Η μάχη στα στενά των Δερβενακίων τον Ιούλιο του 1822 ανέδειξε την στρατηγική ιδιοφυΐα του Κολοκοτρώνη και παγίωσε την Ελληνική Επανάσταση στην Πελοπόννησο.
Στις αρχές του 1822 οι Τούρκοι ήταν σε καλύτερη κατάσταση από τον προηγούμενο χρόνο, γιατί είχαν τελειώσει με την ανταρσία του Αλή Πασά και μπορούσαν να διαθέσουν ισχυρότερες στρατιωτικές δυνάμεις.
Αυτό ακριβώς φάνηκε με την εκστρατεία του Μαχμούτ Πασά Δράμαλη (ο οποίος ήταν από τη Δράμα) με τη μεγάλη του στρατιά που πέρασε από τον Σπερχειό προς τον Νότο με 20.000 μάχιμους στρατιώτες, το περισσότερο από το 1/3 των οποίων αποτελείτο από το ιππικό, με μια τεράστια δύναμη μεταγωγικών (30.000 μουλάρια και άλογα και περίπου 700 καμίλες). (Brewer, 2001, pp. 173-4)
Οι Έλληνες ήταν λιγότεροι από το 1/3 της τουρκικής στρατιάς και είχαν περισσότερα προβλήματα, με τα περισσότερα να προέρχονται από τις εσωτερικές τους διαμάχες.
Ο Δράμαλης σε δέκα μέρες έφτασε από τον Σπερχειό στην Κόρινθο χωρίς καμιά μάχη. Κατέλαβε, επίσης, το Κάστρο της Ακροκορίνθου αμαχητί γιατί ο φρούραρχος Αχιλλεύς με τους 300 στρατιώτες της φρουράς του το εγκατέλειψε πριν φθάσουν οι Τούρκοι. Από την Κόρινθο, ο Δράμαλης έγραψε στον Σουλτάνο ότι κατέλαβε την Πελοπόννησο και οι Τούρκοι έκαναν μεγάλη δοξολογία στην Κωνσταντινούπολη και άλλα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο Κολοκοτρώνης, λίγο μετά τη λύση της πολιορκίας της Πάτρας, βρισκόταν στην Τρίπολη όπου έφθαναν οι φήμες για τη μεγάλη στρατιά του Δράμαλη που πλησίαζε τον Ισθμό. Η Πελοποννησιακή Γερουσία τον ανακήρυξε αρχιστράτηγο για να διαχειριστεί τη μεγάλη κρίση. Ο Κολοκοτρώνης διέταξε γενική επιστράτευση. Προσπαθούσε να αντισταθεί στον γενικό πανικό, να ενθαρρύνει τους Έλληνες ενάντια στην ηττοπάθεια:
«Την αυγή έβαλα λόγο εις τους στρατιώτας και τους είπα: ‘Έλληνες μη φοβείσθε! Εμείς εσκοτώσαμε τόσους Τούρκους εντόπιους, και τούτους έτζι θα τους κάμωμε. δεν είναι πολλοί οι Τούρκοι όσοι τους λέγουν… μην παίρνετε μαζί σας ούτε μουλάρια, καπόταις, όλα μας τα φέρνουν εκείνοι’.
Εδιώρισα τον Κολιόπουλο και τον Αντώνη Κολοκοτρώνη με 1700 να τραβήξουν εις τον Άγιον Γεώργιον και να υπάγουν αντίκρυ όπου ήτον το Κάστρο της Κορίνθου και να ενθαρρυνθούν. Έλπιζα το Κάστρο εβάσταζε ακόμη. Εβάσταξα μόνο 300 και εκίνησα δια το Άργος…». (Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα, σ. 104)
Στο δρόμο για το Άργος έμαθαν ότι το Βουλευτικό και η κυβέρνηση εγκατέλειψαν το Άργος και διέμειναν στα καράβια, εκτός από τον Δημήτριο Υψηλάντη. Συνάντησαν ανθρώπους που έφευγαν τρομοκρατημένοι για τα ενδότερα της Πελοποννήσου.
