλειστικό εκφραστή της παναυστραλιανής αντιπροσώπευσης και προβολής των Ελληνοαυστραλών.

Ο στρατηγικός στόχος εδώ, ο οποίος αποκαλύφθηκε με την δημιουργία της Εθνικής Επιτροπής Εορτασμού του 1821 υπό την προεδρία της Αρχιεπισκοπής, είναι η μετατροπή όλων των παροικιακών οργανισμών, ανεξάρτητα εάν είναι η κεντρική Κοινότητα ή οι Κρήτες, σε ενοριακούς δορυφόρους.

Ο νέος ηγέτης της Εκκλησίας δεν κουράζεται και δεν διστάζει, πλέον, να τονίζει το ότι «τον Ελληνισμό πιά της Αυστραλίας τον εκπροσωπεί και τον εκφράζει σε μέγιστο βαθμό ο Αρχιεπίσκοπος».

Με άλλα λόγια εδώ ακούμε τη θριαμβευτική κραυγή «νενικήκαμεν» του αρχιεπισκοπισμού ως την ολοκλήρωση του ενοριασμού με την «ευλογία» των Κοινοτήτων Μελβούρνης και Σίδνεϊ. Επιτέλους, μετά από 200 χρόνια το πνεύμα της Επανάστασης ξορκίστηκε: Ζήτω το 2021!

Η δραματική αυτή μεταβολή περιέχει και ένα καινούργιο στοιχείο, αυτό της συμμετοχής της δεύτερης και τρίτης γενιάς Ελληνοαυστραλών, τα μέλη των οποίων –στο βαθμό που ασχολούνται με τα κοινά– στην πλειοψηφία τους νοιώθουν άνετα με τον αρχιεπισκοπισμό, μιας και διαμορφώνεται η πολιτική τους παιδεία από τον ιστορικό ακρωτηριασμό και την αμνησία του παροικιακού μηδενισμού τα οποία ο ίδιος ο αρχιεπισκοπισμός καλλιεργεί χωρίς ενδοιασμούς.

Η Κοινότητα της Μελβούρνης, ίσως, αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα προς τα πού βαδίζει ο κοινοτικός θεσμός υπό την ηγεσία της δεύτερης γενιάς, όπως, από την αντίθετη κατεύθυνση, η Κοινότητα της Αδελαΐδας αποτελεί παράδειγμα αντίστασης.

Ποια θα μπορούσε να ήταν μια πιθανή στρατηγική αναβαθμισμένης αντίστασης; Διεκδικώντας την ιστορική μας μνήμη και αξιοπρέπεια ως κεκτημένη πολιτική αυτογνωσία οι γνήσιες παροικιακές δυνάμεις με παρρησία και συνείδηση της αποστολής τους οφείλουν και μπορούν να απαιτήσουν από τις εν λόγω κοινοτικές ηγεσίες την άνευ όρων καταδίκη του αρχιεπισκοπισμού, πρωτοστατώντας στο ξεκίνημα ενός πλατιού δημοκρατικού διαλόγου με ζητούμενο τη θέση και τις ευθύνες μας ως Αυστραλοί πολίτες ελληνικής καταγωγής στην Αυστραλία του 21ου αιώνα.

Αυτό, όμως, μπορούμε να το πετύχουμε μέσω μιας πολιτικά αναβαθμισμένης Ομοσπονδίας Κοινοτήτων με βαθιά αίσθηση της σχέσης μεταξύ της ανάπτυξης γνήσιας ελληνοαυστραλιανής ταυτότητας και την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Βέβαια, η βασική προϋπόθεση για μια τέτοια ριζοσπαστική παροικιακή αφύπνιση είναι οι ηγεσίες των κεντρικών Κοινοτήτων Μελβούρνης και Σίδνεϊ να αποβάλουν την νοοτροπία του «υπηκόου» και στο πνεύμα του 1821 να αναπτύξουν τον προσανατολισμό του μαχόμενου πάροικου και πολίτη.

Οποιαδήποτε άλλη στάση, στο όνομα μιας δήθεν «πολυπόθητης ενότητας» του «ελληνισμού» της Αυστραλίας, θα σήμαινε ότι ο αρχιεπισκοπισμός είναι ήδη νικητής.

Θα σήμαινε δηλαδή ότι οι πρόεδροι των δύο ιστορικών κοινοτήτων έχουν ήδη ξαπλώσει στην «προκρούστεια κλίνη» του Πολυπήμονα.

*Θερμές ευχαριστίες στους Ηλία Διακολαμπριανό και Χρίστο Φίφη για τις παρατηρήσεις τους. Οι απόψεις οι οποίες εκφράζονται στο κείμενο είναι αποκλειστικά δική μας ευθύνη.