Θυμάμαι νέος -και λίγo αφελής- ανάμεσα στις πολλές μου πολιτικές «αμαρτίες» ήταν και το ότι ανήκα στη Νεολαία ΠΑΣΟΚ. Η ατάκα μου δεν στοχεύει τον κεντρώο χώρο που, απ’ ό,τι διαβάζω, έχει κάνει επάνοδο στην ελλαδική επικαιρότητα.

Άλλωστε, οι περισσότεροι από μας, παιδιά της μεταναστευτικής εργατικής τάξης, έχουμε αστικές καταβολές· αφού πολυπόθητο όνειρο των γονιών μας ήταν η κοινωνική πρόοδος.

«Θέλω να γίνω αστός», «θεσπιστές της μεσαίας τάξης ενωθείτε», «μεσαία τάξη αγάπη μου Ουά-Ουά» (παραλλαγή τίτλου της κινηματογραφικής κωμωδίας της «Αγάπη μου Ουά-Ουά», Finos Film, 1974).

Αυτά τα κωμικο-κυνικά συνθήματα μας προσαρμόζουν περισσότερο. Διότι, κακά τα ψέματα, το όνειρο των γονιών μας –ναι, εκείνη η ταλαιπωρημένη μεταπολεμική γενιά που τόλμησε να αμολήσει από το ασφαλές παραδοσιακό οικογενειακό περιβάλλον– ήταν «να προκόψουν τα παιδιά τους, […] να περάσουν εκείνον τον μακρινό ορίζοντα, να μορφωθούν, να ταξιδέψουν σε μεγάλους δρόμους με άσφαλτο και πολλά αυτοκίνητα» (Νόνη Σταματέλου, «Το βαπόρι», περιοδικό «Φρέαρ» – στο διαδίκτυο, 18/11/2020).

Προερχόμενος από αριστερή οικογένεια, καταλαβαίνεις τους ενδοιασμούς (τον όρο «αριστερά» εδώ, φυσικά, το χρησιμοποιώ με τον παραδοσιακό του προσανατολισμό και όχι στην ανανεωτική του διασκευή ως «αριστερισμό-ρεβανσισμό»). Δίσταζα να προσχωρήσω, να ενταχθώ, να εγγραφώ.

Αναπολώντας τώρα το ιδεολογικό μου δίλημμα, αντιλαμβάνομαι ότι ήταν εν μέρει πρόβλημα δέσμευσης. Άλλωστε, δεν ήταν η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που μου προσκόλλησαν το κοσμικό επίθετο της ευθυνοφοβίας.

Ο άλλος, πιο ουσιώδης, λόγος είναι ότι θεωρούσα το ΠΑΣΟΚ, όπως κάθε σοσιαλδημοκρατικό μόρφωμα, κάπως … ελαφρύ – «σόσιαλιστ λάιτ» αν θες.

Και όσο παράξενο και αν φαίνεται, υπήρχε μια αίσθηση ότι πρόδιδα την αριστερή μου οικογενειακή παράδοση. Λέω παραδόξως, γιατί αν ανατρέξεις, τουλάχιστον στο δικό μου πολιτικό γενεαλογικό δέντρο, θα δεις ότι αριστεροί έγιναν η γενιά των γονιών μου. Συγκεκριμένα, από πλευράς της μητέρας μου άρχισε με τα δύο μεγάλα της αδέλφια Χρήστο και Γιαννή (στα κυπριακά ο τόνος στο «Γιάννη» καταλήγει στη λήγουσα) επιστρεφόμενοι αιχμάλωτοι πολέμου.

Και από πλευράς του πατέρα μου, όταν με τα αδέλφια του (Γιαννή και Μελέτιο) μετανάστευσαν από το φτωχοχώρι της Μενόγιας στις εργατικές συνοικίες της Λάρνακας και μέσα από τα εργοτάξια και τις οικοδομές συνδικαλίστηκαν με την ΠΕΟ (Παγκύπρια Εργατική Ομοσπονδία).

Στη συνέχεια ο πατέρας μου, μεταναστεύοντας στο Σίδνεϊ, την πρώτη φορά, το 1951, 19χρονο παιδί, θα βρει οικογενειακή μέριμνα στον Εργατικό Σύνδεσμο «Άτλας». Βλέπεις, τότε η Αριστερά ήταν μια πρόκληση έναντι της παραδοσιακής συντηρητικής κατάστασης πραγμάτων. Θεωρείτο νεωτερισμός, εκσυγχρονισμός, μια ριζοσπαστική παρέκκλιση. Οπότε η σημερινή «παράδοση» ήταν κάποτε καινοτομία αφού έσπαγε τη ιδεολογική μετάγγιση από τη προηγούμενη γενιά.