Κάποιοι βάδιζαν προς την περιοχή τους τη Μάνη με τα λάφυρα που είχαν αρπάξει στο Άργος «γδύνοντας» τους Σμυρναίους και Χιώτες πρόσφυγες και τους ίδιους τους Αργίτες, γιατί καθώς έλεγαν δεν θα μπορούσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους με άδεια τα χέρια. Ο Κολοκοτρώνης τους σταμάτησε και τους πρότεινε να ενωθούν με τους στρατιώτες του αλλά αυτοί έλεγαν ότι θα επιστρέψουν μόλις συνοδέψουν στην πατρίδα τους, τους αρρώστους τους. «…Τον άρρωστο πάει ένας-δύο, όχι τόσοι». (Απομνημονεύματα, σσ. 104-5)
Στο Ταβούλι συνάντησε τους Δημήτριο Υψηλάντη, Παπαφλέσσα, Πετρόμπεη, Κρεββατά, Πάνο Κολοκοτρώνη, Ανδρέα Μεταξά κ. ά. Ο Φωτάκος δίνει χαρακτηριστικούς διαλόγους:
«Πού αφήσατε τον εχθρόν και πού πηγαίνετε; Δια σένα ερχόμεθα, απεκρίθησαν να σε ανταμώσωμεν. Και τι με θέλετε; τους είπε. Από σένα περιμένουμε τη σωτηρία της πατρίδος. Εσένα αγροικούν οι ΄Ελληνες…» (Φωτάκος, Απομνημονεύματα, σσ. 256-7)
Μετέβηκαν στου Αγά πασά το Χάνι, όπου ο Κρεββατάς υποσχέθηκε στον Κολοκοτρώνη οικονομική βοήθεια. Αυτός του είπε ότι εκείνη τη στιγμή δεν χρειάζονταν χρήματα αλλά στρατιώτες, πολεμοφόδια και τροφές, και ο Κρεββατάς έγραψε στην πατρίδα του στο Μυστρά για την προμήθεια των απαραίτητων.
Την επόμενη μέρα (10 Ιουλίου 1822) έκαναν εκεί πολεμικό συμβούλιο. Πληροφορήθηκαν ότι 49 Τούρκοι ιππείς κάλπασαν στους δρόμους του Ναυπλίου ανεμπόδιστοι για να ενθαρρύνουν τους πολιορκημένους Ναυπλιώτες Τούρκους.
Το Ναύπλιο και το φρούριο του Παλαμηδίου πολιορκούνταν και οι πολιορκημένοι συζητούσαν την παράδοσή του.΄Οταν έμαθαν την επικείμενη άφιξη της στρατιάς του Δράμαλη ανέβαλαν τις διαπραγματεύσεις.
Στη σύσκεψη με τον Κολοκοτρώνη αποφασίστηκε ο Δ. Υψηλάντης και ο Πετρόμπεης να μεταβούν στους Μύλους να στήσουν εκεί το στρατόπεδό τους και να προμηθεύουν τις στρατιωτικές μονάδες με τα αναγκαία του πολέμου. Διευκρινίστηκε ότι το εγκατελειμμένο Παλαιόκαστρο του Άργους ήταν έως τότε άδειο από Τούρκους ή Έλληνες.
Αποφασίστηκε να πιαστεί από τους Έλληνες ώστε να αποσπάσει την προσοχή των Τούρκων με πολιορκία που θα έδινε την ευκαιρία στις ελληνικές δυνάμεις να κερδίσουν χρόνο να προετοιμαστούν. Ο Κολοκοτρώνης διέταξε τον καπετάν Τσόκρη και τους άλλους καπεταναίους του Άργους να κάψουν τα σπαρτά και τα δεμάτια σταριού στον κάμπο και ν’ αδειάσουν τις αποθήκες τροφών ώστε να στερήσουν το στρατό του Δράμαλη από πρόσθετα επισιτιστικά εφόδια.
