Τα σχόλια και οι προβληματισμοί του παρόντος άρθρου απορρέουν από και αποτελούν προσθήκη στο προηγούμενο, «Το προκλητικό και απαράδεκτο “ψαλίδισμα” των ομογενών (Ο σκανδαλώδης εξοβελισμός κεφαλαίου για τους Απόδημους από τις Πανελλαδικές Εξετάσεις 2021 και τα παρεπόμενά του», (Νέος Κόσμος», 1-7-2021), το οποίο και ολοκληρώνουν.

Κατ’ αρχήν εκπλήσσει το γεγονός ότι παρόλο τον σαματά, τον σχετιζόμενο με την “Ψήφο των Αποδήμων”, το εξίσου σκανδαλώδες θέμα εξοβελισμού του κεφαλαίου του πανεπιστημιακού Γιώργου Μαργαρίτη, «Το εξωελλαδικό ελληνικό κεφάλαιο» από το βιβλίο Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας (Αθήνα 2020) ουδέναν συγκίνησε εντός κι εκτός της ελληνικής επικράτειας (με εξαίρεση το άρθρο του Τάσου Κωστόπουλο στην αθηναϊκή «Εφημερίδα των Συντακτών» και το αντίστοιχο του υποφαινόμενου, στον «Νέο Κόσμο», ό.π.).

Πού να οφείλεται άραγε αυτή η εκκωφαντική σιωπή; Μήπως τελικά, τόσο οι γηγενείς όσο και (πολύ περισσότερο) οι εξωελλαδίτες αρέσκονται να διυλίζουν τον κώνωπα και να καταπίνουν την κάμηλον;

Μα καλά, θα αναρωτηθεί εύλογα κανείς: Γιατί είναι τόσο σημαντικό το «ξήλωμα» του εν λόγω κεφαλαίου, τη στιγμή που έχουν προηγηθεί ασυγκρίτως χειρότερα περιστατικά από το 1844 (που παγιώθηκε συνταγματικά το «θάψιμο» των ετεροχθόνων από τους αυτόχθονες) έως σήμερα στις σχέσεις ελλαδιτών-αποδήμων;

Απάντηση: Διότι το παραπάνω καθαυτό περιστατικό, με τις δικές του συμβολικές/σημειολογικές, αλλά και ουσιαστικές παραμέτρους, είναι αντιπροσωπευτικό του μενταλιτέ, του ύφους, του ήθους και των πρακτικών της γενικότερης νοσηρής κατάστασης που ανέκαθεν χαρακτήριζε τις δύο πλευρές.

Η παραπάνω ενέργεια της υπουργού Παιδείας είναι ενδεικτική της ευκολίας, προχειρότητας κι επιπολαιότητας με την οποία, διαχρονικά, προσεγγίζονται και αντιμετωπίζονται μακροχρόνια, πολύπλοκα, κι ευαίσθητα ζητήματα, όπως αυτά των σχέσεων Μητρόπολης-Αποδήμων, εθνικής ταυτότητας, συνείδησης κλπ.

Όχι μόνο από την σημερινή, αλλά από όλες ανεξαιρέτως τις ελληνικές κυβερνήσεις, από σύστασης του ελληνικού κράτους. Το επίμαχο κομμένο κεφάλαιο επιβεβαιώνει πανηγυρικά το θυμόσοφο «δόντι πονάει, κεφάλι (κεφάλαιο) κόβει»!

Έτσι, μαζί με τα απόνερα της σκάφης, η μαμά (Ελλάς) πετάει και το μωρό που γκρινιάζει… Λογοκρίνοντας, αναθεωρώντας, κι ενίοτε ξαναγράφοντας (αν χρειαστεί) τα όποια «κακώς κείμενα» της Νεοελληνικής Ιστορίας.

