200 χρόνια από την Ελληνική “Παλιγγενεσία” και τα συμπεράσματα στη Μετανάστευση

Μετά από διακόσια χρόνια ελεύθερο βίο, ο ελληνικός λαός δεν αξιώθηκε να αποκτήσει ένα  κράτος το οποίο να είναι διαχωρισμένο από την θρησκεία. Είμαστε το μοναδικό κράτος στην Ευρώπη που ζει με το ένα πόδι στην εβραϊκή ανατολή και το άλλο στην Δυτική Ευρώπη. Διχασμένος λαός που ακόμα δεν κατάφερε να βρει τη δική του σύγχρονη πολιτιστική ταυτότητα, τη δική του σύγχρονη φωνή

 

Λόγω της πανδημίας  οι επετειακού χαρακτήρα εκδηλώσεις  για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση αναβάλλονται ή ακυρώνονται. Παρόλα αυτά, όλες οι οργανώσεις , έδωσαν ήδη, δείγματα της προσφοράς, για το πώς κατανοείται μετά από 200 χρόνια νεοελληνικού βίου αυτή η  σημαντική  επέτειο.

Αφορμή για το παρόν κείμενο αποτέλεσε η ανακοίνωση του «Φιλοσοφικού καφενείου της Μελβούρνης» για τη συζήτηση των δύο σημαντικών κειμένων που κυκλοφόρησαν στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα στα 1798: αυτό που δημοσίευσε το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης με τον τίτλο «Διδασκαλία Πατρική», και αυτό που κυκλοφόρησε αμέσως μετά ο Αδαμάντιος Κοραής  με τον τίτλο «Αδελφική διδασκαλία». Επιπλέον της αφορμής αυτής αποτέλεσε και το ωραίο χρονογράφημα του Θωμά Γ. Ηλιόπουλου στον Νέο Κόσμο στις 15 Ιουλίου 2021, όπου σ’ αυτό σχολίασε  με οξυδέρκεια τις δύο αυτές διδασκαλίες.  Μία μικρή ένσταση έχω ως προς την αντίφαση που διαβλέπει ο Ηλιόπουλος στο δημοτικό άσμα,  μεταξύ της θέλησης του θεού: «η Πόλη να τουρκέψει», και της «δημώδους μούσας» η οποία δίνει ελπίδες λέγοντας πως «Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά σας θα’ ναι».

Παρακάτω θα δείξω πως «η ιστορία ως θεοδικία» και η «εσχατολογική λύτρωση»,  αποτέλεσαν τον πυρήνα του ιουδαϊσμού, τον οποίο κληρονόμησε  και ο χριστιανισμός  που επεκτάθηκε εκτός Ιουδαίας στους εθνικούς λαούς της μεσογείου.  Η τιμωρία των Ελλήνων από το θεό, να υποταχτούν στους Οθωμανούς,  αλλά, και η εσχατολογική λύτρωση: «Πάλι με χρόνους  με καιρούς πάλι δικά σας θ’ ναι» δεν αποτελούν αντίφαση μέσα στη θρησκεία. Η Τιμωρία και η Λύτρωση αποτελούν  συστατικά στοιχεία της θρησκείας. Και λειτουργούν όπως το «ξύλο και το καρότο».

Το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης και το περιβάλλον του, (το ιερατικό «κατεστημένο» όπως το λέμε στη λαϊκή γλώσσα), λειτουργούσε ιδεολογικά μέσα από αυτή την βασική θρησκευτική κοσμοαντίληψη, και την αναπαρήγε, γιατί αυτή ήταν η δουλειά του.  Παράλληλα αυτή η κοσμοαντίληψη της «τιμωρίας»  βόλευε, και την προπαγάνδιζε μέσα στους χριστιανικούς λαούς της Βαλκανικής,  διότι έτσι θα διατηρούσε τα προνόμια  που είχε από τους Ρωμαίους βασιλιάδες και που οι Οθωμανοί πολύ έξυπνα δεν τους τα έθιξαν.  Από  το 1453 μέχρι το 1821, δηλαδή στο διάστημα 368 χρόνων ανέβηκαν στον πατριαρχικό θρόνο 136 πατριάρχαι!!! Δηλαδή κάθε 2 χρόνια και 8 μήνες είχαμε αλλαγή πατριάρχη και η θέση εξαγοραζότανε «δια δωροδοκίας των κρατούντων» όπως γράφει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος στην Ιστορία του Ελληνικού έθνους.  Ξέρουμε και τα ποσά που δίνανε. Από τους 136 πατριάρχες  μόλις 5 διώχθηκαν για εθνική δράση και μόλις 3 ή 4 (Λούκαρης,  Ιερεμίας Γ΄, Καλλίνικος  Γ΄) μπορούν να θεωρηθούν πνευματικοί ηγέτες της σκλαβωμένης εθνότητας.