Μάλιστα, είχα έναν φίλο ο οποίος δήλωνε ΑΚΕΛ στα κυπριακά δεδομένα, ενώ στα ελληνοαυστραλιανά ήταν ενεργό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Αλλόκοτο; Μάλλον. Αντιφατικό;

Όχι αναγκαστικά. Ωσάν να ακούγεται ολίγο ποδοσφαιρικά. Να είσαι οπαδός της Ομόνοιας (Λευκωσίας) στην Κύπρο και Παναθηναϊκός στην Ελλάδα. Φυσικά, η σύγχυση εδώ έγκειται στο ότι και οι δύο ομάδες έχουν το ίδιο χρώμα, πράσινο, και έμβλημα, το τριφύλλι.

Και εδώ, ας μου επιτραπεί να κάνω μια ανεκδοτολογική παρέμβαση: πριν λίγα χρόνια, ένα Σάββατο πρωί, ήμουν στην αγορά του Νόρθκοτ για τα καθιερωμένα εβδομαδιαία ψώνια.

Έτυχε να φορούσα μια κόκκινη φόρμα με έμβλημα της Ομόνοιας (με το πράσινο τριφύλλι). Όταν πήγα στο τοπικό μου κρεοπωλείο, η προφανώς Ελληνίδα πωλήτρια, που με σέρβιρε, εξεπλάγη που πρώτη φορά είδε φόρμα του Ολυμπιακού Πειραιώς με σήμα του ΠΑΟ! Της εξήγησα ότι πρόκειται για φόρμα της Ομόνοιας.

Τώρα, γιατί το 1948 όταν οι αριστεροί παίκτες του εθνικόφρονα ΑΠΟΕΛ που έφυγαν και δημιούργησαν την Ομόνοια διάλεξαν το πράσινο και όχι το κόκκινο χρώμα, δεν το ξέρω.

Στα πρώιμα φοιτητικά μου χρόνια όταν με ρωτούσαν, προκλητικά, «γιατί δικό μας παιδί εγκατάλειψες το Κόμμα;», απαντούσα με κάποια υπεροψία «διότι απέκτησα δανειστική κάρτα βιβλιοθήκης και άρχισα να διαβάζω!»

Πάντως, τώρα που το ξαναδιαβάζω ακούγεται ολίγον «θεωρών εαυτόν ενάρετον»! Το ηθικό της ιστορίας, πάντως, είναι ότι η ελευθερογνωσία διατρέχει τον κίνδυνο να αναιρέσει την αρχική αιτία.

Δύο βιβλιοθήκες μου άνοιξαν το γνωσιακό μου ορίζοντα: η Δημοτική Βιβλιοθήκη του Μάρικβιλ και η Βιβλιοθήκη «Φίσερ» του Πανεπιστημίου Σίδνεϊ – θαρρώ ότι την είχαν προαναφέρει σε προηγούμενο μου χρονογράφημα. Ελεύθερα, ανεξέλεγκτα και δωρεάν, προσφέρθηκαν λογής-λογής λόγιοι, ποιητές, συγγραφείς, και αντιφρονούντες (οι πνευματικοί θεματοφύλακες της Δημοκρατίας), που με δελέαζαν σε μια διαλεκτική ζάλη, έχοντας ως σημαδούρα την αλήθεια.

Αναφερόμενος μόνο στους μαρξιστές θεωρητικούς, πέρα από τους Ένγκελς, Λένιν, Τρότσκι, Μάο και ολίγον Στάλιν, ανακάλυψα τους Αλτουσέρ, Άντερσον, Άξελό, Γκράμσι, Καστοριάδη, Λούκατς, Λούξεμπουργκ, Μαρκούζε, Μπέρνσταϊν, Μπουχάριν, Μπρεχτ, Νέγκρι, Πολάνυ, Πουλαντζά, Χάμπερμας, Χορκχάιμερ, και, φυσικά, τον Μαρξ. Πολύ Μαρξ.