Παλιά μου τέχνη κόσκινο, δηλαδή. Αυτήν ακριβώς την καθιερωμένη συνταγή υιοθέτησε, ελαφρά τη καρδία, και η υπουργός Παιδείας κυρία Νίκη Κεραμέως. Εξαρχής άλλωστε, δυο μόλις μήνες μετά τη ανάληψη των καθηκόντων της, δεν έκρυψε τις προθέσεις της για ένα αναγκαίο ρετουσάρισμα (ή μήπως μοντάζ;) του μαθήματος της Ελληνικής Ιστορίας, ανακοινώνοντας σε συνέντευξή της τα εξής: «Για εμάς η Ιστορία δεν πρέπει να έχει κοινωνιολογικό χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης» (Alpha 98,9 FM, 5-9-2019).

Αναφερόταν σαφώς στη διαμόρφωση εθνικού φρονήματος της σπουδάζουσας νεολαίας και, προφανώς, στην επαναφορά της πάλαι ποτέ πολιτικής της… «εθνικοφροσύνης».

Μιας ιδεολογίας που ταλαιπώρησε αφάνταστα την Ελλάδα επί δεκαετίες, χωρίζοντας τους πολίτες σε δυο κατηγορίες: (α) τους γνήσιους πατριώτες («εθνικόφρονες») και (β) τους μη γνήσιους, λιγότερο ή καθόλου πατριώτες («ανθέλληνες» ή «μιάσματα»). Η εν λόγω συνέντευξη προκάλεσε σάλο, κυρίως στο χώρο της επιστημονικής κοινότητας (ιστορικών), αλλά όχι σε ό,τι αφορά την καθαυτή «εθνική συνείδηση», η σχολική καλλιέργεια της οποίας προβλέπεται άλλωστε από το Σύνταγμα.

Εξόργισε, κυρίως, για την στενόμυαλη προσέγγιση και διδαχή της Ιστορίας, θεωρώντας «αντεθνική» την ερμηνεία του παρελθόντος από την οπτική των κοινωνικών επιστημών.

Εργαλειοποιώντας έτσι την «εθνική συνείδηση» προκειμένου να επιτευχθεί ένα πισογύρισμα της εκπαίδευσης στα φρονηματιστικά πρότυπα της προ της 1974 εποχής. Εξού και η αντίδραση που προκάλεσε η συνέντευξη της υπουργού, ανάγκασε τον ιστότοπο του ΥΠΑΙΘ να την αποσύρει, χωρίς καμιά αντίστοιχη αναθεώρηση των αναχρονιστικών απόψεών της.

Τι ακριβώς όμως ήταν αυτό που ενοχλούσε την υπουργό Παιδείας, και κατ’ επέκταση το κυβερνών κόμμα της, και από τι επικίνδυνο ήθελε να… προστατεύσει τον μαθητόκοσμο της χώρας; Για μια αποτελεσματικότερη κατανόηση του όλου ζητήματος, υπενθυμίζουμε τα πιο επίμαχα χωρία του απαλειφθέντος κειμένου:

(1)     «Για το μικρό ελληνικό κράτος που ασφυκτιούσε στα περιορισμένα γεωγραφικά του όρια, η ύπαρξη αυτών των ισχυρών ομογενειακών ομάδων αποτελούσε οπωσδήποτε μια ελπίδα, μια χρυσή εφεδρεία. Οι σχέσεις όμως των Ελλήνων της διασποράς με το μικρό ελληνικό βασίλειο δεν ήταν, για πολύ καιρό, οι καλύτερες δυνατές».

(2) «Μόνο ένα ολιγάριθμο τμήμα του ελληνισμού της διασποράς εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα κατά τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. Για τους πολλούς και πιο ισχυρούς παράγοντες της ομογένειας, η μικρή Ελλάδα ήταν μια περιοχή χωρίς ενδιαφέρον.