Διαβάζοντας ξανά, τα κείμενα των ελλήνων συγγραφέων της  ιστορίας του «Αγώνα», διαπιστώνει κανείς ότι όλοι αποδίδουν την προδοτική θεωρία που διέδιδαν οι πατριάρχαι, ότι «η υποταγή στους τούρκους είναι θεία θέληση» , οφείλεται στην προάσπιση των υλικών συμφερόντων τους.  Δηλαδή στα «προνόμια» που είχαν και φοβόντουσαν ότι αν δεν  έκαναν τη δουλειά τους σωστά,  θα τα έχαναν, και μαζί με αυτά και το κεφάλι τους. Κανείς από τους παλιούς αλλά και τους νεώτερους συγγραφείς δεν αναφέρει ότι η θεωρία της τιμωρίας δια της υποταγής στους εχθρούς, είναι συστατικό δογματικό στοιχείο της Ιουδαϊκής θρησκείας που πέρασε και στον χριστιανισμό.

Θα φέρω μόνο ένα χαρακτηριστικό δείγμα,  λόγω έλλειψης χώρου, που δείχνει ότι οι συγγραφείς αποδίδουν την εθνοπροδοτική στάση των πατριαρχών στα συμφέροντα όχι όμως και στο δόγμα.

Να τι γράφει  ο Φ. Μιχαλόπουλος στο έργο του Ρήγας ο Βελεστινλής,  σελ  74. «…ο ανώτερος κλήρος, οι φαναριώτες κι οι Κοτσαμπάσηδες, τουρκολάτρες και συμφεροντολόγοι δεν τους συνέφερε η απελευθέρωση του Γένους, γιατί  θάχαναν τις περιουσίες τους, τις θέσεις τους και τη ζωή τους. Ήταν ενέχυρα στα χέρια των Τούρκων, που δι’ αυτών καταδυνάστευαν τα κατώτερα λαϊκά στοιχεία. Είναι αυτοί που είχαν διαδόσει, πως η δουλεία του Ελληνικού Έθνους «επεβλήθη άνωθεν υπό της θείας πρόνοιας» και αγογγύστως έπρεπε να υποφέρει. Κατεδίκαζαν κάθε λέξη που αφύπνιζε την εθνότητα κι αναθεμάτιζαν κάθε φιλελεύθερη προσπάθεια…».

Αυτή η θέση, της θείας τιμωρίας, δεν ήταν πρωτοτυπία των Πατριαρχών και του ανώτερου γενικά κλήρου εκείνη την εποχή. Η αντίληψη της ιστορίας ως θεοδικίας έχει τις ρίζες της στον εβραϊκό προφητισμό,  ο οποίος πέρασε ως μεταφυσικός τρόπος σκέψης στον ιουδαιοχριστιανισμό, και από εκεί και στον εθνικοχριστιανισμό. Για να φτάσει μέχρι τα χρόνια του Κολοκοτρώνη και στον δικό μας σύγχρονο λαϊκό χριστιανισμό ο οποίος τρέφεται ακόμα με βίους αγίων, και θαύματα που προωθούν αυτή την ιδέα της ιστορίας ως θεοδικίας.

Να τι γράφει ο  Κολοκοτρώνης στις «Διηγήσεις του» ,  για το είδος της παιδείας που είχε καθηλωμένο το πατριαρχείο το ελληνικό γένος.

«…Εις τον καιρό της νεότητός μου, όπου μπορούσα να μάθω κάτι τι, σχολεία, ακαδημίαι δεν υπήρχαν, μόλις ήσαν μερικά σχολεία, εις τα οποία εμάθαιναν να γράφουν και να διαβάζουν. Οι παλαιοί κοτσαμπάσηδες, όπου ήσαν οι πρώτιστοι του τόπου, μόλις ήξευραν το όνομά τους, το μεγαλύτερο μέρος των Αρχιερέων δεν ήξευραν παρά τα εκκλησιαστικά κατά πράξιν, κανένας όμως δεν είχε μάθησι. Το ψαλτήρι, το κτωήχι, ο μηνιαίος και προφητείαι ήσαν τα βιβλία όπου ανέγνωσα…»  !!!

Βέβαια ο Κολοκοτρώνης όταν πέρασε στη Ζάκυνθο μορφώθηκε, ξεπέρασε  αυτά που επέτρεπε το Πατριαρχείο, και έτσι μπολιάστηκε με τις ιδέες της Γαλλικής επανάστασης . Οι εβραϊκές προφητείες λοιπόν, που είναι η πηγή του δόγματος της  ιστορίας ως  θεοδικίας, διδασκόντανε στους αγράμματους έλληνες στα χρόνια του Κολοκοτρώνη.

Αξίζει να πούμε δυο λόγια για το θέμα αυτό, διότι εξηγεί ότι η μοιρολατρική αυτή θέση: ότι την ιστορία την φτιάχνει ο θεός και όχι οι άνθρωποι, έπαιξε βασικό ιδεολογικό ρόλο στη μακροχρόνια υποταγή των ελλήνων στους Οθωμανούς.