Στις 12 Ιουλίου ο Κολοκοτρώνης απευθύνθηκε στους κατοίκους του Αχλαδόκαμπου για τροφές για τους στρατιώτες και τα άλογα. Ο Φωτάκος δίνει μια εικόνα της πρόθυμης ανταπόκρισής τους:
«Οι γυναίκες του χωριού με μεγάλην των προθυμία έφερον φορτωμένες τροφάς και τους άνδρας των εμπρός με τα άρματα, τους οποίους παρέδωσαν εις τον αρχηγόν, και είπαν: ‘Να τους άνδρας μας, να τους πάρης εις τον πόλεμον, και αν δεν είνααι παλικάρια να βγάλουν τα άρματα και να τα φορέσωμεν εμείς. Τέτοιους άνδρας δεν τους θέλομεν’.
Ο Κολοκοτρώνης εγέλασε, καθώς και ο Αρχιμ. Φλέσσας και οι λοιποί καπεταναίοι, τις ευχαρίστησεν, τις έστειλε οπίσω εις τα σπίτια των και εκράτησε τους άνδρας των ως στρατιώτας.» (Φωτάκος, Απομνημονεύματα, Α΄τόμος, σ. 259)
Στη συνέχεια ο Κολοκοτρώνης εγκατέστησε το στρατόπεδό του για μερικές μέρες στον Άγιο Γεώργιο το οποίο κατέστησε κέντρο εφοδιασμού και συντονισμού. Συντόνιζε τις θέσεις των καπεταναίων του γύρω από τα Δερβενάκια τους οποίους επισκεπτόταν και μιλούσε στους στρατιώτες.
Στις 16 Ιουλίου με τον Πλαπούτα άνοιξαν μέτωπο γύρω από το Παλαιόκαστρο του Άργους και ο Πλαπούτας εισήλθε και εφοδίασε τους πολιορκημένους στρατιώτες και μετά με τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Πάνο Κολοκοτρώνη εξήλθαν αφού ο Δ. Υψηλάντης διαβεβαίωσε την εναπομένουσα φρουρά ότι θα επανέρχονταν για να τους δώσουν ευκαιρία να εξέλθουν όλοι οι σρατιώτες.
Στις 20 Ιουλίου ο Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε τα στρατεύματα στο Κεφαλάρι του Άργους όπου όλοι ήταν θλιμμένοι και φοβισμένοι γιατί την προηγούμενη μέρα είχαν χάσει μια μεγάλη μάχη με στρατεύματα του Δράμαλη στην οποία σκοτώθηκαν περισσότεροι από 200 Έλληνες. Έμεινε στο Κεφαλάρι 2-3 μέρες και με τους λόγους του εμψύχωνε τους στρατιώτες και τα πρωινά πήγαινε στους Μύλους για συσκέψεις.
Περισσότεροι στρατιώτες κατέφθαναν στο Κεφαλάρι ώστε το σώμα αυτό και του Κολοκοτρώνη να αριθμούν περί τις 15.000. Στο Κεφαλάρι κάλεσε τον Πλαπούτα να οργανώσουν αντιπερασπισμό για να βοηθήσουν τους έγκλειστους του Παλαιόκαστρου να εξέλθουν.
Στις 25 Ιουλίου έγινε στο Κεφαλάρι πολεμικό συμβούλιο των καπεταναίων για την αντιμετώπιση των στρατευμάτων του Δράμαλη.
Ο Κολοκοτρώνης είπε ότι ο Δράμαλης δεν μπορεί να μείνει άλλο στην Αργολίδα, «δεν τον βαστά ο τόπος», δεν έχει αρκετές τροφές και στερείται νερού, ή θα περάσει στην Τρίπολη ή θα επιστρέψει στην Κόρινθο για να περάσει στη Βοστίτσα, την Πάτρα και την Αμαλιάδα. Θα πρέπει ν’ αποκλείσουν τους Τούρκους στις δυο επαρχίες της Αργολίδας και της Κορινθίας.
Πρότεινε ν’ αναλάβει αυτός με τους δικούς του από το Σχοινοχώρι μέχρι τα Βασιλικά της Βόχας να εμποδίσει τους Τούρκους να προχωρήσουν προς τη Βοστίτσα (Αίγιο) και οι λοιποί από το Σχοινοχώρι μέχρι τους Μύλους του Ναυπλίου να τους εμποδίσουν να βαδίσουν προς την Τρίπολη. Το Συμβούλιο κατέληξε σε ασυμφωνία.