Σε όλες του τις διασκευές: τον νεαρό Μαρξ, τον οικονομικό Μαρξ, τον αισθητικό Μαρξ, τον κλειστό Μαρξ, τον ανοικτό Μαρξ, τον παρεξηγημένο Μαρξ, τον πορωμένο Μαρξ, τον Καζαντζακικό Μάρξ, τον Μαρξ τον Αιτωλό…

Βίοι παράλληλοι με τον συντρόφιλο Γκάρυ, τέλος πάντων. Λίγο πιο ηλικιωμένος από μένα, πρωτοκλασάτο στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας (ΚΚΑ), ο πατέρας του, ο Γκάρυ μου εξιστόρησε το παιδικό του βίωμα μεγαλώνοντας στην Αυστραλία στις δεκαετίες του 1950 και του 1960.

Θρησκεία, πατρίδα, οικογένεια το Κόμμα … μέχρι που πήγε στο πανεπιστήμιο! Εντέλει, η δεκαετία του 1970+ τον είδε να κατασταλάζει στο Εργατικό Κόμμα Αυστραλίας και την φιλοτεχνία. Από την κομμουνιστική ημινομιμότητα αποκόμισε μια χιουμοριστική προσκόμιση των δεδομένων και από το διεθνισμό μια κοσμοπολίτικη αντίληψη – βοήθησε στο ότι ήταν πολυταξιδεμένος και παντρεύτηκε Ιταλίδα.

Στην δική μου, πάντως, πορεία, έπαιρνα κουράγιο από την κάπως πατρική –ή, τουλάχιστον, αδελφική- συμβουλή του γερουσιαστή Νίκου Μπόλκα όταν τον πρωτοσυνάντησα το 1983, που μου εμπιστεύτηκε: «We are all children of PASOK» («είμαστε όλοι παιδιά του ΠΑΣΟΚ»). Ήταν μόλις δύο χρόνια που είχε εκλεγεί ηπρώτη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και η ευφορία προφανώς ήταν ακόμη ζωντανή.

Αφετηρία της «πρασινο-νοσταλγίας» (συνειδητώς ότι το «πράσινο» ως πρόθεμα κινδυνεύει να γίνει κουραστικό) ένα παλιό περιστατικό. Θυμήθηκα τον κρητικό λεβέντη βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Μανώλη Χατζηνάκη, όταν επισκέφθηκε την Αυστραλία το 1985.

Σε μια προσφώνησή του, είπε για τους Έλληνες μετανάστες ότι έφυγαν από τη μιζέρια της μεταπολεμικής Ελλάδας «και ξύπνησαν ένα πρωί για να ανακαλύψουν ότι έχασαν τα παιδιά τους». Ακόμη και σήμερα ακούγεται λίγο κουφό. Αλλά, παρά τον κυνισμό και μοντερνισμό μας, η «διατήρηση (προάσπιση, προώθηση, ανάπτυξη, αναπαραγωγή – διαλέγεις το κατάλληλο ουσιαστικό που πρεσβεύει την πολιτική σου κλίση) της ελληνικής μας πολιτιστικής κληρονομιάς (ή παράδοσης)» αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του παροικιακού μας υπαρξισμού.

Οι μαρξιστές κοινωνιολόγοι, πάντως, το εξηγούν κάπως αλλιώς. Παππούδες, γιαγιάδες μου αγρότες, αγράμματοι, θρήσκοι, δεν είχα ξεμακρύνει ούτε 10 χιλιόμετρα από το χωριό τους, εύρισκαν έννοια στην πίστη, στην αγροτιά και στην παράδοση. Η επόμενη γενιά, των γονιών μου, τους βρίσκει να μεταναστεύουν.

Μετανάστες, αυτοαπασχολούμενοι και μη, έστησαν μικρές επιχειρήσεις, αγόρασαν κάποια ακίνητα, και επένδυσαν στη μόρφωση των παιδιών τους ως οδικό χάρτη κοινωνικής βελτίωσης.

Φιλοδοξούσαν να γίνουν μικροαστοί. Στη συνέχεια, εμείς, οι πλείστοι, δίγλωσσοι, μορφωμένοι, επαγγελματίες, αποκομίσαμε ή κληρονομήσαμε κάποια περιουσιακά, κάναμε κάποιες επενδύσεις, με την σειρά μας ξεπεράσαμε την κοινωνική τάξη των γονιών μας.

Πάλι καλά που μερικοί –περισσότερο από συναισθηματισμό παρά από συμφέρον- στηρίζουμε τη σοσιαλδημοκρατία! Τώρα πού θα καταλήξουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας, ένας… Μαρξ ξέρει!

Μελβούρνη
10η Ιουλίου 2021