Η εμφάνιση του εβραϊκού προφητισμού, προέκυψε σε μια περίοδο της Ιουδαϊκής ιστορίας,  όπου οι φυλές από τις οποίες αποτελείτο το Ισραήλ, και που μέσω του μονοθεϊσμού προσπάθησαν να αποχτήσουν πολιτική συνοχή, βρίσκονταν υπό την συνεχή απειλή, εξαφάνισης από από τεράστιες  πολεμικές αυτοκρατορίες. (Ασύριοι, Βαβυλώνιοι, Αιγύπτιοι, και τελικά Έλληνες και Ρωμαίοι). Η νέα επιχειρηματολογία που έφερε ο προφητισμός,  έλεγε ότι  οι κίνδυνοι που απειλούν το Ισραήλ από τους γειτονικούς λαούς,  ανάγονται στην απόφαση του θεού να τους τιμωρήσει.  Οι συγκρούσεις ανάμεσα στους ανθρώπους, για τη νομή του πλούτου και της εξουσίας  δεν λαμβάνονται υπόψη ως ρυθμιστές της ιστορίας. Η  ιστορία έτσι αναγορεύεται σε όργανο του θεού, μέσω του οποίου αυτός μιλάει στο εκλεκτό έθνος του, το τιμωρεί ή το ανταμείβει, το νουθετεί και το παραδειγματίζει. Οι μεγάλοι Εβραίοι προφήτες: Ηλίας, Αμώς,   Όσιε, το είπαν καθαρά: όλα τα εξωτερικά και τα εσωτερικά δεινά του Ισραήλ  οφείλονται στην απόφαση του θεού να το τιμωρήσει διότι ο βασιλιάς και ο λαός παρέκλιναν από την καθαρότητα της Γιαχβικής πίστης.  Ο Ησαΐας και ο Ιερεμίας το επιχείρημα το πήγανε λίγο ακόμα πιο μακριά.  Για τον πρώτο «το σφυρί του θεού που θα πέσει στην κεφαλή του άπιστου λαού του» θα είναι ο Σαργώ βασιλιάς των Ασσυρίων. Για τον δεύτερο η  Βαβυλώνα θα είναι το όργανο της θεϊκής τιμωρίας γιατί τα πεπρωμένα όλων των εθνών  είναι στα χέρια του θεού.

Αυτή η αντίληψη της ιστορίας ως θεοδικίας, σταδιοδρόμησε και μέσα στο Χριστιανισμό,  και   στάθηκε μια ιδέα επικίνδυνη και ιστορικά ολέθρια,  αφού μπορούσε να ισχύει κι εκ του αντιθέτου: αν η εγκόσμια ιστορία είναι ο τόπος της τιμωρίας του κακού και της ανταμοιβής του δίκαιου από το θεό, τότε ολοφάνερα, το καλό είναι προορισμένο να θριαμβεύσει και ως εκ τούτου κάθε εγκόσμιος Σουλτάνος θριαμβευτής,  έχει το δικαίωμα να αξιώνει τη μεταφυσική επικύρωση της ισχύος του επικαλούμενος την άνωθεν (θεϊκή) προστασία. Και αντιστρόφως, το ίδιο το θύμα θα πρέπει κάθε φορά να σηκώνει επιπροσθέτως το βάρος της ενοχής, εκ του ότι και μόνο είναι θύμα – και είναι μια τραγική ειρωνεία το πόσο ακριβά πλήρωσαν οι Εβραίοι στον αιώνα μας μια τέτοια αντίληψη, αλλά και οι Έλληνες γιατί για  τετρακόσια χρόνια το πατριαρχείο είχε περάσει σε ένα μεγάλο κομμάτι του λαού την αντίληψη ότι για το καλό και το κακό ο θεός αποφασίζει. Και πρέπει να υποτασσώμεθα στη θεία βούληση.

Όταν κάποτε  άρχισε να χαράζει η πνευματική αναγέννηση της εθνότητας   με τους «Δασκάλους του Γένους» που έφερναν τις καινούργιες ευρωπαϊκές ιδέες της ισότητας και της ελευθερίας  στα Βαλκάνια,  το Πατριαρχείο και οι Φαναριώτες υπάλληλοι του Σουλτάνου, ξεσήκωσαν πόλεμο κάθε προοδευτικότητας χρησιμοποιώντας τους κεραυνούς των αφορισμών και των «επιτιμίων» για να σταματήσουν την πνευματική αναγέννηση του λαού. Να τι έγραψε ο Κοραής δίνοντας  γλαφυρά το κλίμα της αντίδρασης του πατριαρχείου.