[…] Οι πρώτες δειλές ενδείξεις συνεργασίας του ελληνικού κράτους με τους Έλληνες ομογενείς εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1870. Η εξέλιξη αυτή είναι πιθανό να οφειλόταν στην κρίση του 1873 που μείωσε τις αποδόσεις των ευρωπαϊκών κεφαλαίων και προκάλεσε τη μεταφορά τους προς τα ανατολικά, σε αναζήτηση επικερδών τοποθετήσεων […] ανακαλύπτοντας έτσι και την Ελλάδα. […]

Η διείσδυσή τους [των ομογενών] στην ελληνική αγορά έγινε με γνώμονα την αξιοποίηση ευκαιριών για υψηλά κέρδη. […]

Βασικό χαρακτηριστικό αυτών των επενδύσεων ήταν ο ευκαιριακός χαρακτήρας και η ρευστότητά τους.

Το κύριο μέλημα φαίνεται ότι ήταν η δυνατότητα γρήγορης απόσβεσης και επανεξαγωγής των κεφαλαίων στο εξωτερικό, στην πρώτη ένδειξη για επικερδέστερες τοποθετήσεις. Η ελληνική αγορά δεν έδινε τόσες υποσχέσεις, ώστε να επιχειρούνται τοποθετήσεις με μακροχρόνιες προοπτικές. […] Ο χαρακτηρισμός της συμπεριφοράς ως κερδοσκοπικής δεν απέχει πολύ από την αλήθεια».

(3)     «Το κεφάλαιο που συσσώρευσαν οι Έλληνες της διασποράς δεν αποτελούσε σταθερή βάση για την ανάπτυξη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η παρουσία του δεν υπήρξε σημαντική. Το ευκαιριακό και κερδοσκοπικό έστω πέρασμά του από τη χώρα ενίσχυε τη ρευστότητα, έδινε πρόσκαιρες αλλά αναγκαίες λύσεις στην έλλειψη κεφαλαίων που ταλάνιζε τη χώρα και βοήθησε σημαντικά στον εκχρηματισμό της ελληνικής οικονομίας».

Τα παραπάνω αποσπάσματα αποδομούν μια σειρά μύθων (περί μεγάλης, ισχυράς, δυναμικής, ανιδιοτελούς κι ενάρετης ομογένειας) που καλλιεργούνταν επί δεκαετίες (από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις για εσωτερική κατανάλωση, αλλά και από τον απόδημο ελληνισμό, για δικές του σκοπιμότητες).

Συγκεκριμένα: αυτόν της «δεύτερης Ελλάδας εκτός των γεωγραφικών της συνόρων», αυτόν του «δεύτερου ζωτικού πνεύμονα της μητροπολιακής Ελλάδας, δίχως τον οποίο δεν θα μπορούσε να επιβιώσει», αυτόν του «μεγάλου οικουμενικού ελληνισμού, του ανάδελφου έθνους των 16 εκατομμυρίων ανθρώπων», αυτόν «των ομογενών ως των καλύτερων πρεσβευτών της αθάνατης Πατρίδας και των “δυο φορές Ελλήνων”», αυτόν του «εκτός συνόρων μεγάλου, υποδειγματικού, προοδευτικού, πετυχημένου και μεγαλουργούντος ελληνισμού, που με τα επιτεύγματά του δοξάζει την αθάνατη ελληνική φυλή» και, τέλος, ενός «εξωελλαδικού ελληνισμού ανώτερου ήθους και ποιότητας, ο οποίος δεν χαρακτηρίζεται από τις αδυναμίες, τα πάθη και τις παθογένειες του μίζερου ελλαδικού ελληνισμού».

Προπάντων, όμως, της ανιδιοτελούς φιλοπατρίας του και την υπέρμετρη αγάπη του για την μητέρα πατρίδα, για την οποία, όποτε χρειαστεί, θυσιάζεται γι’ αυτήν.

Δυστυχώς, όλη αυτή η μυθολογία καταρρίπτεται παταγωδώς από την (1) κιόλας παράγραφο. Τεκμηριώνεται δε και καταρρέει πλήρως στην παράγραφο (2), όπου το ομογενειακό στοιχείο παρουσιάζεται ως εντελώς αδιάφορο στις ανάγκες του εξαντλημένου νεοσύστατου ελληνικού κράτους που πασχίζει να σταθεί στα πόδια του.