Τον παρακάλεσαν να παραμείνει μέχρι την επόμενη, αλλά ο Κολοκοτρώνης σηκώθηκε και έφυγε την ίδια μέρα (25 Ιουλίου), «ολίγον ψυχραμένος για την ασυμφωνία».
«Τότε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης είπε: ‘να, ο Κολοκοτρώνης πηγαίνει να γίνει κλέφτης εις τις ράχες των βουνών’ αλλ’ ο Υψηλάντης τον εμάλωσε δια τους λόγους αυτούς…». (Φωτάκος, Α΄, σ. 273)
Ο Δράμαλης, έχοντας εύκολα καταλάβει το κάστρο της Ακροκορίνθου, είχε συγκαλέσει το δικό του πολεμικό συμβούλιο. Συμμετείχαν ο διοιηκητής του τουρκικού στόλου στην Πάτρα, Γιουσούφ Πασάς, και ένας τοπικός πασάς, ο Αλή από το Άργος με γνώση της Πελοποννήσου.
Του πρότειναν να μείνει μια αναγκαία φρουρά για την ασφάλεια του Ακροκόρινθου και ο στρατός να διαιρεθεί σε τρία μέρη: ένα μέρος να βαδίσει προς την Τρίπολη μέσω Άργους και Ναυπλίου, ένα προς Καλάβρυτα και το τρίτο προς την Πάτρα. Ο Δράμαλης επέλεξε όλος ο στρατός του με επικεφαλής τον ίδιο να βαδίσει προς τη λύση της πολιορκίας του Ναυπλίου και από εκεί προς την Τρίπολη. Φαίνεται, επιθυμούσε να είναι ο ίδιος ο αποδέκτης κάθε επιτυχίας και νίκης.
Από τις 10 Ιουλίου τα στρατεύματα του Δράμαλη άρχισαν να ξεχύνονται από την Κορινθία στην Αργολίδα. Κατέλαβαν το Άργος, αλλά βρήκαν τη γη καμμένη. Η χρονιά είχε ξηρασία, τα πηγάδια είχαν στερέψει και ο Δράμαλης δύσκολα μπορούσε να εξασφαλίσει τροφές και νερό για το στρατό και τα ζώα του.
Έλυσε την πολιορκία του Ναυπλίου, αλλά δεν μπορούσε να τους εφοδιάσει επαρκώς γιατί δεν είχε επιπλέον τρόφιμα. Είδε τη φρουρά του Παλαιόκαστρου του Άργους και πριν προχωρήσει προς την Τρίπολη, πολιόρκησε το Κάστρο. Ήθελε να το καταλάβει γιατί πίστευε ότι οι Έλληνες εκεί θα είχαν συγκεντρωμένα εφόδια. Επιχείρησε να διαπραγματευτεί την παράδοσή του, αλλά ο Δημήτριος Υψηλάντης βεβαίωσε τους απεσταλμένους του ότι δεν θα παρέδιδαν το κάστρο γιατί ήταν επαρκώς εφοδιασμένο για τους επόμενους πέντε μήνες. Στην πραγματικότητα, οι Έλληνες εκεί ήταν σε απελπιστική κατάσταση λόγω έλλειψης τροφών και νερού. Για τρεις νύχτες, οι στρατιώτες του Πλαπούτα προσπαθούσαν να κάνουν αντιπερισπασμό και την τρίτη νύχτα, στις 23 Ιουλίου, οι πολιορκημένοι έκαναν επιτυχώς έξοδο και ενώθηκαν μαζί του.
Τα τουρκικά πλοία δεν ήρθαν να ανεφοδιάσουν το στρατό του Δράμαλη και δεν του έμεινε άλλη επιλογή από το να επιστρέψει στην Κόρινθο. Η προσπάθεια, όμως, αυτή αποδείχθηκε μοιραία. Ο Δράμαλης, με την είσοδό του στην Αργολίδα, είχε μπει στην παγίδα του Κολοκοτρώνη. Υπήρχαν μόνο τρεις στενές δίοδοι από το Άργος προς την Κόρινθο, η μία δυτικά προς το Σχοινοχώρι, η πιο σύντομη, η κεντρική των στενών των Δερβενακίων και η τρίτη, η ανατολική, από το Αγιονόρι.