«…Οι Πατριάρχαι προέτρεπον τους Χριστιανούς να μη ενασχολούνται με την Ελληνικήν παιδείαν και εις την των Ευρωπαίων μωροσοφίαν, ως εναντία της χριστιανικής εκκλησίας, αλλά μόνον εις την γραμματικήν , στηριζομένη εις την εξήγησιν των εκκλησιαστικών πατέρων. Οι Πλάτωνες και οι Αριστοτέλαι, οι Νεύτωνες και οι Καρτέσιοι, τα τρίγωνα και οι λογάριθμοι φέρουν αδιαφορίαν εις τα θεία, οι πλείστοι των σχολαρχών ήσαν ιερομόναχοι…, θρήσκοι…, οίτινες επρέσβευον ότι κυριώτερον της παιδεύσεως θεμέλιον είναι η θεοπαράδοτος νηστεία, έλεγον δε την δεισιδαιμονίαν μυριάκις αιρετωτέραν και μετ’ ελπίδων αγαθών ανεπιδέκτου ευλαβείας. Ουδέν επομένως θαυμαστόν, αν τα  συναξάρια των αγίων υπελαμβάνοντο ασυγκρίτω τω  λόγω ψυχοφελέστερον ανάγνωσμα των Απομνημονευμάτων του Ξενοφώντος…».

(Δ. Θεριανού : Αδ. Κοραής τ. Ι. σελ. 41)

Ο Κοραής ήταν άνθρωπος της εποχής του  Διαφωτισμού που είχε ανατείλει στην Ευρώπη, και δίδασκε πως όλοι οι άνθρωποι πρέπει να είναι ελεύθεροι και μάλιστα δίδασκαν τον τρόπο προς την ελευθερία.  Από την άλλη το πατριαρχείο  στοιχήθηκε εκείνη την εποχή με τον κόσμο της αντίδρασης, όχι μόνο από συμφέρον για να διατηρήσει τα προνόμιά του, αλλά και από ιδεολογική συγγένεια με τα μοιρολατρικά στοιχεία που υπάρχουν μέσα στον Ιουδαϊσμό.

Το δημοτικό τραγούδι λοιπόν, από τη συλλογή του Ν. Πολίτη που δημοσίευσε στο Νέο Κόσμο ο Θ. Γ. Ηλιόπουλος στις15 Ιουλίου είναι προϊόν μιας παράδοσης που η εκκλησία για αιώνες επέβαλε στο λαό.  Μια παράδοση που ξεκίνησε από τους εβραίους προφήτες του ναού στα χρόνια του Σαμουήλ και  καθιερώθηκε. Σύμφωνα με την έρευνα που έχει γίνει επάνω στο φαινόμενο του προφητισμού, ο προφήτης  σε κατάσταση έκτασης, γίνεται το όργανο της φωνής του θεού που μιλάει και  αναγγέλλει τις αποφάσεις  για το ποίμνιό του. (Δες Σάββα Αγουρίδη: Προφητεία-έκσταση-Γλωσσολογία, Εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 1992).

Στο ελληνικό δημοτικό  άσμα που συνέλεξε ο Πολίτης , ο θεός αναγγέλλει την απόφασή του ότι η πόλη θα τουρκέψει .   Δεν μιλάει απευθείας στο λαό του, Ο Άγγελος γίνεται η φωνή του θεού. Διότι το θεό κανείς δεν μπορεί να τον δει ούτε να τον ακούσει. Αλλά και ο άγγελος δεν μιλάει απευθείας στο λαό αλλά στον βασιλέα και τους ιερείς. !!!  Πάντοτε στις θεσμικές θρησκείες υπάρχουν οι μεσάζοντες γιατί αυτοί ξέρουν… Το άσμα κλίνει και με την εσχατολογική προφητεία του Αγγέλου:  «Σώπα κυρά Δέσποινα/ και μη πολυδακρίζεις/ πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά σας θα ναι».

Ο θεός αποφασίζει και μιλάει και για τα άσχημα και για τα χαρμόσυνα. Ο άνθρωπος είναι απλώς δέκτης. Πόση διαφορά με την αρχαία ελληνική τραγωδία όπου εκεί ο άνθρωπος πάει κόντρα στη μοίρα που του έταξε ο θεός και βέβαια αυτός ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος και για τα καλά και για τα άσχημα.

Το πατριαρχείο ήταν πάντα θεματοφύλακας μιας τέτοιας νοοτροπίας, η οποία έλεγε ότι για να είμαστε κάτω από τους τούρκους το έχει αποφασίσει ο θεός. Αυτό έλεγαν στο λαό σε όλους τους τόνους.  Κατά πόσο οι Πατριάρχες το πίστευαν δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Πάντως  αυτή η διδασκαλία βόλευε στη διατήρηση των προνομίων τους. Στο ανώτερο ιερατείο δεν συνέφερε η επανάσταση, ούτε ιδεολογικά ούτε υλικά. Γι’ αυτό όταν τελικά η επανάσταση «πέτυχε» και οι λαοί της βαλκανικής δημιούργησαν τις δικές τους ανεξάρτητες εκκλησίες, το Πατριαρχείο αντέδρασε αρνητικά και δεν τις αναγνώρισε.