Πολύ δε περισσότερο όταν οι «ισχυροί παράγοντες της ομογένειας» αποδεικνύονται σκέτοι… σπεκουλαδόροι, ωμοί και ανάλγητοι εκμεταλλευτές ευκαιριών, οι οποίοι αποβλέπουν αποκλειστικά και μόνο στο κέρδος από μια αιμορραγούσα Γενέτειρα!

Η τελική παράγραφος (3) εξισορροπεί βέβαια κάπως τα πράγματα, αφού το έστω «ευκαιριακό και κερδοσκοπικό κεφάλαιο» των αποδήμων ήταν καλύτερο από τις καθόλου επενδύσεις, καθώς «βοήθησε σημαντικά στον εκχρηματισμό της ελληνικής οικονομίας». Ελάχιστα όμως αλλάζει το ήδη ξεθωριασμένο “image” αυτού του «άλλου» ελληνισμού. Αντιθέτως, αποκαθηλώνει την όποια αίγλη του.

Χρειάζεται βέβαια εδώ να διευκρινιστεί και τονιστεί ότι το επίμαχο κείμενο του Γ. Μαργαρίτη αναφέρεται μόνο σε μια επί μέρους πτυχή (την οικονομική) των σχέσεων ομογενών και νεοσύστατου ελληνικού κράτους και δεν αφορά τη ευρύτερη εικόνα αυτών των σχέσεων.

Ούτε φυσικά αναιρεί και/ή ακυρώνει τη γενικότερη ανεκτίμητη συμβολή των αποδήμων στην Παλιγγενεσία και μετέπειτα ανασύσταση του ελεύθερου έθνους, όπως ήδη συζητήσαμε σε προηγούμενο άρθρο μας (βλ. «Η καταλυτική συμβολή της Ελληνικής Διασποράς στην Παλιγγενεσία του 1821», στο αφιέρωμα «200 χρόνια Ελληνικής Ανεξαρτησίας 1821-2021», Νέος Κόσμος, 24.6.2021.).

Παρ’ όλα αυτά, με την αφοπλιστική ειλικρίνειά του, βάζοντας το νυστέρι βαθιά στο κόκαλο, ο συγγραφέας του άρθρου καταφέρνει, μέσα σε λίγες γραμμές, να ανατρέψει κάποια έωλα αφηγήματα δεκαετιών, αναδεικνύοντας χωρίς παρωπίδες ένα ήδη γνωστό και υπαρκτό και καυτό ζήτημα: τις προβληματικές σχέσεις ελληνικού κράτους-αποδήμων, τις οποίες και οι δυο πλευρές όχι μόνο αρνούνται να παραδεχτούν ανοιχτά αλλά, αντιθέτως, επιμένουν να αποσιωπούν και κουκουλώνουν, προφασιζόμενες ότι δεν υφίστανται.

Επιμύθιο: Το άγαρμπο κόψιμο του επίμαχου κεφαλαίου από την Ελληνική Ιστορία (Λυκείου), ας γίνει επιτέλους αφορμή και αφετηρία προβληματισμού, αναστοχασμού και αυτογνωσίας. Με γνώμονα πάντα την διδασκόμενη στα σχολεία σοφή ρήση του Διονύσιου Σολωμού: «Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές». Και όχι το αντίθετο: «Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι σκόπιμο»!

*Ο Δρ Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής), συγγραφέας, δοκιμιογράφος-κριτικός και μεταφραστής λογοτεχνίας. Έχει δημοσιεύσει 24 αυτοτελή βιβλία και 5 μεταφρασμένα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Αρθρογραφούσε στα «Νέα» των Αθηνών, ενώ διετέλεσε δύο φορές εκλεγμένος συντονιστής του Παγκόσμιου Πολιτιστικού Δικτύου του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού – Ωκεανίας (1999-2006).