Ο Δράμαλης δεν είχε την πρόνοια να εγκαταστήσει εκεί φρουρές και ο Κολοκοτρώνης φρόντισε να κλείσει τις εξόδους τους.
Στις 26 Ιουλίου το σώμα του Αλβανικού πεζικού πέρασε στην Κόρινθο σχεδόν ανέπαφο από τις κορυφογραμμές, δυτικά των Δερβενακίων.
Όμως, ο κύριος όγκος, του στρατού με τα ζώα του που δεν μπορούσε να ανεβεί στα βουνά, επιχείρησε να περάσει από το στενό των Δερβενακίων. Εκεί τους περίμεναν οι στρατιώτες του Νικήτα και του Δ. Υψηλάντη κρυμμένοι στους γύρω βράχους.
Όταν δόθηκε το σύνθημα, οι στρατιώτες άρχισαν να πυροβολούν και οι Τούρκοι εγκατέλειπαν τα ζώα, τα όπλα και τα πράγματά τους προσπαθώντας ν’ ανεβούν την ανατολική βουνοπλαγιά να πάρουν το εναλλακτικό μονοπάτι για τον Άγιο Σώστη. Η χαράδρα γέμισε από νεκρούς, τραυματίες και σκοτωμένα ζώα. Στη μάχη αυτή ο Νικήτας έλαβε την προσωνυμία «Τουρκοφάγος».
Πίσω έμεινε ο Δράμαλης με περίπου επτά χιλιάδες ιππικό, το μεταγωγικό με τα μουλάρια και 500 καμήλες με το πολεμικό υλικό. Στις 28 Ιουλίου επιχείρησαν έξοδο από το μονοπάτι του Αγιονορίου. Εκεί ήταν τοποθετημένες οι στρατιωτικές μονάδες των Παπαφλέσσα, Νικήτα και Υψηλάντη και επαναλείφθηκε ο χαλασμός της προ-προηγούμενης ημέρας.
Ο Δράμαλης με τη φρουρά του κατόρθωσαν να διασχίσουν τον κλοιό και να φτάσουν στην Κόρινθο, αλλά τα μεταγωγικά και οι καμήλες έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων. Η καταστροφή του τουρκικού στρατού θα ήταν μεγαλύτερη αν το σώμα του Γιατράκου χτυπούσε το τμήμα του Δράμαλη από την όπισθεν, όπως είχε συμφωνηθεί, αλλά ο Γιατράκος είχε μεταβεί στο Άργος για εναπομείνοντα λάφυρα του Δράμαλη.
Οι νεκροί Τούρκοι υπολογίζονται μεταξύ στις 2.000 με 5.000 και είχαν απώλεια του μεγαλύτερου μέρους του μεταγωγικού και πολεμικού τους υλικού. Στα λάφυρα των Ελλήνων ήταν 400 άλογα του ιππικού και 1300 άλογα, μουλάρια και καμήλες του μεταγωγικού. Ούτε μια καμήλα δεν μπόρεσε να περάσει για την Κόρινθο. «Αι γυναίκες μάλιστα του χωρίου Αγινόρι επήραν πολλά λάφυρα και καμήλες φορτωμένες». (Φωτάκος, Α΄ σ. 288)
Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν 47 νεκροί και τραυματίες.
Η στρατιά του Δράμαλη κατέρρευσε, έπαθε, όπως επικράτησε η ρήση, «τη νίλα του Δράμαλη». Ο ίδιος ο Δράμαλης πέθανε στην Κόρινθο στις 26 Οκτωβρίου 1822. Οι Έλληνες απέκτησαν περισσότερο πολεμικό υλικό, αυτοπεποίθηση και αναγνώριση από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αγγλία ως μια εμπόλεμη δύναμη.
Βιβλιογραφία
– Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Απομνημονεύματα
– Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως
– Φωτάκος, Απομνημονεύματα, Α’ Τόμος
– David Brewer, The Flame of Freedom
– Douglas Dakin, The Greek Struggle for Independence, 1821-1833