 

 

ΔΙΑΛΟΓΟΣ

(ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ)

Η ΣΥΓΝΩΜΗ

Ο Ελληνισμός για 200 τώρα χρόνια μια συγνώμη περιμένει από το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης για τον προδοτικό του ρόλο σε όλη την διάρκεια της Οθωμανικής κατοχής. Οι τρείς τέσσερεις φωτισμένοι ιεράρχες που πέρασαν από το πατριαρχείο σε εκείνα τα χαλεπά χρόνια δεν ξεπλένουν την ντροπή και τις ευθύνες. Η Ιστορία βέβαια δεν ξαναγυρίζει πίσω. Μια συγνώμη προς τον ελληνικό λαό έστω και σήμερα μετά από 200 χρόνια  θα βοηθούσε.  Αρκεί βέβαια να μην είναι όπως η  «Συγνώμη»  των βρετανών στους ιθαγενείς: χωρίς πραγματικό αντίκρισμα. Το πατριαρχείο από το 1924 που έστειλε αντιπρόσωπο στην Αυστραλία,  φέρθηκε προς τον ελληνισμό και τις κοινότητές βασιλοκαισαρικά. Αντί να  τεθεί στη διαθεσιμότητα των κοινοτήτων (με ταπεινότητα) και με διάθεση να μάθει από τις δημοκρατικές κατακτήσεις του αυστραλιανού λαού, ήρθε εδώ και με αυταρχικό τρόπο επιδίωξε να επιβάλει ξεπερασμένες μορφές διοίκησης όπως το ενοριακό σύστημα για να  μετατρέψει το ελληνικό δημοκρατικό στοιχείο σε ποίμνιο. (Δες, Δημήτρη Τσιγκρή, Ο Ελληνισμός στο σταυρό του νότου, Κοινότητες και εκκλησία στην Αυστραλία, ο αγώνας για επικράτηση και το σχίσμα. Επιμέλεια Δημήτρης Λάγιος Παναγιωτόπουλος).

Η «Ορθόδοξη Εκκλησία» αν και ποτέ στην νεότερη ιστορία της, δεν κατάφερε μόνη της να εκσυγχρονιστεί, προβάλει πάντα την απαίτηση να εισακούεται ο λόγος της σε όλα τα θέματα της σύγχρονης ζωής. Έτσι, μόλις ο σημερινός εκπρόσωπος του Πατριαρχείου έφτασε στην Αυστραλία ήταν πρώτος έξω από τη βουλή της πολιτείας της Νέας Νοτίου Ουαλίας να διαδηλώνει εναντία στο νομοσχέδιο για την αναγνώριση στις γυναίκες το δικαίωμα να αποφασίζουν εκείνες για το σώμα τους.  Να θυμηθούμε και τον προηγούμενο αρχιεπίσκοπο Στυλιανό Χαρκιανάκη που κίνησε γη και ουρανό, για να πείσει το ποίμνιο  πως αν πέρναγε στο δημοψήφισμα του 2018 η ισότητα και στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, θα έπεφτε ο ουρανός και θα μας έκαιγε. Να θυμηθούμε και τον αγώνα του να σταματήσει τα πιλοτικά προγράμματα στα δημόσια σχολεία για την σεξουαλική αγωγή των μαθητών.

Σήμερα που ο πλανήτης κινδυνεύει από τον υπερπληθυσμό η εκκλησία αντιμετωπίζει το  σεξ  ως παιδομηχανή, καθώς ακόμα έχει τη νοοτροπία που είχαν οι εβραίοι πριν τρείς χιλιάδες χρόνια  όταν οι φυλές τους αποδεκατισμένες από τους πολέμους,  απαγόρευαν το σεξ που δεν τεκνοποιούσε. Η εκκλησία δεν λαμβάνει υπόψη της, ότι σήμερα υα κοινωνικά δεδομένα έχουν αλλάξει: στις αρχές του 20ου αιώνα, ο πληθυσμός πάνω στη γη ήταν τρία δεις. Από τότε μέχρι σήμερα, προστέθηκαν (μέσα σε 100 χρόνια) άλλα τέσσερα δεις. Αυτές τις προκλήσεις η Εκκλησία δεν θέλει να τις αντιμετωπίσει γιατί ιδεολογικά είναι ακόμα βουτηγμένη  στην αρχαία δαιμονολογία  και συντηρεί μια διοικητική μηχανή που δεν λογοδοτεί πουθενά παρά μόνο στον εαυτό της.

 

 

ΔΙΑΛΟΓΟΣ

(ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ)

Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΧΡΟΝΟΣ

Σχετικά με το πρότυπο του χρόνου και της ιστορίας,  υπάρχουν πλέον  διαμετρικά δύο αντίθετες θέσεις:  Από τη μια μεριά είναι η αντίληψη που έχει η θρησκεία για το χρόνο και την ιστορία, και από την άλλη μεριά είναι η αντίληψη του χρόνου και της ιστορίας  που έχουμε κατακτήσει στα νεοτερικά χρόνια όταν μέσα από τη σπουδή της ελληνικής αρχαιότητας κατακτήθηκε μέσω της Αμερικανικής και Γαλλικής Επανάστασης η σημερινή έννοια της Δημοκρατίας.

ΠΡΩΤΟ.   Στην σημερινή εποχή της Δημοκρατίας ιστορία ορίζουμε εν πρώτοις οποιαδήποτε διαδικασία εκπτύσσεται κατά τρόπο μη αντιστρεπτό μέσα στη ροή του χρόνου, την ίδια την αυτοεκδήπλωση και το γίγνεσθαι σε οποιοδήποτε επίπεδο της πραγματικότητας. Σύμφωνα με αυτή την έννοια, η ανθρωπότητα ζει ιστορικά και δημιουργεί ιστορία ανέκαθεν, είτε έχει συνείδηση του γεγονότος είτε όχι. Έτσι εννοημένη, η ιστορία είναι γεγονός, ανεξάρτητο καθαυτό από την ιστορική συνείδηση. Στην πραγματικότητα, είναι ανεξάρτητο και ουσιωδώς προγενέστερο της ίδιας της ανθρωπότητας: διότι αν η ιστορία εδώ αφορά στην ίδια την εκδίπλωση του κοσμικού γίγνεσθαι, η εξέλιξη από το πρωτόζωο στο θηλαστικό είναι επίσης μια μορφή ιστορίας, η ιστορία της φύσης – και κάθε απόπειρα να αντιτεθεί η έννοια της ιστορίας προς εκείνη της φύσης αποδεικνύεται πλαστή και ιδεολογική.

Στα πλαίσια αυτού του αντιληπτικού πλαισίου, έχουμε ωστόσο, και μια ανθρωποκεντρική αντίληψη ότι: η ιστορία γεννιέται εκεί που το παρελθόν συγκροτείται σε μια εννοηματωμένη ολότητα, από την ερμηνεία της οποίας εξαρτάται η κατανόηση του παρόντος και ο προσανατολισμός προς το μέλλον.  Κατ’ αυτήν την δεύτερη έννοια, εκείνο που αποκαλούμε ιστορία είναι ουσιωδώς διαπλεγμένο με την ιστορική συνείδηση. Όταν σε ορισμένα συμφραζόμενα μιλούμε για «ιστορικό άνθρωπο», εννοούμε όχι απλά τον άνθρωπο που «έχει» ιστορία -γιατί όλοι οι άνθρωποι «έχουν» ιστορία– αλλά τον  άνθρωπο που έχει αναπτύξει έναν τέτοιο τύπο συνείδησης, τον άνθρωπο ο οποίος κληρονομεί και διαμορφώνεται ο ίδιος από αυτή την τελευταία έννοια της ιστορίας.

Η έννοια της ιστορίας ως επιστήμη του παρελθόντος είναι μια έννοια σύγχρονη: δεν υπήρχε πριν από το έργο του Niebur,  του Leopold von Ranke, και της γαλλικής Ιστορικής Σχολής,  και βέβαια το έργο του  Χέγκελ και του Μαρξ.

ΔΕΥΤΕΡΟ.  Μια πρωϊμότερη της δημοκρατικής αντίληψη για την ιστορία, είναι η θρησκευτική. Ο Mircea Eliade: The Myth of the Eternal Return, Princeton University Press 197, μας έχει δείξει ότι στις  κοινωνίες τις λεγόμενες  «πρωτόγονες» οι σημαντικές πράξεις της ζωής θεωρούνται «πραγματικές» μόνο και μόνο επειδή επαναλαμβάνουν τις πράξεις ενός αρχέτυπου. Η ίδια η ιερή τελετουργία δεν αποκτά τη σημασία της, παρά μόνο ως μίμηση ενός αρχετυπικού δράματος: δίνει με αυτό τον τρόπο στους μετέχοντες την ψευδαισθητική δυνατότητα  να δραπετεύσουν από την εγκόσμια χρονικότητα και να συμμετάσχουν στην ίδια την αιώνια ζωή των αρχετύπων. Την επιθυμία για άρνηση της ανθρώπινης ιστορικότητας εκφράζουν οι ετήσιες τελετουργίες τις οποίες έχει μελετήσει λεπτομερώς η επιστήμη των θρησκειών: οι πολυάριθμες τελετουργίες του Νέου Έτους σε ένα πλήθος λαών συνίστανται ακριβώς στην αναπαραγωγή του δημιουργικού χάους, έτσι ώστε ο ίδιος ο χρόνος ακυρώνεται και ξαναγεννιέται αποκαθαρμένος από τις φθοροποιές του συνέπειες. Αυτή η περιοδική άρση και κατάργηση της χρονικότητας, δεν σημαίνει πως ο λεγόμενος «πρωτόγονος»  αγνοεί το γεγονός ότι ζει μέσα σε μια μονοσήμαντη κίνηση του χρόνου όπου ορισμένες πράξεις έχουν συγκεκριμένες και μη αντιστρεπτές συνέπειες. Τουναντίον: η ίδια πρακτική του ενασχόληση με τις μη ιερές πλευρές της ζωής δείχνει ότι έχει οξύτατη αντίληψη της αιτιότητας, και αν σπεύδει συνειδητά να ορίσει ως «πραγματικό» εκείνο που διαφεύγει από αυτή ακριβώς τη χρονικότητα είναι επειδή θέλει να αντιρροπήσει την κοινωνική έλλειψη, με την περιοδική ιεροτελεστία αναβίωσης ενός χρυσού αρχετυπικού παρελθόντος. Όσο περισσότερο έντονα νοιώθει την έλλειψη, τη μη ικανοποίηση, (υλικά και υπαρκτικά), τόσο περισσότερο τον χρόνο της ιστορίας,  ή πιο σωστά τον «τρόμο της ιστορίας» τον παρακάμπτει, τον αγνοεί ασυνείδητα.  Κάποιοι όπως ο Φώτος Τερζάκης (Δες Μελέτες για το Ιερό, Ελληνικά Γράμματα Αθήνα 1997) υποστηρίζουν ότι αυτή η φυγή από τη χρονικότητα εξυπηρετεί θεραπευτικούς σκοπούς. Εξάλλου (λένε), το πρότυπο αυτό αποδείχθηκε θαυμαστά βιώσιμο για εξαιρετικά μακρές περιόδους στη ζωή της ανθρωπότητας. Για τους αρχαίους Έλληνες της αρχαϊκής εποχής το πρότυπο που είχαν για τη χρονικότητα, ήταν όπως για τους περισσότερους αρχαίους λαούς η τακτή επάνοδο των εποχών που διαδέχονταν κανονικά η μια την άλλη: Η τέλεια κίνηση ήταν η κυκλική κίνηση. Τονίζοντας τα θαυμαστά γνωρίσματα των Θείων και ηρωικών χαρακτήρων, αντιπαρέθεταν μια τάξη του ιερού και ήδη συντελεσθέντος απέναντι σε μια μεταγενέστερη, γήινη περίοδο όπου τίποτα σημαντικό δεν μπορούσε να συμβεί. Όμως, αυτή η κοσμοαντίληψη διήλθε μια βαθιά κρίση στα χρόνια που είδαν την ανάπτυξη της Κλασικής Πόλεως και της Δημοκρατίας. Ήταν κρίση, προϊόν της ίδιας της πολιτικής εμπειρίας στα όρια της οποίας ο άνθρωπος δημιουργούσε τη μοίρα του. Από το σημεία αυτό  έχουμε στην κλασική Ελλάδα τη γέννηση μιας ιστορικής συνείδησης. Αποφασιστικής σημασίας στιγμές στη διαμόρφωση αυτού του Δημοκρατικού ιστορικού πνεύματος εκπροσωπούν οι αφηγήσεις του Ηρόδοτου και του Θουκυδίδη και γενικά η αρχαιοελληνική ιστοριογραφία. Ήδη στον Ηρόδοτο έχουμε μια κατασκευή της έννοιας του γεγονότος σύμφωνα με την οποία αυτό δεν προβάλλεται ως μυθική κατηγορία στο αχρονικό ούτε εντάσσεται πλέον στον χώρο του ιερού, αλλά ορίζεται στα πλαίσια μιας εγκόσμιας-αισθητής πορείας του ανθρώπινου γίγνεσθε. Αυτή η καινούργια αντίληψη, η οποία αναπτύσσεται φιλοσοφικά και ψυχολογικά στο έργο του Θουκυδίδη, οδηγεί το άτομο να αποδεχθεί την ιδέα ότι αφενός η εγκόσμια δράση  του είναι πρόξενος συνεπειών ευτυχών ή ατυχών από τις οποίες δεν μπορεί να αποδράσει, αφετέρου ότι χάρη στη γνώση του παρελθόντος μπορεί ο ίδιος να κατανοήσει το παρόν του και, ως ένα σημείο, να προετοιμάσει το μέλλον του. Αυτή η νέα συνείδηση, που φαίνεται ήδη υπερβολικά νεωτερική στα σημερινά μας μάτια, επρόκειτο να καμφθεί νωρίς κάτω από το βάρος της ίδιας της ιστορικής εμπειρίας που οδήγησε στον εμφύλιο σπαραγμό και στην παρακμή των ελληνικών πόλεων-κρατών. (Δες Francois Chatelet, Η γέννηση της Ιστορίας: η διαμόρφωση της ιστορικής σκέψης στην αρχαία Ελλάδα, Ελλ. έκδ. Σμίλη, Αθήνα 1992).

Όταν πια οι ελεύθερες ελληνικές πόλεις-κράτη, χάνουν την ανεξαρτησία τους και υποτάσσονται σταδιακά σε αυτοκρατορικές πολιτικές οντότητες, αυτή η αντίληψη ότι ο άνθρωπος μπορεί να ελέγχει και να καθορίσει το μέλλον του υποχωρεί. Η φιλοσοφία από αναζήτηση της αλήθειας για όλους, ξεπέφτει στην αναζήτηση της αλήθειας του κάθε ιδιώτη ξεχωριστά. Αυτή η κατάσταση παρακμής του αρχαίου κόσμου προετοίμασε την εξάπλωση της εβραϊκής αντίληψης της ιστορίας ως θεοδικίας και το γίγνεσθε  ως υποθηκευμένο στο αναγγελθέν έσχατον.  Η ελπίδα των εσχάτων είναι ακριβώς η μεταμόρφωση της αρχαϊκής νοσταλγίας των απαρχών. Ο Εβραϊκός κόσμος όσο υπήρξε ελεύθερο βασίλειο  είχε ιεροποιήσει τον εγκόσμιο ιστορικό χρόνο. Αυτοανακηρύχθηκε σε περιούσιο λαό. Το νομικό/θεσμικό του σύστημα επικυρώθηκε ως το ίδιο το θέλημα ενός έλλογου Θεού-δημιουργού και όλη η εγκόσμια ιστορική περιπέτεια, ερμηνεύτηκε ότι θα κατέληγε σε παγκόσμια βασιλεία επί της γης. Όμως, στο βαθμό που ο λαός αυτός έπεσε κάτω από την εξουσία άλλων αυτοκρατοριών (Σύριους, Βαβυλώνιους, Σελευκίδες και τελικά Ρωμαίους), και έκτοτε σε μια οριστική διασπορά, τους γεννιέται η μυστική σωτηριολογία, η οποία συνίσταται στην ακύρωση ή τη ρήξη  με τον εγκόσμιο-ιστορικό χρόνο, από τον οποίο δεν έχουν τίποτα πλέον να περιμένουν. Τώρα η λύτρωση θα συμβεί στο μέλλον. Όχι το γήινο αλλά το μεταφυσικό.

Αυτή η σωτηριακή επαγγελία [που θα συμβεί στο μεταφυσικό μέλλον, υπήρξε και το κατεξοχήν γνώρισμα του νεαρού χριστιανισμού ο οποίος στην πολυεθνική του βάση είχε χάσει κάθε εθνική ανεξαρτησία κάτω από τους Ρωμαίους. Εκείνος ο πρώιμος χριστιανισμός ζητούσε να διαφύγει από την ιστορία εισερχόμενος σε μια χρονικότητα η οποία δεν ορίζεται από τον κοινό (δημοκρατικό) ιστορικό χρόνο: στην ιδιάζουσα χρονικότητα της λύτρωσης. (Δες γι’ αυτά  Rudolf Bultmann, «Ιστορία της Σωτηρίας και Ιστορία», στο Ύπαρξη και Πίστη: δοκίμια ερμηνευτικής θεολογίας (ελλ, έκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα, 1995). Η Χριστιανική κοινότητα (Εκκλησία) δεν ήταν  μια εθνική κοινότητα, αλλά μια οικουμενική σύναξη συνδεδεμένη από την πίστη στο εσχατολογικό συμβάν της λύτρωσης, το οποίο εκφράσθηκε άπαξ δια παντός (και με τρόπο αρχετυπικό ή μυθικό) στο πρόσωπο του Χριστού.

Ωστόσο,  όταν ο χριστιανισμός επικράτησε πολιτικά, και ανακηρύχτηκε  επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο εγκόσμιος χρόνος ιεροποιήθηκε. (όπως στα ευτυχισμένα εβραϊκά χρόνια). Η πολιτική ιεροποιείται, ο πόλεμος ιεροποιείται, οι κοινωνικές αντιθέσεις ιεροποιούνται, το μίσος ιεροποιείται, η αγάπη ιεροποιείται. Όμως επειδή αποτελεί παραφυάδα του Ιουδαϊσμού έχει κληρονομήσει και την εσχατολογία. (Karl Lowith: Το νόημα της ιστορίας).

Η χριστιανική Εκκλησία λειτούργησε ως  θεσμικός οργανισμός στην εξυπηρέτηση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και το ρόλο αυτό έπαιξε και με την Αυτοκρατορία των Οθωμανών. Το πατριαρχείο δεν έβλεπε το ρόλο του ως εθνικό, αλλά ως οικουμενικό. Οικουμενικό στην ιδεολογία αλλά και στα προνόμια. Αυτόν τον θεσμικό οργανισμό  τον χρησιμοποίησαν έξυπνα οι Οθωμανοί για να ελέγξουν τον χριστιανικό κόσμο της βαλκανικής. Τον στερέωσαν και του επαύξησαν τα προνόμια. Και τα κατάφεραν πολύ καλά για 400 χρόνια, γιατί η σκλαβιά προβλήθηκε ως τιμωρία του θεού στην οποία οι λαοί έπρεπε να υπακούσουν χωρίς παράπονα στο Σουλτάνο. Υπακοή η οποία αποτελεί βέβαια και την προϋπόθεση της εσχατολογικής λύτρωσης: «Πάλι με χρόνους με καιρούς πάλι δικά μας θ’ ναι».

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Μετά από διακόσια χρόνια ελεύθερο βίο, ο ελληνικός λαός δεν αξιώθηκε να αποκτήσει ένα  κράτος το οποίο να είναι διαχωρισμένο από την θρησκεία. Είμαστε το μοναδικό κράτος στην Ευρώπη που ζει με το ένα πόδι στην εβραϊκή ανατολή και το άλλο στην Δυτική Ευρώπη. Διχασμένος λαός που ακόμα δεν κατάφερε να βρει τη δική του σύγχρονη πολιτιστική ταυτότητα, τη δική του σύγχρονη φωνή.